του Κοσμά Τσόλα
Αν τυχαίνει κι είσαι από αυτούς που τους αρέσει να περιπλανιούνται στα χιλιοκαμένα και έρημα πια βουνά του νησιού μας, σίγουρα έχεις συναντηθεί μαζί τους.
Είναι κάτι ταπεινές λίθινες κατασκευές, αληθινά κομψοτεχνήματα, κελύφη που τα εγκατέλειψε εδώ και χρόνια η ζωή.
Κτίσματα χαμηλά, προεξέχουν από το έδαφος όσο να σκεπάσουν ένα όρθιο σώμα, χρειάζεται να αποδώσεις τη δέουσα προσοχή για να τα ξεχωρίσεις.
Τα περισσότερα μισογκρεμισμένα, αποσυντίθενται σε σωρούς από πέτρες, αφημένα στη λήθη του χρόνου.
Άλλα με χειρότερη μοίρα καταντούν σκουπιδοτενεκέδες…
Μιλώ για τα πέτρινα κυλινδρικά καλύβια των βοσκών, με τον εσωτερικό θόλο τους, ίδια χελιδονοφωλιά.
Έτσι και θελήσεις να επισκεφτείς το εσωτερικό τους, οπωσδήποτε θα γονυπετήσεις για να περάσεις μπουσουλώντας τη θύρα τους, όπως για να προσκυνήσεις ένα αγίασμα, μια απαίτηση ταπεινότητας, στην εισαγωγή του σκληρού αυτού βίου.
Κι όταν βρεθείς μέσα, με την ίδια ακριβώς αίσθηση της εισόδου σε ένα μικροσκοπικό σπήλαιο, μπορείς να ψηλαφίσεις με την φαντασία σου τον τρόπο που η φλογίτσα της ζωής κάποτε εκεί μέσα, προσπαθούσε να συντηρηθεί.
H χρήση και η καταφυγή τους σε αυτά ήταν ζωτικής σημασίας για τους ποιμένες εκείνους.
Το ξέρω θα σου φανεί εντυπωσιακό όμως αυτά τα καλύβια δεν προορίζονταν για ζώα, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, μέχρι πρότινος κι εγώ.
Το εσωτερικό αυτών των καλυβιών ήταν ο μοναδικός προστατευμένος χώρος που οι βοσκοί διέθεταν, κυρίως για να κοιμηθούν.
Το σύνολο σχεδόν του καθημερινού βίου τους εξαντλούνταν εκτεθειμένο στα φυσικά στοιχεία της υπαίθρου. Στον ήλιο, τη βροχή, τον αέρα, το χιόνι, το κρύο και τη ζέστη.
Μέσα στα καλύβια αυτά όμως, όσο παράδοξο κι αν σου φαίνεται σήμερα κι όχι στο πολύ μακρινό παρελθόν, γεννιούνταν ακόμα και παιδιά, που με μια πρωτόγονη κατασκευή με σκοινί και τσουβάλι, απολάμβαναν τα πρώτα παρηγορητικά λικνίσματα του άγουρου βίου τους.
Προσπαθώ να συλλάβω την εικόνα των παρατημένων πια βουνών, με τσοπάνηδες να συνωστίζονται στα ορισμένα από την κοινότητα σύνορα της βόσκησης.
Αλλά και μιας υπαίθρου σφύζουσας από ζωή και κίνηση.
Τα βουνά να μερμηγκιάζουν από ζώα κι ανθρώπους, το κάθε δέντρο, η κάθε πέτρα να έχει το όνομά της.
Τα χωράφια περιποιημένα σα κρεβάτια νυφικά κι οι γεωργοί εκεί να προσκυνούν ολημερίς.
Τα ίδια και οι βάρκες και τα καΐκια να τρυγούνε άοκνα σα τις μέλισσες ένα γύρο τη θάλασσα.
Αυτά λοιπόν ήταν τα τρία σημεία που καθόριζαν το ευκλείδιο επίπεδο που πατούσαν σταθερά για να ζήσουν οι πατεράδες μας και μετά λόγου γνώσεως δεν λέω οι παππούδες μας, η κτηνοτροφία, η γεωργία και η αλιεία.
Ξεχαρβαλώθηκαν στις μέρες μας τούτοι οι τρείς άξονες και παραπατούμε γυρεύοντας να βρούμε μια καινούργια ισορροπία.
Δεν πρόκειται για νοσταλγία του παρελθόντος, αλλά για διαπίστωση που όλοι μέσα μας κρυφά την κάνουμε.
Οι συνθήκες βέβαια εκείνης της ζωής, ιδίως της ποιμενικής, ήταν ανυπέρβλητα πενιχρότερες και στερημένες σε σχέση με τη δική μας.
Εκτός από την καθημερινή πάλη για την επιβίωση, με την κυριολεξία της λέξης, που γινόταν όμως μεταξύ τους με κανόνες και αλληλοσεβασμό, υπήρχαν μύριες άλλες δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν.
Τους πλεονέκτες εμπόρους που τους λυμαίνονταν με χίλια δυο τεχνάσματα, ώστε να τους «αρμέξουν» ότι παραπανίσιο μπορούσαν και μετά να τους βάλουν στο χέρι με το σύστημα του δανεισμού.
Την πείνα συχνή σύντροφο, που δεν ήταν άγνωστη σε κακές χρονιές, αλλά και συχνότερα όταν ο βοσκός δεν είχε να ρίξει ένα κομμάτι παξιμάδι στο ντουρβά του κι αναγκαζόταν να το δανειστεί.
Όμως όπως ένα φυτό ξερικό, που βασανίζεται για να καρπίσει το μοναδικό καρπό του, που είναι όμως ασύγκριτα νοστιμότερος από τους άλλους, έτσι και οι βοσκοί τούτοι παρήγαγαν προϊόντα ασύγκριτης ποιότητας.
Το θρυλικό και πανάκριβο ξερομούζηθρο που κανείς δυστυχώς πια δεν θα ξαναδοκιμάσει.
Έλειψε βλέπεις πια ο αψηλός ασφένταμος, που στην κορφή του ανάμεσα στα κλαδιά θηλύκωναν τις πέτρες, που πάνω σε αυτές θα στέγνωναν γρήγορα από το βορινό αέρα και τον καυτό ήλιο τα πολύτιμα τυροκέφαλα.
Απεικάσματα μιας ζωής πενιχρής, δύσβατης, ξερής και άγονης όπως τα βουνά που σε περιβάλλουν, ανεπίστρεπτα χαμένης στο χρόνο.
Το ερώτημα όμως παραμένει. Άραγε οι άνθρωποι τότε ήταν πιο ευχαριστημένοι;
Ήταν η ζωή που ζούσαν πιο ουσιαστική και ήρεμη; Άραγε τι θα προτιμούσαν;
Μέτρο σύγκρισης δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρξει.
Άραγε, εξακολουθώ να αναρωτιέμαι, το ίχνος αυτής της παρελθούσας ζωής, τα καλύβια που φτιάχτηκαν από μαστόρους που χάθηκε η τέχνη τους, αξίζει να διασωθούν και να παραμείνουν;
Σκέφτομαι όσο γράφω να επινοήσω επιχειρήματα μήπως και πείσω τους άλλους, μήπως και συγκινήσω κάποια αυτιά και προλάβουμε την εξαφάνισή τους.
Έρχονται διάφορά στο μυαλό μου περί πολιτιστικής κληρονομιάς, διάσωσης παραδοσιακών κτισμάτων, ανεπίστροφης καταστροφής.
Βάσιμα όλα, μα μου φαίνονται κάπως άστοχα.
Ομολογώ στο τέλος πως η μοναδική σκέψη που βρίσκει το κέντρο μου, είναι να διασωθούν γιατί είναι τόσο, μα τόσο όμορφα.
Φωτογραφίες: Γιώργος Κάκαρης
Οι σκέψεις αυτές δεν θα ήταν δυνατό να προκύψουν, χωρίς τη συζήτηση με το φούρναρη του Πιτυούς κυρ Γιάννη, ένα κινητό μουσείο ενθυμημάτων και εμπειριών, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα με το ψωμί, τις ελιές και τη σούμα του.
Συζήτηση3 Σχόλια
Ωραίο! ναι.
Τα τοπία διηγούνται
Καλύβια γκρεμισμένα.
Ασβεστοκάμινα απόμαχα,ξέσκεπα ξεχασμένα.
Μανδράκια του Κορακάρη σκεπασμένα προ πολλού με
τις εγκαταστάσεις σκυροδέματος.
Καράμουσας που η μούσα του σώπασε. ( Εγκιβωτισμένα τα νερά του)
Γυρίσματα με ξερολιθιές που αγκάλιαζαν το λιγοστό κοκκινόχωμα
με τις ελιές , τα κότσια, τα καχεκτικά συκοβάβουλα,
τα μετρημμένα λακκούδια με χλωροκούκια πρώιμα .
Ζωή μόχθου σωματικού, που ακόμη μιλάει.
Kοσμα! Αν και των θετικων επιστημών, οι ευαισθησιες σου γίνονται ….λογοτεχνημα!!!