Έναν καημό είχε. Που ο Θεός δεν της χάρισε παιδιά. Ο Θεός, ο άντρας της, ένας από τους δυό, δεν έχει πια σημασία. Μόλις το πήραν είδηση πως περνούσε ο καιρός άγονος, πήγανε στην πρωτεύουσα, ψαχτήκανε με γιατρούς και εξετάσεις.
Αζωοσπερμία ήταν το πόρισμα και τους έκοψαν κάθε ελπίδα. Το φούρκισμα που πήρε εκείνη τη μέρα ακόμα το θυμάται, εβουβάθηκε μα προσπάθησε να μην του το δείξει, τα κατάφερε και του είπε λόγια παρηγοριάς, να μη σκα, πως μια χαρά θα περάσουνε οι δυο τους, πως έχουνε και τ’ ανίψια τους, πως θα πηγαίνει μαζί του στα μπάρκα, θα ‘χουνε και παρέες κι ότι όποιος δεν έχει παιδιά δεν έχει στο κεφάλι του έγνοιες!
Τα χρόνια κυλήσανε καλά, μόνο που σαν έβλεπε μωρά παιδιά η Μαρία, μια καπλαντοβελόνα της εμπηγότανε στην καρδιά.
Ώσπου μια μέρα, σαν είχε φτάσει στα 65 εκείνη και στα 70 ο άντρας της, εφέρανε στο διπλανό σπίτι κάτι πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, ένα ζευγάρι με παιδιά τέσσερα. Σαν τα είδε η κυρά-Μαρία πήρε στο λεφτό μια χούφτα σοκολατάκια, που ‘χενε χωσμένα στο σερβάν για να μην τα τρω ο άντρας της και βγήκε μάνι-μάνι όξω, πήγε κοντά στα παιδάκια που παίζανε στη διπλανή αυλή, τα αγκάλιασε και τα φίλεψε. Από κείνη την ώρα το σπίτι της γέμισε παιδικές φωνές!
Στο χωριό όμως, 200 αθρώποι όλοι κι όλοι κι ευτοί γέροι, εκάμανε μια συνέλευση οι συφοριασμένοι κι εμαζέψανε υπογραφές, εμείς ευτούς εδώ, τους αλλόθρησκους, δεν τους θέμενε, εγράψανε στο χαρτί.
Ετρόμαξανε η κυρά Μαρία κι ο καπτά Δημητρός σαν εδιαβάσανε εκείνο το χαρτί, μα πώς εγίνανε έτσι δα οι αθρώποι, τι τους πειράξανε τα παιδιά και οι πρόσφυγες, σκεφτόντανε και τα λέγανε αναμεταξύ τως και κάθε νύχτα που πέφτανε να κοιμηθούνε, βαριανασαίνανε, στριφογυρνούσανε κι ο ύπνος δεν ερχότανε.
Γυναίκα, θαρρώ πως έχω μια ιδέα καλή, της είπε άξαφνα ένα βράδυ ο Δημητρός και σαν εξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, επήρε μαζί του τον Μουσταφά στο μπαξέ, κατόπιν στο καφενείο κι εχαρήκανε όλοι εκεί, άμαν είδανε πως επιτέλους ο ξεροκέφαλος καπετάνιος ήβρε το δάσκαλο του στο τάβλι. Το μεσημέρι, μόλις η Χανίν ετηγάνησε τα φαλάφελ και τα στόλισε μερακλίδικα με φρεσκοκομμένη σαλάτα πάνω στις πίτες τις αραβικές, η κυρά Μαρία φουριόζα επήρε την πιατέλα κι άρχισε να πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα να κερνά τις γειτόνισσες.
Τη συνταγή πε της να μας δώκει, της εφωνάζανε αυτές από μέσα. Τα φαλάφελ εκάμανε το θαύμα τους.
Tώρα, τα παιδιά μάθανε και τους φωνάζουνε πάππου και γιαγιά. Τώρα η κυρά Μαρία, άμα η μικρή Φατιμά κι ο Αχμέτ κουρνιάζουνε στην αγκαλιά της κι ακούνε τα παραμύθια της, δεν έχει πια καημό.
ΥΓ. Κείμενο γραμμένο για το εργαστήριο Λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, με δάσκαλο τον Γιάννη Μακριδάκη.