γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Στο Κάστρο, τη γειτονιά που μεγάλωσα, περνώ συχνά από τα στενά δρομάκια και στέκομαι λίγο παραπάνω στις γωνίες με κάτι σπίτια που τα έχουν καιρό τώρα εγκαταλείψει οι παλιοί τους ένοικοι. Στέκουν κλειδομανταλωμένα και παλεύουν, μάταια, με τη φθορά του χρόνου. Οι κλειστές πόρτες τους ξεφτίζουν, τα κουφώματα είναι κάποιες φορές σπασμένα και πρόχειρα καρφωμένα, αγριόχορτα έχουν πιάσει να φυτρώνουν στις κόχες, κάποιος σοβάς ξεκολλάει και πέφτει. Κι αυτά είναι μόνο η αρχή σε μια αργή αλλά αναπότρεπτη διαδικασία φθοράς.
Έχουν έναν πόνο κρυμμένο ετούτα τα σπίτια. Σαν άρρωστοι μοιάζουν υπερήλικες που τους έχουν εγκαταλείψει οι πάντες. Κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Οι κληρονόμοι ιδιοκτήτες έχουν από καιρό μετοικήσει σε άλλες γειτονιές ή και σε άλλες πόλεις. Δεν έχουν ούτε τα χρήματα, ούτε την όρεξη να τα συντηρήσουν. Τα αφήνουν λοιπόν να γκρεμίζονται , αδιάφοροι για τη μοίρα τους, συμβιβασμένοι με την ιδέα ότι κάποια στιγμή, σε μια καταιγίδα; σε ένα σεισμό; θα καταρρεύσουν οριστικά. Οι γείτονες γκρινιάζουν ότι έχουν γίνει εστία μόλυνσης, φωλιές τρωκτικών και άλλα. Ποιος να τους ακούσει; Η σφραγίδα της εγκατάλειψης φαίνεται ότι έχει μπει οριστικά.
Κι όμως εσύ που κάποτε τα θυμάσαι ζωντανά ετούτα τα σπίτια γεμάτα ανάσες ανθρώπων, γεμάτα παιδικές φωνές, γεμάτα φως με ανοιχτά πορτοπαράθυρα. Εσύ που κάποτε έπαιξες στις αυλές τους ή ήπιες ένα ποτήρια παγωμένο νερό στο στενάχωρο κουζινάκι τους, εσύ που κρύφτηκες στα απλωμένα κατάλευκα σεντόνια της μπουγάδας, στέκεσαι για λίγο και αφουγκράζεσαι. Ίσως μαντεύεις εκείνες τις φωνές τις αλλοτινές, εκείνες τις ανάσες. Σίγουρα μέσα σου νιώθεις τον πόνο των βουβό των άδειων γκρεμισμένων σπιτιών. Τον πόνο των ανθρώπων που ανεπίστροφα έχουν φύγει.
Συζήτηση1 σχόλιο
Μεταφέρει συγκίνηση δυνατή