του Ευγένιου Μιχαήλ
Οι διεθνείς κυβερνήσεις στέκονται αρνητικές απέναντι στην καταλανική ανεξαρτησία. Αλλά η διεθνής κοινή γνώμη είναι σαφώς πιο θετική. Αυτή η υποστήριξη είναι υπαρξιακής σημασίας για τους Καταλανούς. Κράτη άνευ διεθνούς αναγνώρισης δύσκολα υπάρχουν. Το παράδειγμα του τουρκοκυπριακού «ψευδοκράτους» είναι σχετικό και διδακτικό. Ο μόνος τρόπος να κερδίσουν οι Καταλανοί είναι να μας κάνουν να τους αγαπήσουμε, ή τουλάχιστον να τους συμπαθήσουμε.
Όμως, η θετική κοινή γνώμη απέναντι σε αυτονομιστικά κινήματα δεν είναι δεδομένη, όπως λέει και ο Slavoj Žižek σε ένα πρόσφατο του άρθρο. Ο διάσημος Σλοβένος διανοητής δεν μπορεί ακόμη να ξεχάσει την αντίθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς στην ανεξαρτητοποίηση της χώρας του από τη Γιουγκοσλαβία στις αρχές του 1990. Γιατί τότε η αριστερά ήταν ενάντια και τώρα είναι υπέρ, διαμαρτύρεται. Και παραδόξως, μάλλον ο Žižek έχει δίκιο.
Καθώς οι Καταλανόι βαδίζουν πρός την ανεξαρτησία, υπάρχουν πολλοί λόγοι να συμπαθεί κανείς με τον αγώνα τους. Πάνω από όλα έχουν τις μνήμες της δεκαετίας του ’30, των ριζοσπαστικών πολιτικών πειραμάτων και των ηρωικών μαχών που δόθηκαν στη Βαρκελώνη ενάντια στα φασιστικά στρατεύματα στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. Έχουν τα κείμενα του George Orwell από εκείνες τις μάχες και τις πολλές ιστορίες των εθελοντών των διεθνών ταξιαρχιών, μνήμες που μετέτρεψαν την Καταλονία σε μια χαμένη γλυκιά πατρίδα για γενιές ολόκληρες Ευρωπαίων αριστερών. Έχουν τις πληγές της μακράς δικτατορίας, από το 1939 και για σχεδόν σαράντα χρόνια, όταν ο στρατηγός Franco απαγόρευσε τη χρήση της καταλανικής γλώσσας και έκλεισε πολιτιστικά ιδρύματα, επιβάλλοντας ένα κεντρικό ισπανικό εθνικισμό.
Οι Καταλανοί έχουν αρκετά ατού στη μάχη της διεθνούς κοινής γνώμης. Κερδίζουν σαφώς στο επίπεδο της συμπάθειας. Ποιός άκαρδος δε θα τους κάνει τη χάρη;
Αυτό όμως που μένει αμίλητο στη διεθνή κουβέντα για την Καταλονία, είναι το αρχικό υλικό, η βάση πάνω στην οποία βασίζεται το αίτημα της ανεξαρτησίας: ο καταλανικός εθνικισμός. Άμα επί δικτατορίας ήταν ο κεντρικός, ο καστιλιάνικος εθνικισμός της Μαδρίτης που οδηγούσε τότε τις εξελίξεις, τώρα είναι ο καταλανικός. Το βασικό ερώτημα είναι ποια η διαφορά μεταξύ τους. Γιατί να αντιπαθούμε τον ένα και γιατί να συμπαθούμε τον άλλο; Υπάρχει καλός εθνικισμός; Αυτό δεν είναι μια κουβέντα που γίνεται. Στα μουλωχτά υπονοείται ότι όντως μπορεί να υπάρχει ένας εθνικισμός που να είναι ευγενής και δημοκρατικός, αποδεκτός ακόμη και στην αριστερά. Σίγουρα οι Καταλανοί θα το κάνουν καλύτερα από άλλους, μιας και έχουν μια κάποια δημοκρατική παράδοση. Αυτή είναι η κεντρική υπόθεση στη βάση της διεθνούς υποστήριξης για τους Καταλανούς. Είναι όμως σωστή;
Εθνικισμός είναι η πολιτική ιδεολογία που απαιτεί την ταύτιση του κράτους πάνω από όλα με την «εθνική ταυτότητα» και τα εθνικά συμφέροντα του λαού που το κατοικεί. Κατά τον εθνικισμό, άνευ κράτους το έθνος είναι έκθετο. Και άνευ έθνους το κράτος είναι άψυχο. Για το εθνικισμό είναι αυτονόητο ένα κράτος, από τη μία του γωνία ως την άλλη να κατοικείται από ένα λαό με την ίδια εθνική ταυτότητα – είτε αυτή ορίζεται βάσει κάποιων αρχαίων δεσμών είτε ορίζεται ως ένα σύγχρονο κοινωνικό συμβόλαιο. Χώρος για άλλες εθνικές ομάδες δεν υπάρχει στο έθνος-κράτος του εθνικισμού. Ο εθνικισμός παίρνει την αγάπη του καθενός για τον τόπο του και τη μετατρέπει σε πολιτική ιδεολογία.
Τι θα κάνει το νέο Καταλανικό κράτος με τους περίπου μισούς του κατοίκους που αντιτίθενται στην ανεξαρτητοποίηση του; Τι θα κάνει με τα εκατομμύρια των μη Καταλανών Ισπανών που ζουν στη Καταλονία; Πώς θα αισθανθούν αυτοί οι εκφραστές μιας «Ισπανίας» που προκαλεί τόση αντιπάθεια στους «Κατάλανούς» που θέλουν να αποσχιστούν από αυτή; Πότε θα χτιστούν οι πρώτοι συνοριακοί σταθμοί; Πότε θα ανέβουν φράχτες, νοητοί ή και πραγματικοί, εκεί όπου σήμερα είναι χωράφια και πλαγιές όσο τραβά το μάτι σου. Οι Καταλανοί αρέσκονται να μιλάνε για το πόσο διαφορετικός είναι ο εθνικισμός τους, «ανοιχτός στους ξένους». Πιθανώς να είναι έτσι. Για τώρα. Αρκεί οι ξένοι να μην είναι από δίπλα, από τη Μαδρίτη ή τη Σεβίλλη. Μήπως αυταπατώνται οι Καταλανοί;
Ο εθνικισμός βέβαια δεν είναι ο μόνος τρόπος να δομήσει κανείς ένα σύγχρονο πολιτικό πρόγραμμα. «Το θέμα είναι ταξικό», λέει, για παράδειγμα, ένας παλιός Καταλανός συνδικαλιστής που αγωνίστηκε ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο. «Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τον άνθρωπο που στέκεται δίπλα μου. Αυτός που στέκεται από πάνω μου είναι το πρόβλημα». Οικονομικές, ταξικές, πολιτικές διεκδικήσεις διαφόρων ειδών και αποχρώσεων μπορούν να ενώσουν «ντόπιους» και «ξένους». Μαζί μπορούν να διεκδικήσουν καλύτερους μισθούς, αντιπροσωπευτικότερες δημοκρατικές διαδικασίες κτλ. Ενωμένοι θα είναι και πιο δυνατοί. Αυτό ήταν το σύνθημα κάποτε.
Ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός προσέφεραν εναλλακτικά μοντέλα αντί του εθνικισμού καθόλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Όμως, από το 1990 και μετά, πρώτα η μια και μετά η άλλη, και οι δύο μεγάλες ιδεολογίες έχασαν την αίγλη τους. Το κενό ήρθε να καλύψει ο σύγχρονος ευρωπαïκός εθνικισμός. Σημερα, φαίνεται σαν η μόνη ιδεολογία που καρπώνεται τη λαική δυσαρέσκεια μετά από χρόνια πολιτικής και οικονομικής κρίσης.
Ο εθνικισμός έχει αναστηθεί για τα καλά στην Ευρώπη. Κάποιοι από τους θιασώτες του είναι προβλέψιμοι όπως το Alternative für Deutschland στη Γερμανία, ο Viktor Orban στην Ουγγαρία, ή η Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία. Κάποιοι άλλοι όμως σίγουρα προκαλούν μια κάποια έκπληξη. Πότε πρόλαβαν και έγιναν εθνικιστές οι Βρετανοί – μέχρι πρότινος πρωτοπόροι και χειροκροτητές της παγκοσμιοποίησης; Σε μια περίοδο μεγάλων πολιτικών και οικονομικών αδιεξόδων τα εθνικιστικά/αποσχιστικά κινήματα φαντάζουν σαν μια κάποια λύση. Για τους οπαδούς τους, η ελπίδα ενός άγνωστου, εθνικού μέλλοντος είναι προτιμότερη από τα σημερινά προβλήματα. Κατά πόσο όμως ο σύγχρονος ευρωπαϊκός εθνικισμός είναι όντως άγνωστος;
Όπως και τώρα, ο εθνικισμός είχε ξεκινήσει αισιόδοξα, σαν ένα απελευθερωτικό κίνημα που επέτρεψε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από τα τέλη του 18ου αιώνα και τη Γαλλική Επανάσταση να διεκδικήσουν τη δημοκρατικοποίηση τους. Αποκορύφωμα εκείνης της φάσης του «δημοκρατικού εθνικισμού» ήταν το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν βάσει των αρχών των εθνοτήτων άλλαξε όλος ο Ευρωπαïκός χάρτης ανατολικά του Ρήνου. Τα έθνη-κράτη, δημιουργήματα του εθνικισμού, φάνταζαν ως η διέξοδος προς το μέλλον. Ο κάθε λαός με το έθνος-κράτος που του άρμοζε θα μπορούσε επιτέλους να αφήσει τη δημιουργικότητά του αχαλίνωτη. Ο αφελής ενθουσιασμός των αποσχιστικών κινημάτων για ένα λαμπερό μέλλον ακούγεται πολύ όμοιος με τις υποσχέσεις των σύγχρονων Ευρωπαίων εθνικιστών που ακόμη και άμα νικήσουν, όπως στην περίπτωση του Brexit, αποδεικνύονται ανίκανοι να τις πραγματοποιήσουν.
Όπως και σήμερα, έτσι και πριν από έναν αιώνα, η εθνική «αποκατάσταση» εκείνων των πρώτων κινημάτων δεν έφερε ούτε οικονομική ούτε δημοκρατική πρόοδο. Οι κρατικές γραφειοκρατίες αλλάξανε πρόσωπα, αλλά μείνανε οι ίδιες. Οι φτωχοί αλλάξανε αφεντικά, αλλά παραμείνανε φτωχοί. Δικτατορίες πήραν πίσω τα πενιχρά πολιτικά δικαιώματα που είχαν τόσο δύσκολα κερδηθεί, επικαλούμενες την προστασία «εθνικών» συμφερόντων και παραδόσεων αρτιφισιέλ. Χειρότερα από όλα, τα νέα έθνη-κράτη ανακάλυψαν ότι δεν ήταν 100% ομογενή. Όποιος δεν ταίριαζε με την εθνική ταυτότητα του κράτους ήταν πρόβλημα. Και τα προβλήματα θέλουν πάντα μια κάποια λύση. Ο μεσοπόλεμος χαρακτηρίζεται από μια πανευρωπαϊκή άνοδο ενός νέου είδους εθνικισμού, ανταγωνιστικού προς καθετί διαφορετικό του «εθνικού». Ο εθνικισμός της δημοκρατικής ελπίδας αντικαταστάθηκε από τον εθνικισμό του φασιστικού φόβου. Θανατηφόρο αποκορύφωμα αυτής της φάσης ήταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα εγκλήματα των Ναζί και της πλειάδας των συνεργατών τους ανά την Ευρώπη, έδειξαν τον εθνικισμό ως μια ιδεολογία μίσους και βίας.
Μετά το πόλεμο, ο ευρωπαϊκός εθνικισμός έμοιαζε να έχει κλείσει τον κύκλο του. Τη δεκαετία του 1980 – περίοδο άνθησης της επιστημονικής μελέτης του εθνικισμού – κανένας από τους διάσημους ερευνητές του φαινομένου δεν ανέμενε την αναβίωσή του. Τα έθνη-κράτη της Δυτικής Ευρώπης τα κατάπινε η ΕΟΚ. Τα έθνη κράτη της Ανατολικής Ευρώπης τα είχε καταπιεί η ΕΣΣΔ. Μέχρι το 1990 ο εθνικισμός εξετάζονταν σαν μια ιδεολογία του παρελθόντος, ξεχασμένη και απαξιωμένη. Το εθνικιστικό μικρόβιο είχε απομονωθεί και εξοντωθεί. Πόσο μακριά φαντάζει σήμερα εκείνη η εποχή!
Ο εθνικισμός επέστρεψε στην Ευρώπη ακριβώς όταν όλοι νομίζανε ότι είχε πεθάνει και ξεχαστεί.
Πρώτη χώρα που αγκάλιασε εκ νέου τον εθνικισμό ήταν η Γερμανία, η οποία θεώρησε ως αυτονόητα φυσιολογικό το αίτημα για την «ενοποίηση» της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία το 1990. Ελάχιστοι αντέδρασαν. Ο «δημοκρατικός εθνικισμός» ήταν ξανά της μόδας. Μετά ήρθε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η πίστη στη δημοκρατική διάσταση του εθνικισμού ήταν το βασικό επιχείρημα της ευρωπαϊκής αποδοχής της ανεξαρτητοποίησης των Γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών το 1991-2. Για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια νέα έθνη-κράτη δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη: Σλοβενία, Κροατία. Άλλα ακολούθησαν. Και άλλα έπονται.
Σήμερα, μέχρι στιγμής τα περισσότερα εθνικιστικά κινήματα προβάλουν τα στοιχεία ενός δημοκρατικού εθνικισμού. Όμως ο ανταγωνιστικός εθνικισμός υποβόσκει πολύ κοντά στην επιφάνεια. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό είναι πιο ξεκάθαρο: Ουγγαρία, Πολωνία, Βρετανία, Βόρεια Ιταλία, Φλαμανδία. Στην Καταλονία, όπως και στη Σκωτία, η μακρά παράδοση του – για αιώνες ανεκπλήρωτου – δημοκρατικού εθνικισμού δίνει την εντύπωση ότι σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να ελπίζουμε ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από το κύκλο μετατροπής του σε ανταγωνιστικό εθνικισμό. Είναι όμως αυτό δυνατό; Σε αυτό το ερώτημα καμία ηγεσία αποσχιστικού κινήματος δεν έχει δώσει μια πειστική απάντηση. Την ίδια ώρα άλλοι εθνικισμοί έχουν αρχίσει να ξυπνούν με ανταγωνιστικές διαθέσεις ενάντια στον καταλανικό, όπως αυτός που θρέφει την ιδέα του μεγαλύτερου έθνους-κράτους της περιοχής – ο ισπανικός εθνικισμός.
Οι αποσχιστές και οι νέοι εθνικιστές παίζουν την πολιτική της ελπίδας. Τι θα κάνουν όμως όταν οι λύσεις τους δεν αποδώσουν τα δημοκρατικά και οικονομικά οφέλη που οι υποστηρικτές τους αναμένουν. Τι θα κάνουν όταν βρεθούν με άλλους ανταγωνιστικούς εθνικισμούς απέναντί τους. Η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία μας απαγορεύει να είμαστε αισιόδοξοι. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά η διεθνής κοινή γνώμη.
Η Καταλονία δεν είναι Παλαιστίνη, δεν είναι Κουρδιστάν. Δεν είναι ούτε Βόρεια Ιρλανδία, ούτε Κόσοβο. Η Καταλονία δεν έχει τέτοιες ιστορίες μακρινής και βαθιάς βίας – βίας που να σπρώχνει αμετάκλητα τους Καταλανούς να ζήσουν χώρια από τους υπόλοιπους κατοίκους της Ισπανίας. Όμως, όσο η τωρινή κρίση συνεχίζεται, και η κεντρική κυβέρνηση του καθομολογουμένως αντιπαθητικού Mariano Rajoy συνεχίζει στο δρόμο της καταστολής, τόσο η βία θα απλώνεται και οι ιστορίες θα βαθαίνουν. Και τότε η ανεξαρτησία θα ακούγεται πιο δίκαιη και απαραίτητη. Μακάρι να μην είναι αυτή η σκέψη των Καταλανών ηγετών αυτές τις κρίσιμες στιγμές.