Το δεξί παπούτσι

0

Κείμενο της Λένιας Ξενάκη γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Το παπούτσι μου πήγε στην Αμερική. Ένα βράδυ με άφησε. Εντελώς αναπάντεχα. Το πρωί ξύπνησα κι έλειπε δίπλα απ’ τ’ αριστερό του ταίρι. Κι έμεινα με το παπούτσι στο χέρι. Θύμωσα με τη γιαγιά μου, γιατί όταν ήμουνα μικρή με ζάλιζε, παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο. Να το γιαγιά το παπούτσι. Λείπει. Το ένα λείπει. Κι έμεινε το ζευγάρι του μισό. Τι να το κάνεις το ένα παπούτσι; Μόνο του έμεινε στον τόπο του. Μπορεί να κάτσει εκεί να περιμένει. Πάντως εγώ έξω δεν το βγάζω μόνο, για να βρει άλλο να ταιριάξει. Θα το αφήσω μονάχο του. Γιατί όταν θα βγει στην αρχή θα ψάξει να βρει ένα ίδιο μ’ αυτό που του έφυγε. Μα δεν θα ναι ίδιο. Κι εγώ θα νιώθω σαν να περπατάω με δυο παπούτσια αριστερά. Και λόγω ανωτέρας βίας πάλι το παπούτσι μου θα μείνει μόνο. Θα το κυκλοφορήσω πάλι.  Όλο και κάποιο έξαλλο με κορδόνια φωσφοριζέ ή αγκράφες θα του γυαλίσει. Ή ίσως βρει κανένα αστείο και νιώσει δίπλα του λιγότερο ανεπαρκές. Κάτι θα βρει σίγουρα. Αλλά το ταίρι του θα ναι στην Αμερική.

Γιαγιά, μπαλωμένο δεν ήταν. Καινούριο το πήρα, μ’ ακούς; Τα βράδια δίνω και παθαίνω να ηρεμήσω το αριστερό που κλαίει. Φοβάται γιαγιά. Φοβάται πως δεν θα βρει πια ταίρι. Δεν θα κατέβει πια να περπατήσει περήφανα δίπλα σ’ αυτό, από τον τόπο του, στα μαγαζιά. Φοβάται πως θα μείνει μες στα μπαλώματα αυτό, μόνο, μετά από δρόμους και δρόμους και λακκούβες και ταίρια αταίριαστα. Θέλει το ταίρι του γιαγιά, αυτό που είναι ίδιο. Αυτό που άφησε τον τόπο τους και τώρα είναι στην Αμερική. Δεν μπορώ άλλο να το ακούω. Το’ κλεισα σ’ ένα κουτί και το άφησα στην αποθήκη. Βαρέθηκα να το κυκλοφορώ. Με βαραίνει. Ας κάνει καλά.

Ο Κώστας. Το δεξί, γιαγιά. Πήγε για μεταπτυχιακό. Έφυγε Σάββατο πρωί. Θα’ ναι τώρα στη Βοστόνη. Αυτός το πήρε το δεξί μου το παπούτσι. Τα’ δαμε κι αυτά που είναι από τον τόπο μας. Έτσι μια μέρα στα καλά καθούμενα φεύγουν. Περνάνε τα χρόνια. Και να σου πω και κάτι; Δεν έχουν μπαλώματα. Μια χαρά είναι αυτά. Εγώ έμεινα σαν το αριστερό. Να περιφέρομαι και να γεμίζω τρύπες. Δεν θέλω άλλο από τον τόπο μου.

Τις προάλλες είχα ρεπό. Μαζεύαμε παπούτσια να τα πάμε στους πρόσφυγες. Τα’ δωσα όλα. Κράτησα δυο τρία. Έχω αποκτήσει πια μια απέχθεια στα παπούτσια. Κι από σπάσιμο, τα βάζω με διαφορετικές κάλτσες για να μην ξεγελιούνται και νομίζουν πως είναι ίδια. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι. Το αριστερό είναι πάντα πιο φαγωμένο. Άνοιξα κι εκείνο το κουτί με το μονό αριστερό μου. Πέρασαν χρόνια κι ακόμα γυάλιζε κόκκινο με τα λεπτά του μαύρα κορδονάκια. Άχρηστο χωρίς το ταίρι του. Δεν βρήκα ένα άξιο να ξαπλώσει δίπλα του τόσα χρόνια. Παρόλο, που παρά τις κακουχίες του, βαστιόταν καλά. Βγήκα από το σπίτι και άφησα το κουτί ανοιχτό. Αν ήθελε ας έφευγε κι αυτό. Δεν του’ χε μείνει τίποτα εδώ να περιμένει.

Από εκείνη τη μέρα βλέπω παντού στην πόλη μονά παπούτσια. Άσπρα, μαύρα, παλιά, όμορφα, με κορδόνια ή και χωρίς. Παπούτσια χωρίς ιδιοκτήτες και χωρίς ταίρια. Τα πλησιάζω κι ελπίζω. Ελπίζω πως θα είναι δεξιά, πως κάπως θα μοιάζουν. Το ξέρω ότι είναι μάταιο. Αλλά η ελπίδα· Τα καθαρίζω μήπως και φταίει η λάσπη που δεν αναγνωρίζω το παλιό μου το παπούτσι. Δεν γίνεται να χάθηκε έτσι. Το παλιό μου το παπούτσι μ’ έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια. Γελάω. Δεν μου’ μειναν και πολλά να κάνω. Κοιτάω το παπούτσι που κρατάω. Ένα παπούτσι τυχαίο. Ούτε αυτό δεν ταιριάζει. Το αφήνω κάτω, εκεί που το βρήκα. Ίσως το ψάχνει κάποιος κι αυτό. Πολλές φορές τα βάζω δίπλα μου στα παγκάκια και τα χαζεύω. Αναρωτιέμαι την ιστορία τους. Μήπως το ταίρι τους ατύχησε και χάθηκε στο δρόμο από τη Συρία, μήπως και βρέθηκε στον πάτο του Αιγαίου, μήπως έγινε σπιτάκι για παιδικά παιχνίδια ή μήπως εκτοξεύτηκε μακριά, θύμα κι αυτό της βίας των καυγάδων. Πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο θέλει βία πολλή για να χωρίσει τέτοιο ταίρι. Με στοίχειωσαν τα παπούτσια. Τα’ βλεπα τη νύχτα στα όνειρα μου κι έψαχνα στις λίστες του μυαλού μου μην τυχόν κάπου είχα δει το ταίρι του σ’ άλλη γωνιά της πόλης.

Ένα πρωί πήγαινα στη δουλειά. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ. Κουράστηκε να ταξινομεί παπούτσια. Είχα πάψει πια να ψάχνω. Και τότε το είδα. Ακόμα γυάλιζε κόκκινο με τα λεπτά μαύρα κορδονάκια του. Σάστισα. Ήταν πιο όμορφο απ’ ότι το θυμόμουν. Το’ κρυψα στην τσάντα μου κι όλη μέρα περίμενα να’ ρθει η ώρα να πάω σπίτι. Το πήρα στα χέρια μου και δεν το ρώτησα τίποτα. Ούτε γιατί, ούτε πως έτυχε και βρέθηκε εκεί παρατημένο. Ούτε για τα τσακίσματα του ρώτησα πως γίνανε. Το ξάπλωσα μοναχά προσεκτικά δίπλα στο ταλαιπωρημένο αριστερό, μες στο κουτί τους. Μα το αριστερό δεν σάλεψε να το αγγίξει. Κι όπως τα είδα κατάλαβα και το γιατί. Είχε αλλάξει το δεξί, δεν ήταν όπως το θυμόμασταν. Είχε μια λάμψη αφύσικη και μια στάση γαμψή. Όχι. Μπορεί να έμοιαζε πως ταίριαζαν, μα σίγουρα αυτό πια δεν μπορούσε να’ ναι το ταίρι του.

Εκείνο το βράδυ, δεν ξέρω αν έφυγε οριστικά από τον τόπο του, όμως το αριστερό μας άφησε. Πέταξα κι εγώ το δεξί. Αν είναι το τυχερό τους θα ξαναβρεθούνε. Και μακάρι να αναγνωριστούν ύστερα από τόσα μπαλώματα.

Λένια Ξενάκη

Άφησε σχόλιο