Κείμενο της Δέσποινας Φιριπή γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Με ξέχασε ο χάρος. Συλλογίζονταν καθισμένη στη γωνιά της, στο σπίτι της κόρης της η γιαγιά Αργυρώ. Γιατί μπορεί τα 92 χρόνια της να βάραιναν το τυραννισμένο κορμί της, μα το μυαλό της ακόνιζε μαχαίρια. Δεν έπασχε από γεροντική άνοια ούτε και από την πολυσυζητημένη νόσο Αλτσχάιμερ. Εκείνη όλα τα έβλεπε, όλα τα άκουγε και κυρίως όλα τα ένιωθε και τα εξηγούσε σιωπηλά μέσα στη ψυχή και το μυαλό της, με την σοφία των ηλικιωμένων που δεν σπρώχνει η ζωή τα χρόνια τους μα που οι ίδιοι αφεντεύουν τη ζωή τους. Στην ηλικία της είχε πια μάθει να μιλάει με τη σιωπή της. Κατάθλιψη της τρίτης ηλικίας το ερμήνευαν οι γιατροί. Σεβόμενοι την επιστήμη, τα παιδιά της, τα εγγόνια της και τα δισέγγονά της, δέχτηκαν τη διάγνωση και ακολούθησαν τις συστάσεις τους. Τη φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, και φρόντιζαν για τις απαραίτητες καθημερινές ανάγκες της, αποφεύγοντας να την αφήνουν μόνη.
Όμως εκείνη ήθελε να σωπαίνει. Βούλιαζε στις σκέψεις της, καθώς με τα χέρια δεμένα, γύριζε αέναα τα δυο μεγάλα δάχτυλα χωρίς να μπορεί να χαράξει τους παράλληλους κύκλους αυτής της μηχανικής κίνησης. Μα δεν τη πείραζε καθόλου, γιατί ήξερε πως τούτα τα στραβωμένα δάχτυλα για πολλά χρόνια γύριζαν κύκλους μέσα στη θάλασσα με τα κουπιά της βάρκα τους εκεί στα νερά του Παπαλιά που ψάρευε με τον συγχωρεμένο. Το «Χαράκι» της. Έτσι τον φώναζαν μια που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ψαριών. Ο χάρος τους. Γνώριζε πολύ καλά τις τοπιές. Εκείνη τράβαγε κουπί και εκείνος άπλωνε τα δίχτυα. Σαγροί, λιθρίνια, σκάροι, ασήμιζε ο βυθός από τα κοπάδια τους, και γέμιζαν τα κοφίνια για πούλημα. Ανάσανε η γιαγιά να ρουφήξει το θαλασσινό αεράκι, λικνίστηκε στο κούνημα της βάρκας και ας ακουμπούσαν τώρα τα πόδια της στο σκαμνάκι για να μην μουδιάζουν.
Θυμήθηκε που σκαρφάλωνε σαν αγριοκάτσικο από βράχο σε βράχο για να μαζέψει μέσα από τις σχισμές τους τις βιορέτες του Μάρτη. Πλησίαζαν με τη βάρκα τις σπηλιές του απόκρημνου βουνού αψηφώντας τον κίνδυνο να χτυπηθούν από τα κύματα πάνω στα βράχια. Το «χαράκι» με το ματόγυαλο εντόπιζε τα χταπόδια και τα καμάκωνε. Εκείνη με ένα σάλτο πήδαγε απ΄τη βάρκα στη στεριά και ας μην ήξερε κολύμπι αν έπεφτε στη θάλασσα. Γέμιζε την αγκαλιά της με τις χειμωνιάτικες βιορέτες και μόνο όταν άκουγε τον σφύριγμα του κογιαλού από το χαράκι θυμόταν πως έπρεπε να γυρίσει. Εκείνο το μεθυστικό τους άρωμα που μύρισε η γιαγιά, την επανέφερε και την ξύπνησε από το λήθαργο.
Σηκώθηκε όρθια, στάθηκε στα κουρασμένα πόδια της, μισάνοιξε ζερβά δεξιά τα χέρια σαν τα πουλιά που θέλουν να πετάξουν ψηλά και άρχισε τον αμανέ. «Θα ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλό βουνό. Σαν φτάσω στα εκατό τότε θα κάτσω να σκεφτώ αν πρέπει να γεράσω».