Ονειρόσουπα

0

Ένα σχεδόν πραγματικό παραμύθι μιας παραμονής Πρωτοχρονιάς

Ένα παγωμένο πρωινό τρεις πλανόδιοι μουσικοί, ο Γ, ο Μ και η Κ, έφτασαν σε ένα μικρό χωριό. Ο Γ κουβαλάει το κόκκινο ακορντεόν του, η Κ το πράσινο γιουκαλίλι της, ο Μ το ασημένιο του φλάουτο και έναν μεγάλο τσόχινο σάκο. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς και δεν έχουν πού να μείνουν. Χτυπάνε τις πόρτες των σπιτιών, ζητώντας ένα πιάτο φαγητό, μια ζεστή γωνιά να ξαποστάσουν, αλλά κανείς δεν τους ανοίγει. Οι τρεις φίλοι όμως δεν το βάζουν όμως κάτω.

– Αν οι κάτοικοι του χωριού αυτού δεν μπορούν να μας φιλοξενήσουν για λίγο δεν πειράζει! είπε δυνατά ο Μ. Εμείς ξέρουμε τι να κάνουμε! Έτσι δεν είναι; συνέχισε κλείνοντας το μάτι στους συνταξιδιώτες του.
– Μα, ναι, σωστά! απάντησαν και οι δύο με μια φωνή.

Και κατευθύνθηκαν στην πλατεία του χωριού. Βρήκαν ένα απάνεμο μέρος μπροστά από τον κορμό ενός πλάτανου. Τότε ο Μ έβγαλε από τον σάκο του ένα τσουκάλι! Ο Γ το πήρε και το γέμισε νερό από την πηγή ενώ η Κ συγκέντρωνε ξερά κλαδάκια και φύλλα και έφτιαξε ένα μικρό λοφάκι. Την ίδια ώρα ο Μ άρχισε να παίζει μια γλυκιά μελωδία με το φλάουτο του κάνοντας το γύρο της πλατείας.

Μια ωραία φωτιά είχε ανάψει κάτω από το τσουκάλι και τώρα και οι τρεις μουσικοί άρχισαν να παίζουν όλοι μαζί μια πόλκα, κάνοντας τρεις φορές έναν κύκλο γύρω από το τσουκάλι. Έπειτα κάθισαν γύρω από τη φωτιά, έβγαλαν μια κουτάλα και δοκίμασαν!

– Είναι πολύ γευστική η σούπα μας! είπε η Κ.
– Όπως πάντα! απάντησε ο Μ.
– Τι κρίμα που δεν έχουμε κανένα να τη μοιραστούμε! συμπλήρωσε ο Γ.

Τότε δύο παιδιά βγήκαν από ένα σπίτι κρατώντας ένα καλάθι καρότα. Μια γριά γυναίκα έφερε ένα σακουλάκι ρύζι.

– Καλώς ήρθατε! είπε ο Γ. Ελάτε, καθίστε μαζί μας! Φτιάχνουμε ονειρόσουπα!
– Ονειρόσουπα; είπαν με απορία.
– Ναι! Ναι! απάντησαν οι τρεις επισκέπτες με μια φωνή και άρχισαν να τραγουδούν:

Η ονειρόσουπα είναι σούπα γευστική

θέλει ωραίες ιστορίες, όνειρα και μουσική!

– Θα ξεκινήσω με τη δική μου ιστορία, είπε ο Γ.

Όπως ξέρετε η φετινή χρονιά είχε πολλές απρόσμενες ανατροπές κι άσχημες εξελίξεις. Ο πόλεμος στην Συρία εξακολουθεί να μαίνεται, ενώ την ίδια ώρα η Ευρώπη κλονίζεται επικίνδυνα έχοντας πάρει φάλτσα πορεία, με την τρομοκρατία να αυξάνεται και την ακροδεξιά να εδραιώνεται…

– Ονειρόσουπα είπαμε ότι φτιάχνουμε! τον διέκοψε η Κ.
– Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε ο Γ, μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή περίοδο, υπήρξαν κάποιες στιγμές φωτεινές κι ενίοτε ελπιδοφόρες.

Η δικιά μου όμορφη στιγμή ήταν ένα μεγάλο road-trip στα Δυτικά Βαλκάνια. Η ομορφιά αυτού του ταξιδιού δε στηρίχτηκε μόνο στα μαγευτικά τοπία και στις πανέμορφες πόλεις που συναντήσαμε, ούτε στους εποικοδομητικούς διαλόγους που κάναμε με ανθρώπους που έζησαν τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας.

Η ομορφιά αυτού του ταξιδιού πηγάζει από τη στιγμή που έπεσε ως ιδέα, πάνω σε ένα μαρμάρινο τραπεζάκι γεμάτο μεζέδες και ποτηράκια γεμάτα ρακί. Η ομορφιά ξεκίνησε από εκείνη τη χειμωνιάτικη βραδιά, όπου σε ένα αγαπημένο στέκι, αποφάσισα μαζί με δύο επιστήθιους φίλους να τολμήσουμε αυτό το εγχείρημα.

Για μήνες σχεδιάζαμε τη διαδρομή. Μέσα από εύθυμους διαλόγους επιλέξαμε πόλεις, στάσεις και διανυκτερεύσεις. Πάνω από έναν χάρτη αναζητούσε ο καθένας μας, την δικιά του ουτοπία, βασισμένοι πάνω στο δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ «Η Ψυχή του Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό», όπου είχε γράψει ότι «Ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιέχει την Ουτοπία δεν αξίζει να τον κοιτάξεις καν…».

Ολοκληρώνοντας αυτό το ταξίδι διαπιστώσαμε πως δεν χρειάζεται τελικά να αναζητούμε την ουτοπία σε άλλες πόλεις κι άλλες χώρες αλλά μέσα μας…

Ο Γ κοίταξε γύρω του. Παρέες νεαρών είχαν μαζευτεί και τον άκουγαν. Μια κοπέλα είχε φέρει καθαρισμένες πατάτες να βάλουν στη σούπα! Μια άλλη είχε φέρει κρεμύδια! Ένας άντρας έφερε λάδι κι ένας άλλος, αλάτι.

Ανακάτεψαν τα υλικά και δοκίμασαν! Η ονειρόσουπα ήταν ακόμα πιο νόστιμη, ανακοίνωσαν.

Τότε η Κ πήρε το λόγο:

– Εγώ θα σας πω για δύο παιδιά που συνάντησα. Το πρώτο, τον μικρό Λευτέρη, βόρεια σε ένα μικρό χωριό, στις Πρέσπες, τους Ψαράδες, όπου κότες και κοκόρια κυκλοφορούν ελεύθερα δίπλα από τη λίμνη, σκυλιά και γάτες είναι καλοθρεμμένα και οι αγελάδες κάνουν παρέλαση στους δρόμους, τα δρομάκια και την πλατεία.

Κοιτάζαμε με το μικρό αγόρι τις αγελάδες να περνάνε δίπλα από το καφενείο του μπαμπά του και μου λέει με περηφάνια «Ξέρεις, κι εγώ, όποτε θέλω, μπορώ και γίνομαι ταύρος!» «Κι εγώ ξέρω μια ιστορία με έναν μικρό ταύρο που δεν του άρεσαν οι ταυρομαχίες και προτιμούσε να μυρίζει τα λουλούδια στο λιβάδι. Να σου την πω;» ρώτησα. «Πες την!» μου απάντησε.

«Τον έλεγαν Φερδινάντο!» «Ωραίοοοο!!!!…» απάντησε με μεγάλο θαυμασμό το παιδί. Αυτή η χαρά στα μάτια, αυτός ο ενθουσιασμός για το όνομα που ήχησε εντυπωσιακά στα αυτιά του αγοριού έκανε τη στιγμή μαγική. Θα μου μείνει αξέχαστη!

«Το άλλο αγόρι ήταν στο Αμάρι της Κρήτης, στο Ρέθυμνο» συνέχισε η Κ. «Εκεί έχει τον πιο έναστρο ουρανό που είδα ποτέ μου! Καθόμασταν κάτω από τον ουράνιο θόλο κι εγώ έλεγα παραμύθια, όταν το μικρό παιδί μου λέει: «Δεν άκουσα τίποτα από αυτά που είπες!» . «Μήπως να φυσήξω στα αυτάκια σου τη μαγική πνοή;” ρώτησα κι εκείνο με ένα νεύμα του κεφαλιού δέχτηκε. Φύσηξα το ένα αυτάκι. «Ακούς τώρα;» «Nαι!». Φύσηξα και το άλλο αυτάκι. «Κι από δω, ακούς τώρα;» «Ναι, και από δω!».

Εγώ αυτές τις δύο ιστορίες, είχα να σας πω. Συνέβησαν και οι δύο τη χρονιά που πέρασε κι εύχομαι η μαγεία και η τρυφερότητα τους να μας αγκαλιάζουν όλους!

Ήταν η σειρά του Μ. Εκείνος πήρε το φλάουτο του, έπαιξε τη μελωδία που είχε παίξει στην αρχή κάνοντας τον κύκλο της πλατείας, κοιτάζοντας τη φωτιά και σαν να μιλούσε σε αυτή και μόνο, είπε:

– Eγώ θα ήθελα να γράψω ένα γράμμα και να το στείλω σε όλον τον κόσμο. Να τι θα έγραφα:

«Εσύ, το Σύμπαν.

Αν διαβάζεις αυτές τις γραμμές, πρέπει να γνωρίζεις ότι βαση κάθε μαθηματικού υπολογισμού και αναλογιζομένων των στατιστικών πιθανοτήτων, είσαι ένα θαύμα. Το ότι υπάρχεις, αναπνέεις και μπορείς να διαβάζεις αυτό εδώ το κείμενο, αποτελεί θαύμα, πραγματικό, το οποίο έχεις δεδομένο και δεν το εκτιμάς.

Αν ακόμη δε σε πείθω για τη σπουδαιότητα σου, σκέψου κι αυτό:

Είσαι τα Πάντα. Αντιλαμβάνεσαι όλη την απεραντοσύνη το σύμπαντος με το μυαλό σου, με τα ματιά σου που διαβάζουν αυτές τις γραμμές, με όλα τα αισθητήρια σου όργανα που αλληλοεπιδρούν με το απέραντο κοσμικό Είναι.

Χωρίς εσένα τίποτα δε θα είχε σημασία.

Eίσαι το Σύμπαν και το κέντρο του απείρου.

Ο χρόνος είναι δημιούργημα ανθρώπινο. Τίποτα δεν τελειώνει ούτε αρχίζει με την πρωτοχρονιά.

Εύκολα ή δύσκολα, τα χρόνια που πέρασαν και που έρχονται, εσύ θα συνεχίσεις να είσαι ένα θαύμα.

Νιώσε και συμπεριφέρσου σαν ένα θαύμα.

Καλή συνέχεια!«

Kόσμος πολύς είχε μαζευτεί τώρα. Τα πρόσωπα όλων ήταν γαληνεμένα. Μια σπίθα ευδαιμονίας φώτιζε τα μάτια, μια γλυκύτητα ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα. Σιγή!

– Ώρα να δοκιμάσουμε τη σούπα μας! αναφώνησε η Κ.

Μια γυναίκα έφερε πιάτα για όλους, ένας παππούς κουβάλησε μια νταμιτζάνα κρασί, ο φούρναρης έβγαλε ζεστό ψωμί από τη θράκα. Οι τρεις μουσικοί ξεκίνησαν να παίζουν κεφάτες μελωδίες.

Έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν, κι άρχισαν να μοιράζονται κι άλλες ιστορίες! Όλοι είχαν μια ονειρο-ιστορία να πουν! Το γλέντι κράτησε ως το σούρουπο. Τότε, οι τρεις επισκέπτες ανακοίνωσαν πως είναι ώρα να φύγουν. Είχαν χορτάσει και είχαν ξεκουραστεί. Μάταια προσπάθησαν οι κάτοικοι του χωριού να τους μεταπείσουν να μείνουν.

– Πρέπει να συνεχίσουμε, εμείς το ταξίδι μας κι εσείς τις ιστορίες σας! Να τις ζείτε και να τις μοιραζόσαστε! Έτσι θα φτιάχνετε τις πιο ωραίες ονειρόσουπες! είπαν χαμογελώντας και τους αποχαιρέτησαν!

Εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς κάτι άλλαξε στις καρδιές και στις ζωές των κατοίκων του μικρού αυτού χωριού. Ένιωθαν μονιασμένοι μεταξύ τους και με όλα τα πλάσματα γύρω τους! Ένιωθαν λουσμένοι από αγάπη και φως! Από τότε κάθε φορά που συναντιούνται, κάθε φορά το βλέμμα τους συναντά το βλέμμα του άλλου, εύχονται από τα βάθη της καρδιάς τους «Καλή χρονιά, συνάνθρωπε! Καλή χρονιά, Σύμπαν!»

Οι τρεις συνταξιδιώτες της ιστορίας μας είναι οι: Μιχάλης Καλούπης, Καλλιόπη Λιαδή και Γιώργος Χατζελένης.

Βήμα του Πολιτισμού και της Πολιτικής, της Οικολογίας και της Δημιουργίας

Άφησε σχόλιο