Μερσινίδι, Κήπος, λιμάνι, Ταμπάκικα, ΔΗΠΕΘΕ, Σούδα, ΒΙΑΛ. Τόποι που το χώμα τους θα μείνει για πολλά χρόνια βρεγμένο από τα δάκρυα χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν, θ’ ακούγονται τα γέλια και τα κλάματα των παιδιών, οι κουβέντες των μεγάλων, καυγάδες, αναστεναγμοί και προσευχές. Κι εμείς θα τ’ ακούμε και θα μας στοιχειώνουν…
– Είμαι Σούδα. Εδώ όλοι είναι λυπημένοι. Δε μιλάνε και πολύ. Περιμένουν να φύγουν, απλά..
Ε.Α.
– Πήγα, πρώτη φορά, ένα βράδυ δώδεκα η ώρα. Περίμενα να δω απομεινάρια και κουρέλια, είδα ζωή! Αυτό που ήθελα να μοιραστώ είναι ότι είχε πανσέληνο κι όταν πια, κατά τις τρεις τέσσερις, ησύχασε η κατάσταση και οι πιο πολλοί κοιμόταν, από εκεί που καθόμουν έβλεπα μέσα από το συρματόπλεγμα μια παρέα κούρδους που τραγουδούσαν στα βράχια.
Ξ.Λ.
– Όλοι μες στην ίδια Σούδα είμαστε τελικά και υπηρετούμε με τις ζωές μας την οικονομική ελίτ του καταναλωτικού καπιταλισμού. Αυτό είναι ανάγκη πάσα να το κατανοήσουμε όσο είναι καιρός, να πάψουμε να βαυκαλιζόμαστε πως εμείς είμαστε πιο τυχεροί ή πιο ικανοί ή πως εμείς θα γλυτώσουμε, να δούμε τον πραγματικό εχθρό και όχι να ονομάζουμε εχθρό τον κάθε πιο αδύναμο και να αλλάξουμε πορεία μαζικά προς τον απεγκλωβισμό και την έξοδό μας από το χαντάκι.
Μ.Γ.
– Η Σούδα αύριο θα είναι κλειστή. Θα ξηλωθεί και η τελευταία σκηνή κι έτσι θα ησυχάσουν όλοι. Ο δήμος που δεν αντέχει το πολιτικό κόστος, οι «αγανακτισμένοι κάτοικοι» της περιοχής, καθώς και η αντιπολίτευση στο δήμο αφού δε θα έχει άλλο πλαίσιο αντιπαράθεσης. Για όλους αυτούς η Σούδα ήταν ένα πρόβλημα. Για μας, το μέρος που μας άλλαξε τη ζωή. Εκεί πέρα γνωρίσαμε τους πιο καταπληκτικούς ανθρώπους. Ανθρώπους σοφούς, ανθρώπους που χαμογελούσαν με τη θλίψη στο βλέμμα. Άνθρωποι που τους βασάνιζε η φρίκη όσων έζησαν.. Θαρρείς και πήραν τον πόλεμο μαζί τους..
Κάθε φορά που θα περνάμε από κει, θ’ ακούμε τα γέλια των παιδιών, θα βλέπουμε τα πρόσωπα τους, θα θυμόμαστε την πρώτη επαφή μαζί τους με νοσταλγία. Αυτό που με σημάδεψε προσωπικά είναι οι φωτιές. Είναι η βροχή από μολότοφ. Είναι ο κλαυσίγελος της Βιανας την ώρα που τρέχαμε αγκαλιά να μην καούμε ζωντανοί, σα να μου έλεγε: ό,τι και να κάνουν δε μπορούν να μας πειράξουν. Πάντα θα χαμογελάμε..
Κ.Α.
– Άνθρωποι ενός κατώτερου Θεού στις παρυφές της πόλης.
Β.Α.
– Τα αισθήματα ενός μέσου απλού ανθρώπου για το δράμα προσφύγων, μεταναστών δεν νομίζω ότι είναι άλλα από λύπη, συμπόνια και φόβο, ίσως για το τι μπορεί να επιφυλάσσει για τον καθένα μας η ζωή ή μάλλον οι μεγάλοι τούτου του κόσμου. Το άδειασμα της Σούδας είναι μια γελοιότητα, αφού στην πραγματικότητα οι άνθρωποι, οι περισσότεροι τουλάχιστον (αν τα ξέρω σωστά), μεταφέρθηκαν στη ΒΙΑΛ για να ζήσουν σε παρόμοιες συνθήκες επ’ αόριστον. Κι απ’ ότι διάβασα, πολλοί γελοίοι διεκδικούν την πατρότητα της ηρωικής αυτής απόφασης. Μ.Κ.
Μέσα σε ένα δωμάτιο, δυο τετραγωνικά μέτρα, με ένα αχνό φως, διαβάζοντας και ξεφυσώντας αργά τον καπνό από το τσιγάρο του….αναλογιζόμενος την συνωμοσία, αυτή που λέγεται ευτυχία….
Λίγοι άνθρωποι στον κόσμο μπόρεσαν να μου δώσουν τη ζεστασιά τους απλόχερα, έτσι όπως το έκαναν οι κάτοικοι της Σούδας. Ο χώρος μικρός, ελάχιστα έπιπλα, χωρίς ανέσεις, κρύο το χειμώνα, ζέστη το καλοκαίρι. Όμως όταν ήξερα ότι πηγαίνοντας εκεί θα αντάμωνα τον Wassim και τη Salua, θα έπινα το τσάι μου με τον Mustafa και τον Abdullah, θα ντάντευα το μωρό του Imbrahim και θα έπαιζα με τα παιδιά του Hassan, το προτιμούσα από οτιδήποτε άλλο. Ήταν η ανοιχτή αγκαλιά των κατοίκων, ήταν η ευγένεια και η φιλοξενία τους, ήταν η ανταλλαγή απόψεων μέσα από την τριβή διαφορετικών πολιτισμών μόνο για να καταλήξουμε ότι οι αξίες είναι παντού ίδιες, σε όποια ήπειρο και αν έχεις γεννηθεί σε όποια θρησκεία και αν πιστεύεις! Μέσα στη Σούδα έκανα ταξίδια στο Μαρόκο, τη Νιγηρία, την Υεμένη, την Συρία, μέσα στη Σούδα γέλασα με τα αστεία του Mohammad, έκλαψα με την αφήγηση του Achmed, μέσα στη Σούδα! Ανάμεσα στους «ξένους» συνάντησα τυχαία ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει…
Κ.Τ.
– Χαρά, αισιοδοξία, μοίρασμα, προσμονή, άδειασμα συναισθημάτων, ένοιωθα ότι ήταν το σπίτι μου. Η πιο μεγάλη αγκαλιά της ζωής μου, ήτανε, αλήθεια! Ξεκουράσαμε την ψυχή μας, εκεί πιο πολλά παίρναμε παρά δίναμε. Η δυστυχία γεννούσε αισιοδοξία και χαρά, συναισθήματα που τα φτιάχναμε όλοι μαζί!
Ε.Μ.
– Συμμετείχα στην Κοινωνική κουζίνα την περίοδο που οι άνθρωποι ερχόταν κι έφευγαν, δεν έζησα τη Σούδα των εγκλωβισμένων.
Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, φοβισμένοι αλλά ευγενικοί και καρτερικοί, πολλοί απ’ αυτούς πρόθυμοι να μας βοηθήσουν. Συναισθήματα μπερδεμένα. Θλίψη και στεναχώρια για τον ξεριζωμό τους κι από την άλλη η γαλήνη της προσφοράς για την ανακούφιση τους. Δεν με κούραζε τίποτα, τις περισσότερες φορές βρισκόμουν από νωρίς το πρωί στην κουζίνα μέχρι αργά το απόγευμα για τη διανομή και μετά το μάζεμα.
Φτερά στα πόδια μου και χαρά στην ψυχή μου όταν σχεδόν πάντα βλέπαμε πόσο τους άρεσε το φαγητό μας και πόση στεναχώρια όταν αυτό δεν έφτανε για όλους. Μακάρι ν’ αλλάξουν τα πράγματα κι ελεύθεροι οι άνθρωποι να φτιάξουν μια καινούρια ζωή.
Β.Μ.
– Η Σούδα έκλεισε και μαζί της ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου γεμάτο χαρά, λύπη, δάκρυα και γέλια. Είδα ταλεντ σόου, έζησα τη φρίκη της νύχτας με τις μολότοφ, γιόρτασα μαζί τους τη γιορτή του Αραφάτ και πέρασα νύχτες ατελείωτες με κουβέντα και τσάι.
Γ.Κ.
– Από τη Σούδα πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα.. Τη γιαγιά τη γιαζίντι, με τα τατουάζ της γονιμότητας στο πρόσωπο, δεν ήξερα για τους γιαζίντι, εκεί τα έμαθα, εντυπωσιάστηκα, έψαξα κι έμαθα. Όταν τα κορίτσια φτάνουν στην εφηβεία τους κάνουν μικρά τατουάζ με σύμβολα στο πρόσωπο και τα χέρια. Κι είχε η γυναίκα αυτή τη σελήνη και τον ήλιο κι ήταν τα τατουάζ ένα με τις ρυτίδες της, από τους πιο κυνηγημένους ανθρώπους αυτής της καταστροφής, με εμφανή τα σημάδια της κακουχίας, της στέρησης, της κούρασης στο σώμα της. Κάθε φορά που πηγαίναμε να τραγουδήσουμε με τα παιδιά έτρεχε μαζί μας, σιγά σιγά ερχόταν μα καταλάβαινες ότι τρέχει. Μου έδινε το χέρι της να μπει στον κύκλο και μου χαμογελούσε, στόμα χωρίς δόντια, ρυτιδιασμένα χέρια και πρόσωπο που τα τατουάζ φαίνονται μαγικά σύμβολα και τραγούδι.
Τι είναι η χαρά; Τι είναι η ζωή; Που βρέθηκα εγώ κι εκείνη να τραγουδάμε παρέα; Δεν μου ‘μοιαζε καθόλου, ούτε στη γιαγιά μου έμοιαζε, αλλά θυμάμαι τη γιαγιά μου που μου έλεγε, με βλέπεις γριά; σου φαίνεται πως είμαι; θέλω ακριβώς ο,τι ήθελα και στα 19 μου.
Σ.Π.
– Από την αρχή ήμουν αντίθετος για τη Σούδα, όπως όλοι μας κι αυτό γιατί η θέση που βρίσκεται είναι ακατάλληλη για να ζήσουν άνθρωποι, γι’ αυτό ξεκίνησα να βοηθώ στις παραλίες, όταν έβγαιναν βάρκες, μου φάνηκε τότε πιο σημαντικό.
Μετά τη συμφωνία Ευρώπης – Τουρκίας αναγκαστικά σταματήσαμε από τις παραλίες και τότε ξεκίνησα να πηγαίνω Σούδα και Δηπεθε, βοηθούσαμε όπου υπήρχε ανάγκη, μοιράζαμε ρούχα και παπούτσια, πράγματα χρειαζούμενα. Κάναμε δραστηριότητες για τα παιδιά, πολλά παιδιά, παιχνίδια, κινηματογράφο. Γίναμε όλοι μια οικογένεια, η Σούδα έγινε και το δικό μου σπίτι, μπορεί να μην την αγάπησα αλλά αγάπησα τους ανθρώπους της, τα παιδιά της.
Σήμερα είναι η τελευταία μέρα της Σούδας, από τη μια χαίρομαι, από την άλλη σκέφτομαι ότι θα τους στριμώξουν όλους στη ΒΙΑΛ, έναν άθλιο τόπο για να ζήσει κανείς, χωρίς ρεύμα και τουαλέτες , χωρίς τα βασικά αλλά εμείς θα είμαστε και πάλι εκεί να προσέχουμε και να στεκόμαστε δίπλα στις οικογένειες μας.
B.A.
– Οι συναντήσεις μας με τα παιδιά ξεκίνησαν από την αρχή της δημιουργίας της Σούδας. Άλλοτε ένα Σάββατο πρωί, άλλες φορές μια Κυριακή και πάντα τα παιδιά μας περίμεναν. Με το που μας έβλεπαν, ξεκίναγαν από μακριά να τραγουδάνε δυνατά αυτά που είχανε μάθει μέσα στην ομάδα Σαμ Σαμ. Βοηθούσαν να ανακατωθούν τα χρώματα, στήναμε παρέα το χώρο μας, συμμετείχαν σε όλα. Απλώναμε χαρτιά και χαρτόνια, μοιράζαμε μαρκαδόρους και νεροχρώματα, πινέλα και γινόμασταν κάθε φορά μια παρέα. Παίζαμε μουσική, τραγουδούσαμε, κάναμε μουσικά παιχνίδια με το αερόστατο. Παιδιά, που θα έπρεπε να πηγαίνουν σχολείο και να απασχολούνται παίζοντας και μαθαίνοντας, έψαχναν να γεμίσουν την ώρα τους, να βάλουν τη χαρά μέσα τους. Παιδιά παραμελημένα, ξεχασμένα στο περιθώριο. Στις συναντήσεις μας τα χαμόγελα γίνονταν μεγάλα και πλατιά, οι λέξεις που μοιραζόμασταν αγγλικές, ελληνικές, αραβικές, φαρσί, και πολλές φορές μόνο με νοήματα, αλλά πάντα επικοινωνούσαμε ακόμα και με τα μάτια. Και κάθε φορά που φεύγαμε ευχόμασταν ευοίωνη συνέχεια στη ζωή τους, γιατί ποτέ δεν ξέραμε αν θα τα ξαναδούμε και την επόμενη φορά. Η Σούδα ήταν η δική τους μικρή προσωρινή κοινωνία και ελπίζω τα όσα δύσκολα έζησαν, να σβήσουν κάποια στιγμή από τη μνήμη τους. Εύχομαι, όπου βρεθούν, να ζήσουν πραγματικά την παιδική τους ηλικία, χωρίς φόβο, χωρίς πένθος, χωρίς άλλες απώλειες.
Α. Κ.
– What can I say. The days were full of contradictory feelings. A sense of hope at first. Then the suffering began . Feeling safe and fear at the same time. A feeling of love and hope with my new friends. Now I am far from feeling sorry for others.
Longing for my friends. Nostalgia for the island of Chios. Sometimes I want to go back again. I want to say thank you to everyone, refugees, population on the island. For everything he helped and tried to enter the joy to that place called the Suda Camp.
M.Α.
– I saw many stories, every refugee carrying a story, a lot of tears .. painted a lot of wishes. How can I forget those days? I lived in the tent a whole year. I cried, I feel, it is my real home.
M.S.J.
– I really feel sad. I can’t imagine how the people are now in vial…
H.Ο.
– Ανάμεικτες οι αντιδράσεις. Κατά βάθος ο μέσος άνθρωπος πιστεύω θα ήθελε να πατήσει ένα κουμπί και όλη η εικόνα να εξαφανιστεί. Και φόβος υπάρχει μην κι η συνωμοσιολογία έχει τελικά κάποια βάση. Κυρίως όμως φόβος για το δικό μας αύριο. Είτε μη βρεθούμε στη θέση τους είτε μην αναγκαστούμε να κάνουμε λίγο πέρα να σταθούνε κι αυτοί στη θέση που έχουμε πιάσει κάτω απ’ τον ήλιο. Είναι κι η συνείδηση που ανελέητα μας τύπτει ότι οφείλαμε να βοηθήσουμε και δεν το κάναμε. Δεν ντύσαμε τους γυμνούς και δεν ταΐσαμε τους πεινασμένους δεν τους δώσαμε γωνιά να απαγκιάσουν, μόνο τους πετάξαμε στο κρύο και τη βροχή. Γιορτάζαμε Χριστούγεννα κι αυτοί πάγωναν στο χιονόνερο. Η Σούδα κλείνει και θα κάνουμε όλοι σα να μην έγινε ποτέ. Αλλά η αδιαφορία μας πλήγωσε την κοινωνία ανεπανόρθωτα και δεν ξεγράφει.
Σ.Μ.
Μερσινίδι, Κήπος, λιμάνι, Ταμπάκικα, ΔΗΠΕΘΕ, Σούδα, ΒΙΑΛ. Τόποι που το χώμα τους θα μείνει για πολλά χρόνια βρεγμένο από τα δάκρυα χιλιάδων ανθρώπων που πέρασαν, θ’ ακούγονται τα γέλια και τα κλάματα των παιδιών, οι κουβέντες των μεγάλων, καυγάδες, αναστεναγμοί και προσευχές. Κι εμείς θα τ’ ακούμε και θα μας στοιχειώνουν…