Αν έπρεπε να περιγράψω με δυο λόγια σε κάποιον το Γιάγκο Χαιρέτη και τη μουσική του, απλά θα του έδειχνα μια σκηνή από την ταινία «Ταξιδιάρα Ψυχή», το αφιέρωμα της Αγγ. Αριστομενοπούλου στο Γιάννη Αγγελάκα, όπου παίζει στο λαούτο του συνοδεία ντραμς το τραγούδι «The final countdown». Νομίζω, τον χαρακτηρίζει αρκετά. Γέννημα-θρέμμα Ανωγειανός, δύσκολο να ξεφύγει από τη μουσική παράδοση του τόπου του. Από μικρός έπαιζε -και συνεχίζει να μαθαίνει- διάφορα μουσικά όργανα καταλήγοντας στο λαούτο. Συνεργάζεται με εξαιρετικούς μουσικούς-Ψαραντώνη,Ψαρογιώργη,Αγγελάκα,Βελιώτη κλπ – και διαρκώς πειραματίζεται συνδυάζοντας το παλιό με το καινούργιο, γιατί, όπως λέει κι ο ίδιος, «όταν κάποιος σταματά να εξελίσσεται, χάνεται και το νόημα». Συνέντευξη στην Μαρκέλλα Σπανού.
Το γεγονός ότι μεγάλωσες στα Ανώγεια, ένα χωριό με μεγάλη μουσική παράδοση ήταν καθοριστικό για τη μουσική σου πορεία;
Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Πιστεύω όμως πως επηρεάστηκα. Εκείνη την εποχή η μουσική ήταν παντού παρούσα, τα ερεθίσματα πολύ περισσότερα, παντού παρέες που έπαιζαν, κάθε καλοκαίρι γάμοι και πανηγύρια, ο θρύλος του Ξυλούρη που ήταν πολύ έντονος.
Πότε η σχέση σου με τη μουσική αρχίζει και γίνεται πιο επαγγελματική;
Το 2003, όταν συνεργάστηκα με τον Ψαραντώνη. Συχνά πήγαινα και τον άκουγα εκεί που έπαιζε, κάποια στιγμή κουβεντιάσαμε πολύ, μ’ άκουσε και μου πρότεινε να παίζω μαζί του. Για την ακρίβεια με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «σε δύο ώρες έλα να παίξεις σε συναυλία, στο χωριό». Ο Ψαραντώνης μ’ έβαλε ν’ ασχοληθώ επαγγελματικά. Μέχρι τότε έπαιζα σε κάτι ταβερνάκια στην Αθήνα, αλλά ήταν πιο περιστασιακά τα πράγματα.
Πώς είναι να συνεργάζεσαι με τον Ψαραντώνη;
Είναι ένα πολύ μεγάλο σχολείο. Δεν έχει πολλά λόγια. Όταν κάποια φορά τον ρώτησα λίγο πριν ξεκινήσουμε τη συναυλία τι θα παίζαμε –γιατί πρόβες δεν κάνουμε ποτέ- μου απάντησε «θα γροικάς (:θ’ακούς), θα παίζεις και θα κάνεις τα δικά σου». Αν το κάνεις αυτό, νομίζω πως είναι απλά τα πράγματα. Δηλαδή είσαι συγκεντρωμένος πάνω σ’ αυτό, ακούς τι γίνεται και μετά από ένα σημείο, όταν νιώσεις ότι το έχεις και είσαι μέσα σ’ αυτό, αρχίζεις να βάζεις το προσωπικό σου φίλτρο.
Είσαι αυτοδίδακτος στη μουσική;
Ναι. Ξέρω μουσική εμπειρικά και μάλιστα πριν από λίγα χρόνια ήμουν κάθετος πάνω σ’ αυτό. Τώρα αρχίζω και αλλάζω λίγο άποψη. Κάποια πράγματα μπορείς να τα διαβάσεις και να καταλάβεις τι λένε καλύτερα. Απ’ την άλλη δεν μετανιώνω που δεν πήγα σε κάποιο δάσκαλο, κάτι που ενδεχομένως θ’ απαιτούσε πάρα πολύ χρόνο, αλλά δεν θα το μάθαινα με το δικό μου τρόπο. Η τεχνική είναι κάτι που έρχεται ούτως ή άλλως όταν κάνεις κάτι επανειλημμένα.
Ποιες είναι οι μουσικές επιρροές σου;
Η παραδοσιακή ανωγειανή μουσική, οι διάφορες παρέες στο χωριό κι από την άλλη η ροκ μουσική. Η καλή μουσική είναι παντού, δεν έχει πατρίδα.
Πώς προέκυψε ο πειραματισμός σου με ήχους πέρα από τους παραδοσιακά κρητικούς;
Είναι κάτι που προέκυψε από μέσα μου και είναι κάτι που θεωρώ πως ο κάθε μουσικός πρέπει να κάνει. Η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό. Η ίδια η λέξη «παράδοση» το υποδηλώνει, είναι ένα πάρε κι ένα δώσε. Η παραδοσιακή κρητική μουσική έφτασε μέχρι τη γενιά μου μέσ’ από διάφορα μονοπάτια. Οι παππούδες μας έπαιζαν διαφορετικά απ’ ότι έπαιζαν οι πατεράδες μας. Τώρα εμείς θεωρούμε ότι αυτό που παίζαν οι πατεράδες μας πρέπει να το αφήσουμε σε μια γυάλα και να το κοιτάζουμε. Όταν συμβαίνει αυτό σταματά η παράδοση να εξελίσσεται, γίνεται ένα στεγνό κι ακαδημαϊκό πράγμα. Αν ζούσε ο Μάρκος ο Βαμβακάρης τη «Φραγκοσυριανή» θα την έπαιζε διαφορετικά.
Ο κόσμος στην Κρήτη πώς αντιδρά σ’ αυτόν τον πειραματισμό;
Δεν νομίζω πως πρέπει να έχεις κριτήριο τους άλλους, για να προχωράς ή για να κάνεις οτιδήποτε. Δεν παίζω για όλους, δεν μ’ ενδιαφέρει να παίζω για όλους. Το κριτήριό μου δεν είναι τι θα μπορούσε ν’ αρέσει στους άλλους, αλλά εμένα τι μου βγαίνει. Όσον αφορά τ’ Ανώγεια, όταν έπαιζα στις παρέες, μετά από ένα σημείο μου έλεγαν «κάνε τα δικά σου, ρόκαρε». Όταν λένε αυτό οι φίλοι μου, δεν με νοιάζει αν κάποιοι λένε ότι κάνω κάτι που δεν είναι σωστό, που είναι κόντρα στην παράδοση. Ποια παράδοση; Αφού ποτέ ένα πράγμα δεν μένει το ίδιο. Πάντα υπήρχε μια εξέλιξη στα πράγματα. Κάποιες φορές νομίζουν πως γίνομαι λίγο παραπάνω άγριος απ’ ότι έχουν συνηθίσει, από την άλλη όμως αντιλαμβάνονται το πηγαίο και δεν έχουν θέμα σ’ αυτό.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Αγγελάκα;
Γνωριστήκαμε μέσω του Ψαραντώνη. Ο Γιάννης εδώ και χρόνια έχει βάση την Ανατολική Κρήτη. Κάπου ήρθε να μας ακούσει, πιάσαμε την κουβέντα κι αυτό ήταν. Στη συνέχεια μαζευτήκαμε, μαγειρέψαμε, ήπιαμε, παίξαμε κι απ΄ όλη αυτή τη διαδικασία προέκυψε η συνεργασία και ο δίσκος «Όσο κι αν δέρνει ο άνεμος» Καθένας έβαλε ό,τι είχε, ούτως ή άλλως έτσι δημιουργείται το οτιδήποτε, μέσα από τις παρέες, τη συναναστροφή και την επικοινωνία. Η μουσική δεν είναι μοναχική τέχνη.
Εκτός από ροκ και κρητικά, τι άλλη μουσική ακούς;
Ακούω τζαζ, κλασική μουσική, μπλουζ, παραδοσιακή μουσική από την Ελλάδα και τον κόσμο. Γενικά όποια μουσική έχει λόγο ύπαρξης.
Η έκθεση σε φοβίζει;
Η έκθεση έχει να κάνει με την ώρα που είσαι εκεί πάνω και έρχεσαι αντιμέτωπος με τους αγνώστους που είναι από κάτω. Το να ξεγυμνώνεις την ψυχή σου έχει ένα κόστος. Τελειώνει το λάιβ και είμαι πτώμα στην κούραση. Από την άλλη στο χωριό ο οργανοπαίκτης είναι ο διαμεσολαβητής, αυτός που ξέρει να παίζει, που κάνει τους άλλους να τραγουδούν. Είναι σε μια παρέα που ρέει το κρασί και η ρακί και είναι υποχρεωμένος να ψυχαγωγεί τους άλλους. Αυτό σε κάνει να μην είσαι τόσο ματαιόδοξος, αν και τώρα με ό,τι κυκλοφορεί ο καθένας προβάλει τη ματαιοδοξία του μ’ ένα τρόπο απίστευτο.
Τι σχέση έχεις με την τεχνολογία;
Υπάρχει μια ομάδα στο Facebook, στην οποία γράφω πού παίζω και τι κάνω, αλλά δεν αρκεί. Είναι αναγκαιότητα πλέον σ’ αυτήν την εποχή να χρησιμοποιείς και αυτά τα μέσα. Με προβληματίζει πάρα πολύ το ότι έχουμε ένα σωρό φίλους σε ένα ιδεατό περιβάλλον, βαυκαλιζόμαστε με την εικόνα του εαυτού μας και αντί να βιώνουμε την εμπειρία την καταγράφουμε σε megabyte, δίνοντας απλόχερα τα προσωπικά μας δεδομένα. Ζούμε σε μια εποχή των άκρων σε μεγάλο βαθμό.
Εσύ στην καθημερινότητά σου στο χωριό πώς βιώνεις την κρίση;
Δεν υπάρχει καμία σχέση στο πώς ζούσαμε πριν 10 χρόνια με το πώς ζούμε τώρα. Στα χωριά την κρίση τη βλέπεις κατά πρόσωπο. Στα Ανώγεια είχαμε 3-4 αυτοκτονίες.
Η κρίση σ’ έχει επηρεάσει στον τρόπο που παίζεις μουσική;
Και ναι και όχι. Ο καλλιτέχνης είναι ένας ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων που λαμβάνει από την κοινωνία. Από πάντα προτιμούσα τραγούδια που δεν μιλούσαν για έρωτα, αγάπες, χωρισμούς. Θεωρώ ότι είμαστε σε μια εποχή που το πρόταγμα είναι άλλο, οπότε τα τραγούδια που επιλέγω να πω θέλω να λένε κάτι, να μιλάνε για την ανθρωπιά και τη φύση.
Συμμετέχεις σε πολιτικές εκδηλώσεις, φεστιβάλ κλπ Θεωρείς ότι ένα μουσικός εκμεταλλευόμενος την απήχησή του στον κόσμο πρέπει να εμπλέκεται στην πολιτική με την ιδιότητά του αυτή;
Όχι. Είναι δυο πράγματα εντελώς διαφορετικά. Η μουσική είναι μια παγκόσμια γλώσσα, χωρίς χρώματα και αποχρώσεις. Από την άλλη βέβαια υπάρχει ένα στοιχειώδες πολιτικό αισθητήριο και επιλέγεις να είσαι ή με τη μία πλευρά ή με την άλλη. Δεν θα μπορούσα ποτέ να παίξω για τους φασίστες, αλλά από την άλλη δεν μου αρέσει να βάζουμε ταμπέλες στη μουσική. Είναι άλλο θέμα αν αυτό που παίζω λέει κάτι σε κάποιους ανθρώπους που με καλούν στις εκδηλώσεις τους. Το κρίσιμο είναι να σταθούμε μέσα μας και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι έχοντας πάντα ανοιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά μας σε ό, τι συμβαίνει γύρω μας.
Επόμενα σχέδια;
Έχω πολύ υλικό που το μαζεύω χρόνια και δουλεύω στο να κάνω ένα δίσκο με δικά μου πράγματα. Ελπίζω να καταφέρω φέτος να έχω ένα δίσκο με δικά μου πράγματα. Επίσης, έχω μαζέψει διάφορες στιγμές από την εμπειρία των τελευταίων 5-6 χρόνων όπου γυρνάω και παίζω, έχω στα σκαριά να καταγράψω αυτό το μουσικό ταξίδι σ’ ένα λάιβ δίσκο.