Παρουσίαση του μυθιστορήματος «Εντεύθεν» του Γιώργου Χατζελένη από την Ουρανία Παπακώστα
«Ο άνθρωπος δε θέλει κάτι παραπάνω, λίγο ψωμάκι, λίγο λαδάκι κι ένα ποτηράκι τσίπουρο για να είναι ευτυχισμένος».
Με αυτή την φράση ξεκινάει το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη που φέρει τον τίτλο Εντεύθεν, και είναι η ίδια φράση με την οποία κλείνει, αρθρωμένη από διαφορετικά κάθε φορά χείλη, έχοντας ολοκληρώσει έναν ιστορικό κύκλο, ένα κύκλο μνήμης. Μια φράση που ενώ συνοψίζει την ουσία της ζωής για τους προγόνους μας, σήμερα φαντάζει τόσο ανεπαρκής στο να φέρει την ευτυχία. Είναι όμως και στην πραγματικότητα; Αυτό είναι ένα μόνο από τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει το Εντεύθεν, με κάποια από αυτά τα ερωτήματα να απαντώνται από τον αφηγητή – πρωταγωνιστή και άλλα να αφήνονται αναπάντητα στους αναγνώστες προς περισυλλογή και αναστοχασμό.
Το βιβλίο έχει πρωταγωνιστή έναν ήρωα της γενιάς μας, έναν νέο τριαντάρη που ζει στην Αθήνα, στο μεγαλύτερο και χαώδες αστικό κέντρο της χώρας, και προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς να κάνει εκπτώσεις στα όνειρα, το ήθος, την αισθητική και εν τέλει την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής του. Ο ήρωάς μας, που είναι ταυτόχρονα και ο αφηγητής, διακατέχεται από μια εσωτερική αγωνία, μια έντονη και βαθιά υπαρξιακή αγωνία για το παρόν και το μέλλον, τόσο το δικό του, όσο και μιας ολόκληρης χώρας, μιας ολόκληρης γενιάς. Ξεκινάει λοιπόν από την Αθήνα για να επισκεφτεί τον τόπο καταγωγής του, την Χίο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για έναν μαυραγορίτη που δρούσε στην περιοχή τα χρόνια της Κατοχής, πληροφορίες που θα του φανούν χρήσιμες στην εκπόνηση της μεταπτυχιακής του εργασίας. Στην Χίο τον περιμένουν με χαρά και αγάπη οι πρόγονοί του, οι οποίοι του αφηγούνται ιστορίες από τα νιάτα τους τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, με τόση λαχτάρα, όση και η λαχτάρα του ήρωά μας, να τις ακούσει και να τις καταγράψει. Ιστορίες που παραλληλίζονται με το σήμερα, από το θέμα της προσφυγιάς και τους Έλληνες πρόσφυγες που χρειάστηκε να ξενιτευτούν στην Μικρά Ασία, συνδέοντάς το με το σημερινό προσφυγικό ζήτημα, ως τον εθνικό διχασμό που ταλανίζει την χώρα στις πιο κρίσιμες ιστορικά περιόδους. Αυτές τις ιστορίες με πολλή ζωντάνια, διαύγεια, ακρίβεια και παραστατικότητα μας μεταφέρει στο βιβλίο του ο Γιώργος Χατζελένης, θέτοντας στο κέντρο του σύμπαντός του τον αφηγητή και εξυψώνοντας την τέχνη της αφήγησης per se. Μιας αφήγησης όχι λόγιας και αποστειρωμένης, αλλά μπολιασμένης με τα λογοτεχνικά μοτίβα και γλωσσικά στολίδια της λαικής παράδοσης.
Ο αφηγητής λοιπόν, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας με την βοήθεια των μαρτυριών των ανθρώπων που βίωσαν ορισμένα γεγονότα από πρώτο χέρι, καταγράφει εμπειρίες και συναισθήματα, καταγράφει μνήμες που αν δεν υπήρχε ο ίδιος ο αφηγητής να τις ‘κρατήσει στη ζωή’ δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να διασωθούν και να ακουστούν σε πλήθος ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο οι ιστορίες των προγόνων του ήρωα, ξεπερνούν το φάσμα του ατομικού και αγγίζουν το συλλογικό, κάνοντας παράλληλα και τους αναγνώστες μέτοχους της κοινής μοίρας. Ο ήρωας ξυπνάει μνήμες διαχρονικές και διατοπικές, μνήμες μιας ζωής τόσο διαφορετικής, μ’ έναν παράδοξο και περίπλοκο τρόπο, τόσο όμοιο μ΄αυτόν που διάγουμε σήμερα. Γιατί στις μέρες μας μπορεί να μην πεινάμε, με τον τρόπο που πείνασαν οι άνθρωποι στην ηρωική Χίο και σε όλη την Ελλάδα τα χρόνια των πολέμων, αλλά υποφέρουμε από έλλειψη κινήτρων, από έλλειψη στόχων, από έλλειψη πνευματικότητας, από την στέρηση της ελπίδας, πεινάμε για ζωή, πεινάμε για να ζήσουμε με μια πείνα όμοια ίσως και μεγαλύτερη από εκείνη των προγόνων μας. Και πολεμάμε. Μπορεί ο εχθρός μας να μην έχει όνομα και πρόσωπο, όπως είχε τότε, μπορεί να είναι αόρατος αλλά είναι πανίσχυρος και ανελέητος. Πώς λοιπόν θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε, πώς θα υπερπηδήσουμε τα εμπόδια που μας υψώνουν οι άλλοι, και κάποιες φορές και ‘οι δικοί μας’, πώς θα βγούμε νικητές από αυτή την μάχη; Αυτά είναι τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να δώσει απάντηση ο ήρωας με εργαλείο την μελέτη της ιστορίας. Γιατί ο ήρωας, όπως και η γενιά του, θέλει να ζήσει, δεν παραιτείται, δεν καταθέτει τα όπλα σε χαλεπούς καιρούς. Ό,τι έχει συμβεί ανήκει στο παρελθόν. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Το ζητούμενο είναι τί κάνουμε εντεύθεν. Τί κάνουμε δηλαδή από εδώ και μπρος. Εξού και ο τίτλος του βιβλίου. Ένας τίτλος που συνοψίζει σε μια λέξη την απορία μιας ολόκληρης γενιάς. Εντεύθεν. Τον τίτλο λοιπόν, αλλά και συνολικά το βιβλίο, τον νιώθω σαν μια παραίνεση του συγγραφέα στην ζωή, σαν μια προτροπή να συνεχίσουμε την προσπάθεια, κι ας μοιάζει αυτή μάταιη όπως η προσπάθεια του Σίσσυφου στον γνωστό μύθο. Μοναδικός χαμένος αγώνας, είναι αυτός που δεν δίνεται, λέει ένα ρητό.
Οι ιστορίες που καταγράφονται στο βιβλίο του Χατζελένη, μοιάζουν να είναι διαχρονικές και ατοπικές. Συνέβησαν μια δεδομένη χρονική στιγμή σε έναν τόπο, αλλά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί παντού, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σκιαγραφούν την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, την τρωτότητα της, και αποδομούν συναισθήματα οικουμενικά όπως ο φόβος, η αγάπη, το μίσος, η απληστία. Σε μια εποχή σύγχισης και κρίσης, κρίσης όχι μόνο οικονομικής αλλά και αξιών, ηθικής και αισθητικής (όπως άλλωστε έχει πει ο Νίτσε ‘Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος’, ρήση που μάλλον ενστερνίζεται ο ήρωας, όπως καταλαβαίνει κανείς στο κεφάλαιο με την θεατρική παράσταση), ένας νέος άνθρωπος στρέφεται στο παρελθόν για να τον διαφωτίσει και να τον καθοδηγήσει, και κυρίως για να να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη που έκαναν τότε, αυτοί που σήμερα θα βρίσκονταν ενδεχομένως στην θέση του, να αποφύγει το δις εξαμαρτείν, των αρχαίων ημών. Η ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται, όπως διατείνονται πολλοί, αλλά κανένας λαός δεν μπορεί να έχει μέλλον, όταν δεν γνωρίζει το παρελθόν του και κανένας δεν μπορεί να κρίνει το παρελθόν, εκτός από αυτόν που χτίζει το μέλλον, παραθέτοντας πάλι τον Νίτσε.
Μια χαραμάδα ελπίδας ανοίγει λοιπόν το τρίτο βιβλίο του Γιώργου Χατζελένη στην μαυρίλα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας που βιώνουμε σήμερα, μια λάμψη φωτός στο σκοτάδι της εσωτερικής ανασκόπησης, προσωπικής απομόνωσης και αυτοτιμωρητικής διάθεσης που μας περιβάλλει, ένα βιβλίο, γράμμα ναυαγού σε μπουκάλι στην θάλασσα, που λειτουργεί σαν μήνυμα ελπίδας πασχίζοντας να κρατήσει ζωντανή την αλήθεια, την α-λήθεια με την έννοια της μνήμης, της μνήμης ενός τόπου και των ανθρώπων του.
Κλείνοντας, ποιητική αδεία, θα έλεγα ότι το Εντεύθεν έχει για μένα την γεύση ενός παγωμένου λικέρ μαστίχας μια καυτή καλοκαιρινή μέρα, ενώ διηγούμαστε ιστορίες με την παρέα μου, σε κάποιο νησί του ανατολικού Αιγαίου.