γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
«Σπάνια χιονίζει στα νησιά». Τα έχει πει ο καλός συγγραφέας Δημήτρης Μίγγας. Ο πρώτος χιονιάς που θυμάμαι στην εφηβεία μου στη Χίο, πρέπει να ήταν το 1983, δεν θυμάμαι μήνα. Κι επειδή τότε δεν υπήρχαν μετεωρολογικές ειδοποιήσεις, διαδίκτυα και τα σχετικά, απλά ξυπνήσαμε ένα πρωί και τα είδαμε όλα λευκά. Σχολείο πήγαμε… Κι όταν μαζευτήκαμε στη χιονισμένη αυλή, η Λυκειάρχης (μακαρίτισσα τώρα πια, ας είναι μαζί μας η μνήμη της) μας έδιωξε με συνοπτικές διαδικασίες. Τι να πω; Η στενοχώρια μας που θα χάναμε το σχολείο απερίγραπτη. Απαρηγόρητοι περάσαμε την Απλωταριά. Σιγά μη γυρίζαμε σπίτι. Στο Δημοτικό Κήπο καταλήξαμε, μεγάλη παρέα να παίζουμε ανελέητο χιονοπόλεμο. Παρθένο χιόνι. Ειρηνικά παιχνίδια όπως πλάσιμο χιονανθρώπου δεν υπήρχαν.
Μετά, άγνωστο πως, καταλήξαμε στο φιλόξενο και ζεστό σπίτι του φίλου Ν. Βολικό για όλους, στο κέντρο της πόλης. Μεγάλη αγοροκοριτσοπαρέα. Παίζανε και κάτι φλερτάκια της εποχής, τι καλύτερο; Απροειδοποίητα πήγαμε, που κινητά και ειδοποιήσεις εκείνη την εποχή; Η μάνα του φίλου μας, έφτιαξε ζεστά ροφήματα και τρίγωνα τοστάκια. Παίζει να ήταν το καλύτερο τοστ που έχω φάει στη ζωή μου, με τα βουτυράκια του, με τα όλα του. Μετά έφαγα και μια, όλα κι όλα, περιποιημένη κι ευγενικά σερβιρισμένη χυλόπιτα, κι ήρθα στα ίσια μου.
Αλλά το χιόνι στην πόλη πρέπει να το κράτησε μέχρι το βράδι. Και το πάγωσε βέβαια. Κι είχε μπει ο διάολος μέσα μας. Τι; Να κάτσουμε κλεισμένοι στα σπίτια; Ασφυξία. Δεν ήθελε και πολύ. Κι έτσι το ίδιο βράδι, κάναμε τον απαραίτητο, εκείνα τα χρόνια, κωλοπαιδισμό μας. Ανεβήκαμε σε ταράτσα πολυκατοικίας με κατόπτευση σε κεντρική οδό της πόλεως. Μαζέψαμε χιόνια από τα κράσπεδα και φτιάχναμε μπάλες. Καραδοκούσαμε να περάσει κανένας από τους ελάχιστους περαστικούς. Κάτι καθυστερημένοι θαμώνες του παρακείμενου καφενείου. Κάτι κακομοίρηδες φαντάροι που είχαν έξοδο. Σχόλασε και το σινεμά και κάτι ταλαίπωροι βρήκαν το διάολό τους. Ζζζββιιιν έφευγαν οι μπάλες από τα γαντοφορεμένα χέρια μας και έσκαγαν δεξιά κι αριστερά του περαστικού… Πανικός του βληθέντος, χαχαχα τα χαζά χάχανα εμείς από την ταράτσα. Είπαμε, τσογλανιστάν.
Όλους τους φίλους από εκείνη την παλιοπεριπέτεια τους θυμάμαι. Και δόξα τω Θεώ είναι όλοι τους καλά, δεν πρόκειται να τους «δώσω» τώρα, τόσα χρόνια μετά άλλωστε το έγκλημα κι ο τεντιμποϊσμός θα έχουν παραγραφεί. Γίναμε όλοι ευπόληπτοι πολίτες, τρομάρα μας. Και ευτυχώς το μακρινό 1983 δεν υπήρχε τρομονόμος, αλλιώς θα τραβολογιόμασταν σε καμιά αντίστοιχη ΓΑΔΑ της εποχής κι άντε να ξεμπλέξεις.
Τα τοστάκια νοσταλγώ. Και τη χυλόπιτα.