της Φρόσως Χατόγλου
Τα περιβόλια του Κάμπου απλώνονται ως τη θάλασσα. Γεμάτα πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές και κάθε είδους εσπεριδοειδή. Δεντράκια καταπράσινα χειμώνα – καλοκαίρι, με ασπρισμένους κορμούς, φυτεμένα στη σειρά, τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα. Την Άνοιξη γεμίζουν με λευκούς ανθούς που μοσχοβολούν. Αυτά τα λουλουδάκια σιγά σιγά θα γίνουν οι ζουμεροί και θρεπτικοί καρποί, που θα μαζέψουν οι άνθρωποι το Χειμώνα.
Έτσι, από εποχή σε εποχή, ζουν τη ζωή τους όλα τα δεντράκια του Κάμπου. Όλα; Όχι όλα…
Ήταν ένα δεντράκι, μια Πορτοκαλιά, που έτυχε και φύτρωσε στην άκρη του γκρεμού. Ρίζωσε γερά στο έδαφος και κατάφερε να σταθεί όρθιο και να μην πέσει. Δυνατό και γενναίο δέντρο, ψήλωσε και μεγάλωσε, κατάφερε να γίνει όπως οι άλλες πορτοκαλιές του περιβολιού, εκτός από…
… τα πορτοκάλια.
Ήταν πράσινη, όμορφη και λυγερόκορμη, αλλά, χωρίς καρπούς.
Κάθε Άνοιξη περίμενε πως στα κλαδιά της θα ανθίσουν τα μυρωδάτα άνθη, αλλά μάταια. Όλος ο Κάμπος γέμιζε, εκτός από αυτήν. Όταν έρχονταν οι άνθρωποι με τα καλάθια για να μαζέψουν τα πορτοκάλια, αυτή ένιωθε αλλόκοτη και άχρηστη.
Περνούσαν οι εποχές, περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε . Είχε πάψει πια να ελπίζει πως θα καρπίσει. Κι όταν ερχόταν η Άνοιξη, γυρνούσε το βλέμμα κατά τη θάλασσα, με ένα μεγάλο παράπονο.
Ξαφνικά, ένα Φθινόπωρο είδε πως ακριβώς δίπλα της είχε φυτρώσει ένα μικρούτσικο καινούργιο δεντράκι. Είχε βρεθεί κι αυτό εκεί, στην άκρη του γκρεμού. Μα οι ρίζες του ήταν μικρές, αδύνατες. Έτυχε μάλιστα τότε να κάνει πολύ κακό καιρό, άνεμοι και βροχές δυνατές, και το νιούτσικο δεντράκι δυσκολευόταν πολύ να κρατηθεί.
Η πορτοκαλιά έγειρε ως κάτω τα γερά κλαδιά της και το κράτησε. Το στήριξε. Όλο το Χειμώνα έμεινε δίπλα του. Και το μικρό δεντράκι στέριωσε, μεγάλωσε. Έγινε σιγά σιγά μια ωραία Λεμονίτσα. Ακούμπησε το λεπτό κορμό του στην Πορτοκαλιά, άπλωσε τα κλαδάκια του πάνω της, σα να την αγκάλιαζε, και ψήλωνε, όλο ψήλωνε.
Ώσπου, μια Άνοιξη, η Λεμονίτσα άνθισε! Κι έτσι που τα κλαδιά της ήταν μπερδεμένα με της Πορτοκαλιάς, ήταν σα να άνθιζε κι αυτή! Δεν ξεχώριζες πια τα δυο δέντρα. Η Πορτοκαλιά ήταν τόσο περήφανη κι ευτυχισμένη, αλλά και η Λεμονίτσα ήταν χαρούμενη και δροσερή.
Όταν το Χειμώνα ήρθαν οι άνθρωποι να μαζέψουν τους καρπούς, είδαν ξαφνιασμένοι την Πορτοκαλιά γεμάτη… λεμόνια! Τα πιο μεγάλα και ζουμερά λεμόνια του περιβολιού! Πλησίασαν κοντά και είδαν τα δυο μπλεγμένα δέντρα. Η άκαρπη Πορτοκαλιά, αγκαλιά με μια Λεμονίτσα. Σταυροκοπήθηκαν και γέμισαν χαρούμενοι τα καλάθια τους.
Από τότε, κάθε Άνοιξη, τα δυο δέντρα είναι φορτωμένα με ανθούς και κάθε Χειμώνα γεμίζουν λεμονάκια.
Ενωμένα, αγκαλιασμένα. Εκεί, στην άκρη του γκρεμού.
Συζήτηση1 σχόλιο
Καλησπέρα. Είναι όμορφο το παραμύθι, νομίζω θα αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις. Μπορώ να επικοινωνήσω κάπως με την κ. Χατόγλου;