γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Ας πάμε πέραν του Ατλαντικού στο σημερινό μας σημείωμα. Όχι μόνο γιατί οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ προσφέρουν θέαμα και γιατί το αποτέλεσμά τους έχει επιπτώσεις άμεσες ή έμμεσες σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά και γιατί ειδικά οι φετινές εκλογές του Νοεμβρίου δίνουν τροφή για αρκετές σκέψεις.
Από τη μια πλευρά λοιπόν, αυτό που έχει σοκάρει το παγκόσμιο χωριό είναι η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ. Ο οποίος από σχεδόν γραφικός αν και πάμπλουτος, κατάφερε να πάρει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και να συνεχίζει στην τελική ευθεία. Εκπέμποντας ένα λόγο ρατσιστικό, ακραία αντιδραστικό, ξενοφοβικό, επιθετικά σεξιστικό. Μιλώντας για τείχη που θα κλείσουν τα σύνορα, απαγόρευση εισόδου στη χώρα, αδυσώπητο κυνήγι στους μετανάστες. Πριν από κάποια χρόνια παρόμοιος λόγος θα ήταν όχι απλά περιθωριακός αλλά κι εξοβελιστέος από το πολιτικό προσκήνιο. Με άλλα λόγια το ίδιο το πολιτικό σύστημα θα τον θεωρούσε απαράδεκτο. Κι όμως σήμερα ο λόγος του Τραμπ έχει γίνει μέρος της ατζέντας. Αλλά ας μην παραξενευόμαστε. Ας δούμε για παράδειγμα ότι και στην Ευρώπη ο αντιδραστικός λόγος της Άκρας Δεξιάς έχει γίνει μέρος της ατζέντας, δεν σοκάρει τόσο πολύ. Κι επίσης, για πολλούς από το ακροατήριο του Τραμπ, αυτός ο λόγος μοιάζει να είναι αντισυστημικός. Διαταράσσοντας τις ισορροπίες της πολιτικής ορθότητας μοιάζει να στρέφεται ενάντια στο κατεστημένο.
Αυτό το κατεστημένο το εκπροσωπεί πλήρως η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος. Στο στενό σκληρό πυρήνα της εξουσίας από το 1992, η Χίλαρυ Κλίντον. Είτε ως Πρώτη Κυρία, είτε ως Γερουσιαστής, είτε ως Υποψήφια για το χρίσμα των Δημοκρατικών, είτε ως Υπουργός Εξωτερικών. Με τις μεγάλες εταιρείες να έχουν στρατευθεί και να χρηματοδοτούν την καμπάνια της και το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσιγκτον να την αντιμετωπίζει ως τη μελλοντική Πρόεδρο. Η Κλίντον με την αμφιλεγόμενη κατάσταση της υγείας της, που συγκεντρώνει προτιμήσεις, ενώ δεν εμπνέει καμιά εμπιστοσύνη ακριβώς λόγω της απέχθειας μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης στον αντίπαλό της. Η Κλίντον μ’ εκείνο το «πιο προκάτ δεν γίνεται», έκπληκτο δήθεν χαμόγελο με γουρλωμένα μάτια. Όπως δείχνουν οι μέχρι στιγμής έρευνες αν επικρατήσει τελικά θα είναι απλώς και μόνο χάρη στη λογική του μικρότερου κακού.
Ίσως το μόνο πραγματικά διαφορετικό, κι ελπιδοφόρο, αυτών των εκλογών ήταν η πορεία κι η καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος. Ας μη νομιστεί ότι ο Γερουσιαστής από το Βερμόντ έλεγε κάτι τρομερά ριζοσπαστικό. Για φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, κάποια μέτρα αναδιανομής, αυξήσεις στο κατώτατο ωρομίσθιο, για μέτρα κοινωνικής προστασίας μίλαγε ο άνθρωπος. Πράγματα που το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρούσβελτ και του New Deal για παράδειγμα τα είχε σημαία του. Ωστόσο με αυτό το περιεχόμενο η καμπάνια του Σάντερς πέτυχε να συνεγείρει κόσμο των ποικίλων κινημάτων, της οικολογίας των συνδικάτων. Μόνο που αυτά τα 13.206.428 Αμερικανών που τον ψήφισαν μοιάζουν σα να έχουν εξαερωθεί μέσα στις εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό. Και πολλοί από αυτούς, όπως δείχνουν έρευνες, είναι πιθανό να μην πάνε καν να ψηφίσουν το Νοέμβριο.
Θα κλείσουμε με δυο παρατηρήσεις: Πρώτον, η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές των ΗΠΑ είναι εξαιρετικά χαμηλή. Όπως χαμηλή είναι κι η εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους. Υπολογίζεται ότι το 60% όσων έχουν θεωρητικά δικαίωμα ψήφου, δεν ψηφίζει. Κι αυτός ο κόσμος που πολιτικά δεν εκπροσωπείται, είναι ο κόσμος της φτώχιας, της περιθωριοποίησης, θύμα διακρίσεων και βάναυσης αστυνομικής βίας. Ο κόσμος που ζει με τα ελάχιστα επιδόματα σε συνθήκες συχνά άθλιες. Ο κόσμος που βρίσκεται κρυμμένος πίσω από το αστραφτερό προσωπείο της υπερδύναμης.
Κι ακόμα από το 1988 μέχρι σήμερα, κι ακόμα μακρύτερα αν επιβεβαιωθεί το προβάδισμα της Κλίντον, με την εξαίρεση των 2 τετραετιών του Μπάρακ Ομπάμα, στις ΗΠΑ έχουν κυβερνήσει δυο οικογένειες: οι Μπους και οι Κλίντον. Είπατε τίποτα για δυναστείες;