του Μιχάλη Μελαχροινούδη
Με σύμμαχο τον ζεστό ήλιο – όχι δεν αναζητώ τη θάλασσα είναι πολύ νωρίς για μένα· Άνοιξη είναι ακόμα, ας την χαρούμε – και μία διάθεση εξερεύνησης που προσπαθώ να την περάσω και στα παιδιά μου, με χάρτες, οδηγούς και σημειώσεις, καλή παρέα και διάθεση ξεκινήσαμε για τα βόρεια – δυτικά του νησιού έχοντας υπολογίσει τις προηγούμενες ημέρες περίπου μία διαδρομή και με την επιστροφή της γύρω στα 130 χιλιόμετρα. Έχοντας ζήσει στην Μεγαλόνησο, τόσα χιλιόμετρα δεν μου φαίνονται πολλά, αν και ξέρω ότι για τα δεδομένα του νησιού μας είναι, όπως επίσης αν υπολογίσεις και τις στροφές και το απότομο των δρόμων.
Πρώτη στάση στην Κατάβαση για ένα καφέ στο χέρι και λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο για τη συνέχεια. Πού είναι κάποιο πάρκιγκ; Μέσα στο δρόμο σταματήσαμε, πάνω στη στροφή άφησα το αυτοκίνητο με κίνδυνο για μένα και τους οδηγούς που ακολουθούν (θυμάμαι το χώρο από παιδί, νομίζω το ίδιο είναι, δεν έχει αλλάξει…)
Βολισσός, ζεστό ψωμί, σχεδόν να καίει από το φούρνο, σκέτο, γλυκό, μυρωδάτο και το κάστρο να δεσπόζει (κοιτώ σήμερα τις φωτογραφίες και θέλω να πάρω μία γόμα για να σβήσω τα καλώδια που χαλούν την ομορφιά του τοπίου). Οδηγούμε μέχρι το κάστρο, και μετά πικ-νικ στους τοίχους του, με τη θέα από εκεί να είναι μαγευτική, και την ερημιά, ανθρώπων και κτιρίων, να δημιουργεί απορίες για τους εκδρομείς της ημέρας, την ανθρώπινη παρουσία…
Σκαρφαλώνουμε τους φιδίσιους δρόμους και στα αριστερά κάτω στο βάθος φαίνεται η Παλιά Ποταμιά και σιγά – σιγά το τοπίο γεμίζει νερά, πράσινο, ψηλά δέντρα μέχρι τα Αφροδίσια. Νοικοκυρεμένα σπίτια, επιδιορθώσεις, άνθρωποι στις αυλές τους – παράξενο σκέφτομαι – περίμενα εγκατάλειψη, ερείπια, και πάντως όχι αυτό που βλέπουν τα μάτια μου. Σε απρόσμενο κάλεσμα σε σπίτι του χωριού γεύομαι γουρουνόπουλο και κρασί, σπιτικό, γλυκό, χειροποίητο. Τα μάτια μου χάνονται σε σεντούκι με εφημερίδες και έγγραφα του 1936, 1946, φωτογραφίες από εγκαίνια σε Ηρώον, τιμές και αλλοτινά. Είμαι στο μπαλκονάκι έξω, απέναντι το Πεληναίο, «η ψηλότερη κορυφή» μου λένε, «παλιά βάζαμε σιτηρά όπου βλέπει το μάτι σου», δίπλα μου κυματίζει η ελληνική σημαία, και πιο κάτω και σε άλλο σπίτι, επίσης. Στο καφενείο του χωριού, στο υπόστεγο, οχήματα της εθελοντικής ομάδας, «μαζευτήκαμε 20 άτομα στην αρχή, 120 γίναμε στο τέλος και καθαρίσαμε όλα τα χωριά της περιοχής και στο τέλος τσιμπούσι, η κόρη μου ενθουσιάστηκε». Μάλιστα, κάποιοι κρατούν τη φλόγα του τόπου τους αναμμένη σε πείσμα των δύσκολων καιρών…
Οδηγώ και δεν πιστεύουν τα μάτια μου. Εγρηγόρος, τα σπίτια να κρέμονται στο μπαλκονάκι του Αιγαίου, κοίτα το δρόμο, άσε το τοπίο για τους άλλους, οδηγός είσαι, μα μπορώ; αυτός είναι ο τόπος μου; σκέφτομαι, τόση ομορφιά; (κοιτώ δίπλα μου και πίσω, συνοδηγό και επιβάτες, τα μάτια τους και οι φωτογραφικές μηχανές στα χέρια το ίδιο επιβεβαιώνουν). Σε οινοποιητική εταιρεία ανταλλάσουμε απόψεις για το τι σημαίνει να κρατάμε ψηλά τη σημαία, ειδικά αυτό τον καιρό. Μπορεί να μην ήπια κρασί, «μεθυσμένος», όμως είμαι και συνεχίζουμε…
Επόμενη στάση, ίσως στην πιο όμορφη είσοδο χωριού που έχω δει τα τελευταία χρόνια. Επίσκεψη στο Εκκλησιαστικό Μουσείο, στα Κουρούνια. Δύο αίθουσες, εντυπωσιάζει η κατασκευή του κτιρίου και η έκθεση. Μένουν τα μάτια μου σε μία φωτογραφία που απεικονίζει μία κηδεία, πότε του 1920, 1930; Ακούω τον φίλο να δείχνει στην κόρη του, προπάππου, συγγενείς, τη θεία την… , και σκέφτομαι το δέσιμο με τον τόπο μου, ακούω φωνές και βγαίνουμε για παγωτό, «το καλοκαίρι το χωριό μπορεί να έχει και 200 παιδιά!»…
Κάθε χωριό συναγωνίζεται το άλλο στην περίτεχνη κατασκευή και την ομορφιά της εκκλησίας του. «Ταξιάρχης» στην έξοδο του χωριού, στα Νενητούρια, και να σταματούμε να την φωτογραφίσουμε, δύσκολο όμως, αδύνατο να πετύχει η φωτογραφία το στιγμιαίο συναίσθημα της έκπληξης και της μεγέθυνσης της κόρης του ματιού, με το πού πρωταντικρίζεις τόση ομορφιά…
Άγιο Γάλα. Ο σκοπός της σημερινής εκδρομής. Το σπήλαιο, ο ναός, ο τόπος για φαγητό και παιχνίδι, «Πολυχώρος» πλέον. Και πραγματικά από τα βάθη του σπηλαίου και την ιστορία του ναού με την αφήγηση και τις λεπτομέρειες είναι δύσκολο να συνέλθεις αμέσως για να αφεθείς στις φωνές των παιδιών που παίζουν και κρέμονται από τα σχοινιά, τα φαγητά και τις μυρωδιές, το ποτάμι που ρέει εκεί, ανάμεσα στα πόδια σου, και τον φίλο να λέει: «Τέτοια μέρη έχω συναντήσει μόνο στην ορεινή Ελλάδα, θα έρθουμε το χειμώνα για να δεις την περιοχή και τον χειμώνα», και ενώ βαδίζουμε ολοταχώς στο καλοκαίρι- η ζεστή μέρα προάγγελός του – σκέφτομαι ήδη τον χειμώνα…
Η επιστροφή σε ένα τοπίο κατάφυτο από ελιές, με τις Τρύπες να στραφταλίζονται στα γαλάζια νερά του Αιγαίου, τα Ψαρά απέναντι, παρά το γεγονός του προχωρημένου απογεύματος να καλύπτονται από μία αχλή, και οι εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη, συζητούμε για την εναλλαγή της βλάστησης σε μία ακτίνα μερικών χιλιομέτρων, ότι δεν μπορεί η Παρπαριά είναι σε μεγαλύτερο υψόμετρο, εκείνη όμως να ανοίγεται μυστηριωδώς στη θάλασσα, την εκκλησία στην Πιραμά να συναγωνίζεται καθεδρικό ναό μεγάλης πόλης και σιγά – σιγά να προσεγγίζουμε την Βολισσό και τα επίνειά της για ένα τελευταίο καφέ, ένα τελευταίο γλυκό…
Ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο, με τον ανοιξιάτικο ουρανό να έχει πάρει φωτιά με τα μαβιά, τα πορτοκαλί, τις αποχρώσεις του μπλε, γραμμές και σχήματα και να σκέφτομαι ήδη την επιστροφή ξανά εδώ σε μία άλλη επίσκεψη στο Μελανιός, τον τόπο μαρτυρίου, στα Αγιάσματα για ένα μπάνιο το καλοκαίρι, και τώρα όσο προλαβαίνουμε πεζοπορία στο φαράγγι των Καμπιών, και επιτέλους θέλω να ανεβώ απέναντι στη Σιδηρούντα γιατί έχω την εντύπωση ότι η θέα από εκεί θα σου κόβει την ανάσα…
Καλημέρα σας!
Φωτογραφίες: Vanda Sofia Santos