20160909
Ανηφόρισα με το μηχανάκι την κατάφυτη λαγκαδιά από τα Αγιάσματα προς τον Κέραμο· δυο στροφές κάτω από το χωριό σταμάτησα. Μπροστά μου είναι ένα μποστάνι με όλα τα καλά της εποχής, από πάνω κρέμεται ο Κέραμος. Ξεχώρισα τη μεγάλη πέτρινη εκκλησία, προσπάθησα να διακρίνω ανθρώπους· μόνο μια γυναίκα άπλωνε ρούχα στη βεράντα. Συνέχισα, λίγο πιο πάνω σταμάτησα σε μια τρύπα κάτω από τα πεύκα, ίσως είναι είσοδος των παλιών ορυχείων αντιμονίου. Παραπέρα είναι το ερειπωμένο διοικητήριο των ορυχείων και δίπλα στο κοιμητήριο του χωριού το μνημείο των νεκρών εργατών. Μπήκα στο ερείπιο, σπασμένα πατώματα, πεσμένη η οροφή, σωροί από κεραμίδια. Σε ένα κεραμίδι διάβασα: ΚΕΡΑΜΕΙΑ ΧΙΟΥ και από κάτω: ΕΛΕΦΑΣ· τέσσερις μικροί ανάγλυφοι ελέφαντες ορίζουν τον χώρο των γραμμάτων.
Μπήκα στο χωριό από το παλιό δημοτικό σχολείο, φροντισμένος ο χώρος από τις δωρεές και τους συλλόγους του χωριού. Από κάτω έρημη και ασυντήρητη η παιδική χαρά, όπως τόσες και τόσες ανά τη χώρα. Οι παρατημένες παιδικές χαρές είναι από τα πιο σύγχρονα μνημεία που αφήνει ο πολιτισμός μας. Άδειασε η ύπαιθρος και πολλά από αυτά που έγιναν φουριόζικα τις προηγούμενες δεκαετίες πέρασαν σε αχρηστία είτε γιατί έμειναν ασυντήρητα ή γιατί τα ξεπέρασε η εποχή. Ησυχία στο χωριό, δεν συνάντησα άνθρωπο, παρόλο που μπορούσα να διακρίνω ίχνη ανθρώπινης παρουσίας· δεκάδες φροντισμένες γλάστρες και μια κληματαριά γεμάτη σταφύλια στολίζουν τα σκαλάκια έξω από ένα σπίτι. Τέλος εποχής και όσοι ήρθαν για διακοπές επέστρεψαν στη βάση τους, πιθανόν αύριο Σάββατο να έρθουν κάποιοι από τη Χώρα.
Σε δύο σημεία υπάρχουν σκουριασμένα μεταλλικά μηχανήματα, στην αρχή νόμιζα ότι ήταν απομεινάρια από τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας αντιμονίου αλλά από την μορφή τους κατάλαβα ότι πρόκειται για παλιά ελαιοτριβεία. Από το παράθυρο ενός στάβλου προβάλει ένας γάιδαρος, απ’έξω σαμάρια, σχοινιά, τελάρα, όλα τα σύνεργα της δουλειάς. Ανηφορίζω προς την εκκλησία, ανακατωμένα ερείπια, με κατοικημένα σπίτια, μικρές βεράντες με στηθαία από τούβλο, κάτι που συνηθίζεται στη βόρεια Χίο. Η εκκλησία, ο άγιος Παντελεήμονας, φροντισμένη και τεράστια για τις διαστάσεις του χωριού. Προσπαθώ να φανταστώ τη ζωή, τα καταστήματα, τους ανθρώπους όπως τα περιγράφει ο Δ.Τσιαδής στο βιβλίο του «Εκείνα τα χρόνια θυμούμαι…». Προφανώς δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα ορατό από όσα με παραστατικότητα περιγράφει, όμως κάθε τόπος έτσι κι αλλιώς εμπεριέχει όλο το παρελθόν, όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από αυτόν· το παρόν κάθε φορά σαν φλοίδα κάθεται πάνω σε αυτό που ήδη υπάρχει.
Στάθηκα λίγο να αφουγκραστώ την ησυχία και με το τελευταίο απογευματινό φως έφυγα για το νότο.