Κείμενο της Ανατολής Βροχαρίδου γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Η πόλη έρημη, θαρρείς και ο βραδινός βαρδάρης τους μάντρωσε όλους για τα καλά στους ασφαλείς τέσσερις τοίχους. Πλαστικές σακούλες και πεταμένα εισιτήρια στους δρόμους έστηναν τρελό πάρτι στα λερωμένα πεζοδρόμια, κάτω από τα φωτορυθμικά των φαναριών. Οι αδέσποτοι τετράποδοι αλήτες διαφέντευαν στους δρόμους, μαρκάροντας πότε πότε το ελεύθερο πεδίο με το ζεστό τους κάτουρο. Κατουρημένες οι γωνιές του Τσιμισκή και της Αγίας Σοφίας, κατουρημένες και οι γωνιές του Προξένου Κορομηλά και της Μητροπόλεως. Ο αέρας σουλατσάριζε με ορμή ανάμεσα στα στενά και στις μεγάλες λεωφόρους, ταρακουνούσε με λύσσα τις κρεμαστές πινακίδες και μετακινούσε τους ξεχαρβαλωμένους κάδους των σκουπιδιών, στη μέση του δρόμου. Μια παράξενη οσμή από φρέσκο κάτουρο και ιώδιο πλανιόταν στην κοιμισμένη πόλη. Μύριζε χάος και αντάρα.
Η Ανδριανή, δεν καταλάβαινε από αέρα και κρύο. Με αιματοκρίτη ψηλό σαν το Έβερεστ και ανοσοποιητικό δυνατό σαν το Σινικό τείχος, ιώσεις και ψευτοκρυολογήματα δεν τολμούσαν να ζυγώσουν. Βγήκε μια βόλτα να ξελαμπικάρει το μυαλό της, χωρίς να λογαριάζει ούτε την ερημιά, ούτε τον αέρα. Τι άλλο να φοβηθεί, άλλωστε, μετά από τέτοια μέρα. Όλα ή τίποτε σκέφτηκε και έφυγε κοπανώντας με δύναμη πίσω της την πόρτα.
Περπατούσε αδέσποτη κι αυτή στους δρόμους και ένιωθε μια παράξενη αίσθηση ελευθερίας, μαζί με τα παγωμένα χαστούκια του αέρα στα κόκκινα μάγουλά της. Ένα αλλόκοτο γέλιο την τράνταξε, που αντηχούσε μαζί με τα γαβγίσματα των σκύλων, σαν συναυλία τρελού συνθέτη.
Παράξενοι και ελεύθεροι διαβάτες αυτής της πόλης, σκέφτηκε χαμογελώντας στραβά και ρούφηξε με ευχαρίστηση τη δύναμη του αέρα.
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι και το βλέμμα της σκόνταψε για λίγο στα μουχλιασμένα μπαλκόνια που έσκασαν μύτη σαν γριές κουτσομπόλες. Τα φωτισμένα παράθυρα πρόβαλαν τις καθημερινές ταινίες τους. Κορίτσια και αγόρια της διπλανής πόρτας πρωταγωνιστούσαν πίσω από τις μισοτραβηγμένες κουρτίνες σε έργα μελοδραματικά, με μια δόση από πορνό, λίγες ώρες πριν η νύχτα αφήσει την τελευταία της πνοή. Σε άλλα παράθυρα έργα μονόπρακτα μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή και μια οθόνη τηλεόρασης, ζωές μοναχικές παρατημένες στο ρέμα της ζωής.
Η Ανδριανή, στάθηκε για λίγο σε μια στάση λεωφορείου, κάθισε στο παγκάκι και άναψε ένα τσιγάρο, γυρίζοντας την πλάτη της στο φουρκισμένο αέρα. Η προσπάθεια να κόψει το κάπνισμα τελείωσε, τη στιγμή που ρούφηξε με βαρβάτη ηδονή την πρώτη τζούρα και ένιωσε τη γλυκιά ζάλη μαζί με την ακαθόριστη απόλαυση μιας μικρής αμαρτίας. Έβλεπε την καύτρα να λιώνει από τον αέρα και τη λαχτάρα της ρουφηξιάς και σκέφτηκε πως κάπως έτσι πέρασε
κι η ζωή της μέχρι τώρα. Ένα τσιγάρο δρόμος. Σαν ταινία με γρήγορη κίνηση, καρέ καρέ περνούσαν βιαστικά μπροστά τα χρόνια της τα παιδικά, τα εφηβικά, τα ενήλικα. Η καύτρα του τσιγάρου έκαψε το δάχτυλό της, την ώρα που τα καρέ της ενήλικης ζωής της άρχισαν να σκουντουφλούν, να μπερδεύονται, να ξεθωριάζουν και στο τέλος να καίγονται. Μύριζε αποκαΐδια και στάχτη.
Τα αδιάκριτα φώτα των αυτοκινήτων μισόκλεισαν τα μάτια της και την ανάγκασαν να γίνει για λίγο πρωταγωνίστρια, σε αυτή τη ανεμοδαρμένη σκηνή, την ώρα που εκείνη ήθελε απλά να εκτοξευτεί στο μαύρο σκοτάδι.
Ένας σκουριασμένος ήχος την έκανε να προσέξει το ανθρώπινο ράκος που ανακάτευε τον κάδο σκουπιδιών, για τα απομεινάρια μιας μέρας κατανάλωσης. Ο αέρας χωρίς να σιχαίνεται, έπαιζε με τα κουρέλια, την ακατάστατη τζίβα και τα λιγδωμένα γένια του, αναστατώνοντας μια γνήσια μπόχα που έφτασε μέχρι τα ρουθούνια της. Έτσι, όπως σήκωνε τα χέρια του ο κουρελής του δρόμου και έτσι όπως ο αέρας έπαιζε με τα ρημαγμένα μανίκια του, για μια στιγμή της φάνηκε σαν ξεχασμένος άγγελος στις γειτονιές του κόσμου.
Ο απέναντι τοίχος ούρλιαζε με μαύρα γράμματα “είμαστε σταγόνες επερχόμενης καταιγίδας” για μια επανάσταση που αργούσε να ξυπνήσει. Τα σκυλιά, σε συνεχόμενη περιπολία, σταματούσαν, σήκωναν το πόδι τους και σημάδευαν με ευστοχία εκείνο το “ι” της καταιγίδας που ξέφυγε κάπως χαμηλά.
Η Ανδριανή σηκώθηκε και προχώρησε προς την Αριστοτέλους. Η πλατεία έρημη σα χέρσα γη. Η θάλασσα ξερνούσε τα άντερά της πάνω στον πεζόδρομο και έγλειφε με βουλιμία τις άκρες της ασφάλτου. Θυμίζει Aποκάλυψη σκέφτηκε η Ανδριανή και εκείνη την ώρα άκουσε πίσω της φωνή μεγάλη, σαν από σάλπιγγα. Γύρισε απότομα και αντίκρισε μια γυναίκα πάνω κάτω τριάντα μέτρα μακριά της, να τρέχει αλαφιασμένη πάνω σε παραπαίοντα ψηλά τακούνια φωνάζοντας βοήθεια. Τα ξανθά της μαλλιά ανέμιζαν αλλοπρόσαλλα, το πρόσωπό της είχε κρυφτεί, αλλά φαινόταν το αίμα που έτρεχε από τα χείλη της. Στο ένα χέρι της κρεμόταν σχισμένο ένα μανίκι και μια ανοιχτή τσάντα. Η Ανδριανή κοντοστάθηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, μα πριν προλάβει να κινηθεί, ένα διερχόμενο ταξί περιμάζεψε, σε λίγα δευτερόλεπτα, τη λαβωμένη ξενύχτισσα. Ο δρόμος πάλι έρημος. Τούτη τη νύχτα ακόμη και οι κυνηγοί επικηρυγμένων λούφαξαν, σκέφτηκε και προχώρησε χώνοντας βαθιά τα χέρια της στην τσέπη. Ο αέρας συνέχιζε να τη μαστιγώνει με ένα λυτρωτικό τρόπο, σαν να της αφαιρούσε τα απολειφάδια της παλιάς της ζωής, που σιγά σιγά τα ένιωθε να ξεκολλούν από το δέρμα της, να αιωρούνται λίγο στον αέρα και να πέφτουν ξεψυχισμένα στο έδαφος.
Με γοργά βήματα κάτω από τα τεμπέλικα φώτα των στύλων και με την ακολουθία δύο τετράποδων συνοδών, που από ώρα την είχαν στο κατόπι, έφτασε στη Βαλαωρίτου. Μια ξύλινη ταμπέλα είχε επαναστατήσει μαζί με τον αέρα και κρεμόταν γερμένη κάτω από ένα φανάρι. Μπαρ το “Ναυάγιο” έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα και η Ανδριανή έχωσε με περιέργεια τη μούρη της στο ραγισμένο τζάμι. Με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως ναυάγια της ζωής έβρισκαν απάγκιο σε αυτό το μέρος. Άνοιξε την πόρτα με δύναμη και μπήκε μέσα, με κάμποσα μποφόρ μαζί, αναγκάζοντας στους λιγοστούς πελάτες να καθυστερήσουν τη γουλιά τους.
Πλησίασε στη μπάρα και κάθισε στο σκαμπό. Έβγαλε τα τσιγάρα της και το παλτό της με γρήγορες κινήσεις και κοίταξε αδιάφορα το χώρο. Κάμποσα ζευγάρια μάτια την κάρφωσαν με περιέργεια, μιας και τους φάνηκε αταίριαστη με το ναυαγισμένο τοπίο. Οι πίνακες έστεκαν χασκογελώντας στραβά, πάνω στους τοίχους, και ένας γέρικος παπαγάλος έγερνε νυσταγμένος αφήνοντας πότε πότε, κάτι φάλτσα κρωξίματα. Τα ξύλινα τραπέζια και οι φθαρμένοι καναπέδες ξερνούσαν τσιγαρίλα και αλκοόλ. Ο μπάρμαν τη ρώτησε μόνο με το βλέμμα και η Ανδριανή του έδειξε με τη ματιά της το μισογεμισμένο μπουκάλι στο ράφι.
-Διπλό με πάγο του είπε και άναψε τσιγάρο.
Η μουσική τέρμα γκάζια “επειδή η νύχτα ανήκει στους εραστές” και η Πάτι Σμιθ να συνοδεύει τα άγαρμπα χουφτώματα ενός μεθυσμένου πενηντάρη, κάτω από τη φούστα μιας σλάβας καλλονής.
Η σταύρωση και η αποκαθήλωση του Έρωτα σκέφτηκε η Ανδριανή και γύρισε το βλέμμα της στον μπάρμαν που την κοιτούσε με ένα ερωτηματικό στα μάτια, την ώρα που έσπρωχνε προς το μέρος της ένα γεμάτο ποτήρι. Σήκωσε το ποτήρι, γέμισε το στόμα της με μια γεμάτη γουλιά που την ένιωσε να μουδιάζει πρώτα τα μάγουλά της και μετά τον ουρανίσκο. Ο καπνός έβγαινε στριφογυριστός και χόρευε λικνιστικά προς το ταβάνι. Και η Πάτι υμνούσε τον έρωτα.
Ναυαγισμένα βλέμματα στο αλκοόλ, από το απέναντι τραπέζι, γύρευαν τα μάτια της, αλλά αυτά ήταν καρφωμένα σε ένα αόριστο σημείο, κάπου εκεί που την είχε ξεβράσει το κύμα. Ναυαγός σε νησί ένιωθε η Ανδριανή, αλλά προς το παρόν δε σκεφτόταν, ούτε γέφυρα να φτιάξει, ούτε σημαία να σηκώσει, ούτε σχεδία να σκαρώσει. Θα εξερευνούσε το νησί, θα μάθαινε κάθε σπιθαμή του, κάθε εσχατιά του. Ήπιε την τελευταία της γουλιά και έγνεψε για δεύτερη γύρα. Ο μπάρμαν την κοίταξε συνωμοτικά και της πάσαρε σβέλτα το ποτό της. Η μουσική είχε χαμηλώσει.
Η Ανδριανή τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και μετά του’ γνεψε με το βλέμμα της.
-Άσε τα άλογα ξεσέλωτα, του είπε.
Σε λίγο η Πάτι, ξανά στη σκηνή, να ροκάρει σιγά σιγά και ξαφνικά να ξαμολάει αφηνιασμένα άσπρα άλογα, σε κάθε γωνιά και το ναυαγισμένο μπαρ να γεμίζει χλιμιντρίσματα.
Η Ανδριανή απογειώθηκε με ένα τρελό καλπασμό πάνω στο σκαμπό, αντικρίζοντας μια θάλασσα με πιθανότητες. Μύριζε ανατροπή και ελευθερία.