Τέσσερις γενιές πίθοι

0

Το χειρότερο μου ήταν εδευτό, το άμε να γεμώσεις λάδι και για’δε να τον εσκεπάσεις καλά τον πίθο, σάμπου τον ευρήκες και μη ρίξεις σταγόνα λάδι κάτω είναι αμαρτία. Δυο μεγάλα μπουκάλια, που παλιά είχανε μέσα ούζο του Τσαμπαρλή, το έπινε ο κύρης στα ξεμπάρκα του και πάντα τους παίνευε ευτούς τους μερακλήδες ποτοποιούς που ήτανε συμμαθηταί του και τους τιμούσε διπλά, ένα μπρίκι, ένα χωνί και δώστου για την είσοδο του σπιτιού, εκειδά κατάδρομα στη λεωφόρο σε αποθηκάκι μυστικό που έκρυβε δυο πιθάρια, το ένα προίκα του πατέρα και το άλλο της αδερφής του. Ήταν τα πρώτα πράμματα που κάνανε ποδαρικό στα σπίτια, πριν καν μπουν τα κρεβάτια, οι καρέκλες, ο παλιός καθρέφτης με το σκάλισμα, της γιαγιάς, έμπαινε ο τόπος για το λάδι.

Ήβγαζα πρώτα το καπάκι, ένα στρογγυλό ταψί του φούρνου, μετά την κουρελού που εσφήνωνε το καπάκι, και μετά το καθαρό πεσκίρι, ακουμπούσα το μπουκάλι στο χοντρό στόμιο του πιθαριού, σήκωνα μανίκι και βουτούσα το μπρίκι στα βαθιά. Μια μυρωδιά λαδιού σκέπαζε τα καυσαέρια που μπαίναν από την πόρτα κι ένα χρώμα πράσινο, όμορφο, φωτεινό γέμιζε τα μπουκάλια, λαδάκι του χωριού, δικό μας, που σαν κι αυτό άλλο δεν υπήρχε.

Έξι πίθους είχενε η γιαγιά σαν εκατεβήκανε από την Κυδιάντα εκεί γύρω στο ’38 κι αυτοί είχανε την τιμητική τους γιατί τους καλοθέκανε στο κατώι, τους στεριώσανε στη γη, μετά εβάλανε πόρτες και χτίσανε το υπόλοιπο σπίτι. Από 150 οκάδες λάδι εχωρούσανε οι δυό μεγάλοι και στους άλλους, τους πιο μικρούς, εφυλάγανε μέσα τους ελιές για το χειμώνα. Προίκα κι αυτοί στη γιαγιά από τον πατέρα της, στο χέρι καμωμένοι, αφού στ’ Αρμόλια από το ’55 αρχινήσανε να τους κάμνουνε στον τροχό, ψημένοι στα καμίνια, αλειφωτοί από μέσα να κρατούν το λάδι.

Τα χρόνια περάσανε, εγυρίσαμε στο χωριό κι αφού τα σπίτια στο άστυ αδειάσαν εφύγανε κι οι πίθοι, ο ένας συνέχισε το ταξίδι του στην πόλη κι ο άλλος επέστρεψε πίσω, μπήκε κάτω από την στροφή μιας σκάλας, εκλείστηκε ξανά σε αποθηκάκι, με καπάκι το ίδιο ταψί, άλλη κουρελού και πεσκίρι. Ο πατέρας έφυγε για ταξίδι χωρίς επιστροφή, δεν έμεινε να χαρεί, να δει τα δέντρα που φέτος βουλούνε κι άμα βρέξει και ποτιστούνε και φουσκώσουνε οι ελιές η παραγωγή θα φτάσει και για του χρόνου. Η ευθύνη άλλαξε χέρια, τι να κάνω με τον πίθο καλέ θεία, αρώτησες, καθάρισε τονε, βάλε κουτάλα να πάρεις ευτά που έχουν απομείνει στον πάτο, βρέξε πανιά με χλιαρό νερό και καθάρισε τον, μη ρίξεις νερό μέσα. Επλυθήκανε τα τσόλια, τα τσουβάλια, τα δοχεία τα πλαστικά, τα τσουγκρανάκια και τα πριόνια επήγανε για τρόχισμα. Εβγήκε ο πίθος στην αυλή, πέντε ώρες καθαριζότανε μέσα κι όξω, να φύγει ο ασβέστης, να φανεί το σιρίτι του το μερακλίδικο, να μπει πάλι στη θέση του, ν’ ακουμπήσει με ασφάλεια στη γη.

Μπα, μη βάλεις μέσα λάδι, είπενε η φιλονάδα που ξέρει από τέτοια, μολυβδούχα γυαλώματα εκάμνανε εκείνα τα χρόνια, είναι ακατάλληλα, πάρε πιο καλά γυαλί που είναι το καλύτερο για το λάδι, πιο σιγά, της είπα, μίλα, θα μας ακούσουνε τεσσάρων γενιών πίθοι και αλίμονο μας…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο