Μάνα, έχω πολλά χρόνια να σου γράψω. Μπορεί από τότε που ταξίδευες με τον πατέρα, δε θυμάμαι, μπορεί να σου έγραψα ξανά όταν σου εξήγησα τους λόγους που μ’ έκαναν να χωρίσω. Τα προφορικά, μάνα, δεν μου βγαίνουν εύκολα, θυμάσαι πόσο διάβαζα, πόσες φορές με εξέταζες στα μαθήματα μέχρι να τα πω νεράκι, ε, την άλλη μέρα τα ξέχναγα, σουρωτήρι το μυαλό, λες κι άλλος τα διάβαζε. Άλλα χρόνια τότε, αμέσως κατάλαβες πως δεν περπατώ καλά και με πήγες στο γιατρό, μου πήρες αυτά τα μποτάκια τα ορθοπεδικά από τον Μούγερ, με είχες να προχωράω με βότσαλα ανάμεσα στα δάκτυλα, με το μυαλό μου είχα πρόβλημα μάνα! Μίλα πια, μου ΄λεγες κι εγώ όλο κλεινόμουνα σε μια σιωπή κι η μόνη διέξοδος το χαρτί και το μολύβι.
Θυμάσαι που είχα αφήσει ξεκλείδωτο το συρτάρι στο γραφείο στο εφηβικό μου το δωμάτιο και τ’ άνοιξες, είδες φάκελα με γράμματα μέσα, είδες ημερολόγια και γραφτά, το μικρό θησαυρό μου, δε θυμάμαι ούτε κι εγώ πως αντέδρασες, τι σημασία έχει πια. Ξέρω, είχες άλλα όνειρα για μένα, να μπω στο Πανεπιστήμιο, να έχω μια καλή δουλειά, έναν καλό γάμο και παιδιά. Όμως τίποτα δεν γίνεται όταν προγραμματίζεις τις ζωές των άλλων. Οι γονείς σου δεν σε άφησαν να πας στο γυμνάσιο στα χρόνια της κατοχής και μπήκες και με το 19 μα εγώ 19 μόνο στη γυμναστική είχα, αλλά από σένα έμαθα να αγαπώ τα βιβλία τα εξωσχολικά, από σένα και τον μπαμπά, είναι τι σου αρέσει να κάνεις σε τούτη τη ζωή.
Σε φοβόμουν λιγάκι και ο,τι έκανα το έκανα κρυφά, μια πολύ μικρή επανάσταση είχα στο μυαλό μου τότε, ήσουν αυστηρή και τη λιποθυμιά την είχες στο τσεπάκι σαν μαλλώναμε με τον αδερφό μου. Γελάω τώρα άμα ακούω γονείς να κάνουνε καυγάδες με τους καθηγητές για τους βαθμούς των παιδιών τους και θυμάμαι την κατσάδα που έτρωγα σαν παίρναμε τους ελέγχους, ούτε μία φορά δεν με δικαιολόγησες και γιατί να το κάνεις άλλωστε. Δεν σε κακολογώ, μην στεναχωριέσαι, ξέρω την ευθύνη που είχες να μεγαλώνεις μόνη σου δυό παιδιά, σε μια πόλη ξένη. Ξέρω πως ποτέ δεν κούνησες από δίπλα μας, ήθελες πάντα το καλύτερο για μας, σχολεία, ιδιαίτερα, φροντιστήρια, σπίτια, σεντόνια Κάνον και σερβίτσια Νοριτάκι. Ξέρω πόσο σου έλειπε ο μπαμπάς, πόσο ευτυχισμένη ήσουν όταν ήσασταν μαζί, θυμάμαι τ’ αποτσίγαρα που άφηνες στο τασάκι του σαλονιού μέχρι να ξεμπαρκάρει, τρεις μέρες ήσουν άρρωστη σαν έφευγε και μένα μου έλειπε, μα ούτε αυτό δεν κατάφερα να του πω ακόμα.
Και τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώσαμε μαζί, τι είναι 29 χρόνια διαφορά, ξέχασες τα πάντα μάνα κι εγώ πια δεν σε θυμάμαι νέα. Μια γριούλα έχω μπροστά μου να με κοιτά με μιαν αγάπη που ποτέ δεν έχω νοιώσει από κανέναν, που την έκρυβες τόσο καιρό; Είσαι όμορφη, μου λες και ψάχνω αριστερά δεξιά να δω ποιόν κοιτάς και τα λες σε μένα, είσαι όμορφη, σ’ αγαπώ, άμα δεν έχεις κόρη δώσε κι αγόρασε μα σαν τη δικιά μου δεν θα βρεις, έλα να σε φιλήσω.
Μάλλον ωρίμασα μάνα, το δέχομαι το φιλί σου, τ’ αποζητώ και το χάδι στα μαλλιά μου, παλιά δεν θυμάμαι, ήμουν κι αναμικιώρα και δύσκολη κι εσύ στο καθήκον. Κι ενώ το μυαλό σου είναι φευγάτο πως γίνεται να με ρωτάς πως πήγε η δουλειά μου, γιατί βήχω και να πάω στο γιατρό, αν είμαι κουρασμένη, αν θα έχω παρέα στο σπίτι. Κλαίω μαζί σου όταν κλαις σαν μου λες πως βαρέθηκες να ζεις και κουράστηκες, πως σου λείπουν τ’ αδέρφια σου κι η μάνα σου, μα δεν είμαι έτοιμη να σε χάσω τώρα που σε βρήκα. Μ’ αρέσει, μάνα, να σ’ ακούω να τραγουδάς, μ’ αρέσει σαν μου λες αγαπώ όλον τον κόσμο, μου δίνεις δύναμη πια, τι κι αν τα ‘χεις χάσει, οι αλήθειες τώρα βγαίνουνε. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Σ’ αγαπώ μάνα μου, χρόνια πολλά!