20161029
Όλα τα χωριά της βόρειας Χίου είναι αμφιθεατρικά χτισμένα στις πλαγιές της Αμανής και του Πελιναίου. Παλιά, τα μονοπάτια διέτρεχαν τους οικισμούς, όταν έγιναν οι «αμαξωτοί» δρόμοι τα περισσότερα χωριά χωρίστηκαν στα δύο, ένα κομμάτι από πάνω ένα από κάτω. Τα σπίτια ακολουθούν τη μορφολογία του εδάφους, οι περισσότεροι άνθρωποι έφυγαν, τα δέντρα μεγάλωσαν, οι καλλιεργημένες πλαγιές έγιναν λόγγοι, οι οικισμοί σιγά σιγά καλύπτονται από την άγρια βλάστηση. Έτσι στα Νενητούρια πέρα από την εκκλησία, το σχολείο, το καφενείο «βόρειο σέλας» και 2-3 κατοικίες πάνω στο δρόμο δυσκολεύτηκα να καταλάβω πού είναι τα σπίτια· από το δρόμο δεν φαινόταν τίποτα.
Το χωριό αποτελείται από τέσσερις οικισμούς, Αντραχλιάς και Κοσμάδος στα ανατολικά, Χαμέτος και Ψαρός στα δυτικά, που είναι και οι δύο μεγαλύτεροι. Στην αυλή της πολύ καλά φροντισμένης και συντηρημένης εκκλησίας μια υπαίθρια έκθεση φωτογραφίας μας πληροφορεί ότι την δεκαετία του πενήντα ο δάσκαλος Δ. Σκάμαλος φωτογράφισε με εξαιρετικό τρόπο τις δραστηριότητες του σχολείου και την εθελοντική διάνοιξη του δρόμου –θυμήθηκα τον επίσης δάσκαλο Π. Kομπιλίρη που την ίδια εποχή φωτογράφιζε στο γειτονικό Άγιο Γάλας.
Κατεβήκαμε στο κάτω χωριό, μια γυναίκα σκάλιζε το μποστάνι της που είχε από όλα τα καλά. Χαιρέτησα από μακριά και ρώτησα προς τα πού απλώνεται το χωριό, μου απάντησε κοφτά και συνέχισε την εργασία της· περίπου με τον ίδιο τρόπο μου απάντησαν και άλλες δυο γυναίκες μέχρι να σκοτεινιάσει. Προφανώς σύμπτωση, αλλά δεν μου έχει ξανατύχει στα χωριά της Αμανής, οι λίγοι ηλικιωμένοι κάτοικοι είναι ευγενείς και βοηθούν τους επισκέπτες. Από την άλλη δεν είναι εύκολη η γνωριμία με έναν ξένο, στην ερημιά· οι άνθρωποι είναι καχύπτοι. Αυτοσχέδιος ο οικισμός, τα σπίτια που κατοικούνται έχουν διάφορες προσθήκες για να εξυπηρετήσουν οι άνθρωποι τις αυξανόμενες ανάγκες τους, στον ελάχιστο και πολύ κατηφορικό χώρο που διαθέτουν. Πριν μερικές δεκαετίες που δεν υπήρχε ρεύμα και οι χωριάτες δούλευαν στη γη με τα εργαλεία των προγόνων τους, οι ανάγκες των κατοίκων ήταν διαφορετικές και πολύ λιγότερες· τώρα πώς να χωρέσουν, τρακτεράκια, αυτοκίνητα, αλυσοπρίονα, κτλ στα στενόχωρα σπίτια.
Μια καινούργια παιδική χαρά περιμένει τα παιδιά που θα έρθουν πάλι το επόμενο καλοκαίρι. Τελευταία στιγμή κατάλαβα ότι το χωριό συνεχίζεται και πάνω από το δρόμο· ανέβηκα τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, στη χαζή ερώτησή μου, «έχει ανθρώπους εδώ;» η απάντηση της γυναίκας: «ε δε θα γύρισαν ακόμα από τα χωράφια» είναι τουλάχιστον σουρρεαλιστική, ποιοι άνθρωποι και ποια χωράφια; Περιπλανήθηκα στο έρημο χωριό, τρόμαξα από την πλήρη εγκατάλειψη και ταυτόχρονα από την ομορφιά. Όλα ρημαγμένα από τον χρόνο, από τις μέρες που μια μια κάθονται πάνω στις πέτρες και ξεφλουδίζουν τους σοβάδες. Στο τελευταίο φως* τα ερείπια μεταμορφώνονται, συντονίζονται με τις ανάσες όλων αυτών που ζήσανε πίσω από τους πεσμένους τοίχους, όλων αυτών που μέρωσαν αυτό τον τόπο.
Ευτυχώς άναψαν τα φώτα και σα να καθαγιάστηκε το μέρος· οι κίτρινες λάμπες της ΔΕΗ και το τελευταίο μωβ του ουρανού έκαναν κινηματογραφικό το σκηνικό, τα φαντάσματα εξαϋλώθηκαν και γω ήσυχος κατέβηκα τις τσιμεντένιες σκάλες.
* αφιερωμένο στον γ.μπ.
Το επόμενο Σάββατο, η Πισπιλούντα