H ζωή ενός κυρ-Παντελή

0

Γεννήθηκε σε δεκατίες πίζουλες. Αυτή είναι η  αλήθεια!

Χαϊδεμένος! Παιδί πρώτο σε μια μητριαρχική οικογένεια! Με άντρες ναυτικούς.

Με γυναίκες, αφέντρες, που τάιζαν, πότιζαν, έκρυβαν αριστερούς στο σπίτι και κανέναν δε ρώταγαν, γυναίκες που δεκατούσαν κρυφά τον εθνοσωτήρα γιατί δεν ήταν πρέπον να βλέπουν τα παιδιά!

Μεγάλωσε σαν αγόρι της εποχής! Τα χατήρια, σχεδόν, όλα!

Στην πρωτεύουσα  καλός μαθητής, διάβαζε φυλλάδες που  δεν τις έκρυβε από τον περιπτερά, άκουσε το ‘’Εδώ Πολυτεχνείο’’ από το ράδιο, ήταν μικρός… άκουγε κι έλεγε σσσσ!

Σπούδασε! Δεν μπήκε σε κανένα κόμμα απ’ αυτά που είναι κοντά στη γραμματεία, δρούσε πολιτιστικά,  δεν ανήκε πουθενά, μόνο στα κορίτσια που σχετιζόταν μαζί τους… Κι ήταν καλός, τα έδινε όλα…

Τα χρόνια πέρασαν, η γρίνα άρχισε, να κάνεις οικογένεια, τι περιμένεις;

Έτσι κι έγινε… Δουλειά βρέθηκε στον ιδιωτικό τομέα, τότε που τα χρόνια ήταν καλά!

Μαζί με τη νύφη ήρθαν και τα παιδιά, σαν πατέρας παρών, στοργικός και χουβαρντάς! Όμως οι δρόμοι καρδιάς και ψυχής που έδειξε στα παιδιά του ήταν στενοί κι αδιέξοδοι, τους έλειπε η φαντασία! Δεν μπορούσε να δείξει τα ανθρώπινα: πώς να αγαπάς απλά και όμορφα, πώς να προσφέρεις και να βοηθάς τον αδύναμο, πώς να κάνεις φίλους χωρίς συμφέρον, πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι.

Η γρίνα άλλαξε πρόσωπο όταν άλλαξαν τα πάντα. Έπιασε η κρίση!

Γιατί όλοι μαζί τα φάγαμε: «που οι δημόσιοι τεμπελιάζουν, που οι έμποροι κλέβουν, και φέρε απόδειξη ρε ή αφαίρεσε μου το Φπα, έχω έξοδα, δε φτάνουν τα λεφτά!»

Κι έτσι απλά ξεκινά και τελειώνει η ζωή ενός κυρ-Παντελή που μισεί τ  ’αντεροσύκωτα του και δεν μπορεί να βρει την ηρεμία του… Που του φταίνε όλοι και όλα, που προστατεύει το καβούκι του, που δεν έχει βγει σε δρόμο να διαμαρτυρηθεί, δεν έχει αγωνιστεί για τον συνάδελφο του που έκανε βουτιά στο κενό όταν τον απέλυσαν, δεν στάθηκε μπροστά στα ΜΑΤ όταν του άλλου του ‘παιρνε το σπίτι η τράπεζα!

Δεν θυμάται τίποτα σαν πήγαινε να δει τη γιαγιά του για να του βάλει στην τσέπη ένα κατοστάρικο, δεν άκουσε ποτέ τις ιστορίες της γιατί δεν ρώτησε, δεν έμαθε πως τα κατάφερνε η αμόρφωτη γιαγιά να ταΐζει τους κρυμμένους αντάρτες στο βουνό χωρίς να την πιάσουν. Δεν ένοιωσε ούτε καν αυτό το βλέμμα αγάπης σαν τσίγκρωνε με λαχτάρα τα φρύδια της.

Ευτυχώς το νοιώσαν άλλοι και το διαδίδουν… Αφιλοκερδώς!

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο