Η πλάτη του ήταν χαραγμένη από καμιτσιές, ένας λεβεντόγερος με άσπρο μαλλί κι άσπρο μουστάκι. Τον έβλεπα συχνά πυκνά στα σκαλάκια της γιαγιάς να κάθεται παρέα της να πίνουν καφέ, τον αγαπούσε, τον πρόσεχε από κείνα τα χρόνια της Κυδιάντας, όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν.
Δεν είχε περάσει και λίγα, αριστερός, κομμουνιστής από τους λίγους, με αγώνες στην πλάτη του, εξορίες και φυλακές και σαν τον ερώταγα, μα καλέ θείε δεν επόναγες, εγέλαγε ολόκληρος και σκεφτόμουνα πως επιτέλους εγνώρισα έναν ήρωα.
Εμφύλιος κι όποιος μίλαγε για δικαιοσύνη, ισότητα κι αγώνες έμπαινε στη μαύρη λίστα, ρουφιάνοι, καταδότες παντού, οι χωροφύλακες τους ψάχνανε, κάνανε το νησί άνω κάτω.
24 του Γενάρη του ’48, ημέρα Σάββατο και το Παναγιωτάκι με τη Μαρία του κάμανε το γάμο τους στον Αη Γιάννη, τη χωριοκκλησιά, το γλέντι στήθηκε στο σπίτι της άμιας της Ζαμπέτας. Από μέρες κυκλοφορούσε η φήμη της επίθεσης, βάλανε το Σταυράκι, το Μήτσο και τον Αντώνη να φυλάνε τσίλιες , εκεί στη Παλιαμέλισσα κι άμα δούνε ασκέρι ν’ ανεβαίνει να ειδοποιήσουνε. Εγλεντούσαν οι αθρώποι και χαίρονταν , πίναν και τρώγανε, χορεύανε. Κεφάτη ήταν η νύχτα, εσχόλασεν ο γάμος, γλυκοκοιμόντουσαν με τη ρακή ζαλισμένοι κι η νύχτα αγρίεψε, τους έπιασαν στον ύπνο.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν πως πρώτα οι Τράτσηδες, οι ‘’αναρχοσυμμορίτες’’ σκότωσαν το Μυλωνά τον χωροφύλακα, όμως οι χωριανοί λένε πως οι χωροφυλάκοι πρώτοι σκοτώσαν τον Σταμάτη και τους πιστεύω. Έγινε χαμός στο χωριό, ντουφεκιές παντού, ο Γιάννης κι ο Δημήτρης, τ’ αδέρφια του, τα κατάφεραν και ξέκοψαν, ο Δημήτρης, είπαν, ντύθηκε γριά στο σπίτι της άμιας της Σοφούλας και τους κορόιδεψε, ο Γιάννης φώναζε από ψηλά, αέρα, χωριανοί ξεσηκωθείτε, μη φοβάστε.
Ν’ αφήσετε τα σπίτια σας ανοικτά και να μαζευτείτε όλοι στο καφενείο, διέταξαν οι χωροφύλακες, έβαλαν τους χωριανούς να κατεβάσουν με τα χέρια τον Μυλωνά στη Λαγκάδα, στην πόλη τον κάναν ήρωα, κατά πως τους βόλευε. Ήταν οι τελευταίες μέρες του σχολειού της Κυδιάντας, φοβήθηκε, είπαν, ο δάσκαλος και το σχολειό που λειτουργούσε στο σπίτι του πάππου του Γιάννη του Καδή σταμάτησε δια παντός.
Τ’ αδέρφια κρύφτηκαν στην ανταρτοσπηλιά, τους πήγαιναν φαί, κατέβαιναν νύχτα στον Κρικελή ποταμό να γεμίσουν νερό, το χωριό τους βοήθησε όπως μπορούσε, ρουφιάνους αναμεταξύ τους δεν είχαν στην Κυδιάντα.
Τους συνέλαβαν μαζί με άλλους κομμουνιστές κάπου στον Κάμπο, τους πήγαν στις φυλακές Αβέρωφ, Πέμπτη στις 19 Αυγούστου κάλεσαν δεκατρείς Χιώτες μελλοθάνατους. Τα δυο αδέρφια υποχρεώθηκαν να διαλέξουν ποιος θα ζήσει. Ο Δημήτρης σαν πιο μεγάλος είπε: εγώ στο απόσπασμα κι ο Γιάννης στην εξορία. Έγινε το αντίθετο, ο Δημήτρης είχε παιδιά. Αυτόν τον άνθρωπο θυμάμαι να πίνει το ούζο του ανέρωτο και να χαμογελά.
Μπορεί να μου διαφεύγουν πολλά, μπορεί να μπήκα σε δρόμους που έχουν μπάρες και διόδια, δεν είμαι ιστορικός, όμως όποτε ακούω τούτην την ιστορία βλέπω τρία παλικάρια να παλεύουν γι’ αυτό που πιστεύουν, να αγωνίζονται, να πηγαίνουν εξορία, να βασανίζονται και να πεθαίνουν. Εκείνα τα χρόνια, τα παλιά.
Συζήτηση4 Σχόλια
Είμαι γυιός του Σταμάτη του Τράτση απ την Κυδιάντα και ζώ εδω και 48 χρόνια στη Γερμανία.
Δέν σας γνωρίζω προσωπικά. Διάβασα όμως το άρθρο σας στην «Απλωταριά» και μου είναι
σάν να σας ήξερα απο χρόνια.
Αντί σχολίου σας στέλνω ένα ποίημα που έγραψα πρίν χρόνια για τον θείο μου Ιωάννη Τράτση
που εκτελέστηκε στην Κασαριανή.
Το ποίημα αυτό το αφιέρωσα φυσικά στο θείο μου τον ίδιο εις μνήμην
αλλά συνάμμα και στους εν Χίω και απανταχού ζήσαντας και ζώντας προδότες του ανθρωπισμού.
Σε περίπτωση που σείς θα το νομίζατε «εφικτό»,
σας επιτρέπω να δημοσιεύσετε το ποίημα στην εφημερίδα σας.
_______________________________________________________________________________________________________________
Στο καταμεσήμερο
———————————-
Στο καταμεσήμερο της ζωής σου
να περπατάς σε βλέπω
Λές και Δευτέρα ν άταν
και βγόδιζες εσύ στον Αη-Γιάννη
Πιός θε ν άξερε γιατί,
ξύλα, λιοκλάδεμα, μπόλιασμα;
Η ξεγνοιασιά σου με τρομάζει
Εσύ, Τράτσης-άφοβος
λές και μόνος ήσουνα
σε τούτον τον πλανήτη που πλανιέται
Λές και αρπακτικά όρνια δέν υπήρχαν
πανταχόθεν
Απο πίσω σου τρέχω αλαφιασμένος
μια κουβέντα μόνο να σου πώ
Ξέρεις δα:
το λίγο θάρρος σ αυτούς που δίνουν
τσιμά πρίν φύγουν
δίχως μάννα, χωρίς παρηγοριά
Φύύύγε
μου λές, φύγε!
Έφυγα, συντριμμένος, σκοταδιασμένος
Γιατί μ έδιωξες,
χωρίς το λόγο να μου πείς
– το λόγο π ούξερα
Κι εσύ να περπατάς συνέχισες
λέφτερος για να μαρτυρήσεις,
στην ανάγκη της λεφτεριάς
και της δικαοσύνης
Στο καταμεσήμερο της ζωής σου
Για τη λεφτεριά και τη δικαιοσύνη που λέγατε,
σείς οι Τράτσηδες!
Αχ, βρε θείε!
Για ποιά λεφτεριά;
για ποιους, σε ρωτώ
για ποιους;!
(Στέφανος Σταματίου Τράτσης/ πρίν χρόνια)
_____________________________________________________________________________________________
Mε φιλικούς χαιρετισμούς
Στέφανος Τράτσης
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, είμαι πολύ συγκινημένη και περήφανη που έχω τέτοιους προγόνους με ιδανικά και αξίες. Να είστε γερός.
Βιτόργια Γεωργούλη του Γιάννη του Καδή
Κυρία Γεωργούλη, σας ευχαριστούμε πολύ για το άρθρο σας. Είμαι η ετεροθαλής αδελφή του Στέφανου Τράτση και συγκινήθηκα βαθιά διαβάζοντας την ιστορία σας. Έμαθα πραγματα που δεν τα γνώριζα και που η μητέρα μας, ίσως δεν άντεχε να μας τα πει ή εγώ ήμουν πολύ μικρή τότε, για να τα θυμάμαι. Από άλλο συγγενή μας, ανηψιό των τριων αυτών αδελφών, μάθαμε κι άλλες λεπτομέρειες που τις αφηγήθηκαν η μητέρα μου και η μητερα τους Σεβαστή Τράτση που ήταν μπροστα στο τραγικό γεγονός. Νομίζω πως έχετε κάποιο κατάστημα κοντά στην Απλωταριά. Εκεί στο τέλος της ήταν και το σπτι της μητέρας μου, της οικογένειάς μας. Ελπίζω την άνοιξη να έρθω στη Χίο και θα χαρώ ειλικρινά να σας γνωρίσω από κοντα. Με θερμούς χαιρετισμούς Μαρικαίτη Στρογγυλούδη.
Θα χαρώ πολύ να σας γνωρίσω από κοντά. Σας ευχαριστώ πολύ.
Βικτωρία Γεωργούλη