20161029
Στην Πισπιλούντα δεν είχα πάει ποτέ, ούτε είχα περάσει από κοντά· δεν είναι σε κεντρικό δρόμο, είναι σε μια παράκαμψη με συνεχόμενες στροφές κάτω από τη Νέα Ποταμιά, διπλά απομονωμένο μέρος. Ίσως παλιότερα που δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι παρά μονοπάτια να ήταν στην ίδια μοίρα με τα γειτονικά χωριά, τώρα όμως δύσκολα να πάρει κάποιος που δεν ξέρει τον δρόμο για να βγει στο μικρό χωριό.
Μεσημέρι με συννεφιά και κρύο, απέναντι το Πελιναίο κρυμμένο στα σύννεφα. Ανέβηκα στην αυλή του δημοτικού, στεγασμένος χώρος με καρέκλες, εδώ πρέπει να γίνεται το πανηγύρι, όπως σε αρκετά χωριά της βόρειας Χίου. Μέσα στην ησυχία άκουγα σκόρπιες κουβέντες· προχώρησα προς τα μέσα, μια οικογένεια έτρωγε, χαιρέτησα, βγήκε η γυναίκα έξω. «Δε μένουμε εδώ μόνιμα, ερχόμαστε όμως συχνά». Πιο πέρα ένα μεγάλο σπίτι με ανθισμένο απ’ έξω το γιασεμί· στην πάνω βεράντα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Χαιρέτησα και τους είπα τι κάνω· ο άντρας κατέβηκε, η γυναίκα μιλούσε στο τηλέφωνο, του είπε κοφτά «μη λες πολλά». Χαμογέλασα μόνος μου, καταλαβαίνω την καχυποψία των ανθρώπων, πρέπει να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους. Με τον κύριο Χ. κουβεντιάσαμε όμορφα, βοήθησε το ότι ο αδελφός του έζησε όλη του τη ζωή στα μέρη μου. «Ήμουν δάσκαλος στο χωριό για χρόνια, μετά έκλεισε το σχολείο, στο τέλος είχε μόνο δυο μαθητές. Δεν θυμάμαι πότε έκλεισε, έχω μεγαλώσει και η μνήμη μου δεν με βοηθά· γύρω στο ογδόντα; Μετά πήγα στη Χώρα, εδώ καθόμαστε πολύ καιρό, έχουμε το σπίτι, χωράφια, τις ελιές· εν έβρεξε καθόλου και πέσαν όλες. Το χειμώνα πάμε στα παιδιά μας στην Αθήνα.» Όση ώρα μιλούσε χάιδευε το γιασεμί. Τον ευχαρίστησα, χαιρετηθήκαμε εγκάρδια.
Περπάτησα στην πάνω πλευρά· κλειστά και έρημα σπίτια… σε όλες αυτές τις διαδρομές, κυρίως στα πανόχωρα, είναι σα να μετέχω σε άτυπο μνημόσυνο· για όλους αυτούς τους άγνωστους σε μένα ανθρώπους που είτε έφυγαν νέοι πριν από πενήντα-εξήντα χρόνια, μετανάστες στην Αμερική και την Αυστραλία, προκαλώντας την τύχη τους, είτε πέθαναν εδώ, στο πατρικό τους σπίτι. Έτσι κι αλλιώς αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάρχουν πια· οι απόγονοι τους έφτιαξαν αλλού τη ζωή τους. ‘Ολες αυτές οι κατοικίες· πέτρινες προπολεμικές, τσιμεντένιες του εξήντα και του εβδομήντα, με μπαλκόνια, αυλές, σταύλους και κληματαριές αφέθηκαν στον χρόνο. Κοιτώ το χαρτάκι της ΔΕΗ που ενημερώνει για τη διακοπή ρεύματος, χωμένο στα σκουριασμένα κάγκελα· η κληματαριά έχει σχεδόν καλύψει την αυλή.