Το Μάρμαρο, η Ράχη, η Μάνα νερού, η Βλυχάδα, τα Άνω Καρδάμυλα. Νερά και θάλασσες, ναυτικοί και βοσκοί, ιστορίες με καβούρια, και ιστορίες με ανθρώπους σε έναν τόπο που αλλάζει και ίδιος μένει.
20180225
Το αυτοκίνητο χτυπιόταν στο χωματόδρομο, με το Στρατή και το Μανώλη ξεκινήσαμε το πρωί από τη Χώρα, σταματήσαμε πάνω από την πλημμυρισμένη λαγκαδιά, στο κατέβασμα για την παραλία Δελφίνια. Ανάμεσα στα νερά είναι τα απομεινάρια ενός νερόμυλου, συρματοπλέγματα, πλίνθοι, χορτάρια και σκουπίδια. Θυμήθηκα την ταινία Στάλκερ του Ταρκόφσκι. Η πρόσβαση προς την παραλία απαγορεύεται από αυτή την πλευρά γιατί οδηγεί σε στρατιωτική περιοχή, οπότε γυρίσαμε πίσω και συνεχίσαμε προς Καρδάμυλα.
Βγήκαμε στην άκρη της παραλίας, νότια από το Μάρμαρο. Κλειστά τα περισσότερα σπίτια, κάποια εγκαταλελειμμένα, ένα παλιό ξενοδοχείο που θυμίζει τα Ξενία του ΕΟΤ, νερά και σωροί από πέτρες και άμμο. Ένας άντρας φωτογραφίζει με το τηλέφωνό του ένα παλιό σπίτι με χτισμένα τα κουφώματα. «Κάτι επισκευές θα κάνω στην στέγη, έχουν φύγει μερικά κεραμίδια. Όταν είναι βοριάς η θάλασσα φτάνει στα σπίτια, με μπουλντόζα βγάζουμε τα χώματα και τα φύκια». Ρώτησα για τον πληθυσμό: «πριν τριάντα χρόνια ήμασταν τριακόσια παιδιά στο γυμνάσιο, παλιά όλα τα Καρδάμυλα ήταν ίσαμε δέκα χιλιάδες, τώρα μαζί με τους Αλβανούς να ‘μαστε χίλιοι πεντακόσιοι;»
Πήγαμε δίπλα στο ξενοδοχείο, στη μεγάλη άδεια βεράντα προς τη μεριά της θάλασσας. Πολύ γρήγορα ήρθε ένας άνθρωπος, μας κοίταξε διερευνητικά: «Γεια σας, μην ανησυχείτε, φωτογράφοι είμαστε, βόλτα κάνουμε…» Είχε διάθεση για κουβέντα: «Ο ιδιοκτήτης είναι φίλος μου και προσέχω το κτίριο, θα ανοίξει το Πάσχα, είναι σε καλή κατάσταση, πέρσι έκανε ανακαίνιση στα δωμάτια, είναι μεγάλο μέχρι και σουίτες έχει. Στα Καρδάμυλα δεν έρχονται πολλοί Τούρκοι, οι περισσότεροι παραθεριστές έχουν σχέση με το χωριό, πολλοί είναι Ελληνοαμερικάνοι. Συνταξιούχος ναυτικός είμαι, έχω σπίτι στον Πειραιά, αλλά τι να κάμω εκεί, πάω το πρωί και το βράδυ φεύγω με το ίδιο βαπόρι. Εδώ έχω αυτό το άσπρο καΐκι και όποτε θέλω και το επιτρέπει ο καιρός πάω για ψάρεμα. Ο ένας μου γιος είναι ναυτικός αλλά ο άλλος είναι στεργιανός, εγώ ναυτικό τον ήθελα. Τα Καρδάμυλα θα μπορούσε να είναι το πιο πλούσιο μέρος του κόσμου, όλοι οι εφοπλιστές που κατάγονται από δω, εδώ είναι γραμμένοι, εδώ ψηφίζουν, μόνο που τα λεφτά και τις επιχειρήσεις τους τις έχουν αλλού».
Λίγο πιο πέρα από τη θάλασσα, πάνω από τα περιβόλια, σκαρφαλωμένος στην πλαγιά, είναι ο οικισμός της Ράχης· καινούργιες και παλιές κατοικίες ανακατωμένες, αρκετά διώροφα ψηλοτάβανα σπίτια με μεγάλα παράθυρα και νεοκλασικά στοιχεία, συνήθως σπίτια ναυτικών, κάποια έχουν μια πλάκα που αναφέρει τον χρόνο κατασκευής. Σε ένα σημείο είχε γκρεμιστεί το παλιό σπίτι, είχαν μπει τα θεμέλια και υψώνονταν τα σίδερα από τις κολώνες αλλά στο κέντρο έχει μείνει ένα κομμάτι από το παλιό δάπεδο με τα πλακάκια, και στην μια πλευρά ο πέτρινος τοίχος είναι καλυμμένος με μόνωση… Πιο χαμηλά εκεί που ξεκινούν τα περιβόλια που καταλήγουν στο Μάρμαρο, ανάμεσα στα χωράφια είναι ένα εστιατόριο και ξενώνας με πισίνα και παιδική χαρά, δίπλα βόσκουν πρόβατα. Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζει και η χρήση της γης, περπατήσαμε στα χωράφια γύρω από την πισίνα, πεσμένοι μαντρότοιχοι ορίζουν τις ιδιοκτησίες, ένα αυλάκι οδηγεί το νερό στα περιβόλια, τα ζώα έχουν μαζευτεί στην ταΐστρα. Βγήκαμε στην παραλία, τεράστια η προκυμαία, μισοτελειωμένο το πεζοδρόμιο ανάμεσα στο δρόμο και τη θάλασσα. Αποσπασματικά πρέπει να έχουν γίνει έργα ανάπλασης κατά καιρούς αλλά όχι μια συνολική λύση.
Συνεχίσαμε προς το Γιόσωνα, πίσω από την παραλία, ακολουθώντας τον αύλακα του νερού φτάσαμε στο φαράγγι, στη Μάνα νερού. Ορμητικά κατέβαινε το νερό από το Πελινναίο, ανάμεσα στα πλατάνια, τις λυγαριές και τις πικροδάφνες. Από πάνω ξεχώριζαν ακόμα οι παλιές ξερολιθιές που δημιουργούσαν αναβαθμίδες στις πλαγιές, ανάμεσα στην πλούσια βλάστηση υπήρχαν ακόμα ελιές. Ήθελα να μείνω αρκετή ώρα κάτω από τα πλατάνια, δίπλα στις βάθρες και τους μικρούς καταρράκτες, όχι τόσο για να το φωτογραφίσω όσο για να συγχρονιστώ με το τοπίο. Είναι πολύ δύσκολο να φωτογραφήσεις καθαρό φυσικό τοπίο χωρίς να πέσεις στην ευκολία του εντυπωσιασμού και της γραφικότητας. Ίσως γιατί όλα του τα στοιχεία αποτελούν ένα αδιαίρετο σύνολο· όλα τα έφτιαξε η φύση, αναπτύσσονται μαζί. Δεν υπάρχει ανθρώπινη επέμβαση, δεν μπορεί να πιαστεί το βλέμμα μας από επεμβάσεις, ασυνέχειες, εύκολους συνειρμούς και γνωστά σύμβολα και σημαινόμενα. Έτσι για να φωτογραφήσεις μάλλον πρέπει να γίνεις ένα με το τοπίο, να γνωρίσεις το μικρόκοσμό του και τον κύκλο της ζωής του· να ξεχάσεις ότι ξέρεις και να αρχίσεις από την αρχή. Δύσκολα πράγματα… οπότε κατεβήκαμε προς τη Βλυχάδα.
Βγήκαμε στην παραλία από το δρόμο της ταβέρνας, ο ιδιοκτήτης στεκόταν απέξω, μας κοίταζε παράξενα και με το δίκιο του τέτοια εποχή. Τα χωράφια είναι πλημμυρισμένα· «χτες άνοιξα με τη τσάπα δίπλα ένα αυλάκι για να φύγουν τα νερά» μας είπε. Ασύντακτη η περιοχή· χωράφια, παλιές κατοικίες, ένα νεόκτιστο, τοίχοι, σύρματα, το ποτάμι. Σ’ ένα σπίτι όχι και τόσο παλιό αλλά αφημένο, η κεντρική πόρτα ήταν ανοικτή, μπήκαμε διστακτικά· το πάτωμα καλυμμένο από νερά, όλα τα πράγματα ήταν σκεπασμένα με πλαστικό. Το τηλέφωνο ήταν στο πάτωμα μέσα στα νερά, το ακουστικό ανοικτό και ένα φωτάκι αναμμένο· οπότε υπήρχε ρεύμα στο σπίτι, το τηλέφωνο λειτουργούσε. Για μια στιγμή κοιταχτήκαμε, μας φάνηκε σαν να μπήκαμε σε θρίλερ. Στο ντουλάπι της κουζίνας υπήρχαν λίγα τρόφιμα, δεν πειράξαμε τίποτα και βγήκαμε. Είπαμε στον άνθρωπο της ταβέρνας να ειδοποιήσει τους ιδιοκτήτες ή κάποιους συγγενείς για να κλείσουν το σπίτι.
Συνεχίσαμε στα Άνω Καρδάμυλα. Παρκάραμε στην πλατεία· η όμορφη πλατεία χρησιμοποιείται για πάρκινγκ. Το γράφω και για μας, μπορούσαμε να βρούμε κάποιο άλλο σημείο. Ανεβήκαμε προς τα σπήλια· αυτοσχέδιο το χωριό, όπως και τα περισσότερα βορειόχωρα, η ταράτσα του κάτω είναι βεράντα για το πάνω σπίτι. Μόνο που πολύ λίγοι μένουν πια στο παλιό οικισμό, τα περισσότερα σπίτια είναι ερείπια. Χωρίς να το καταλάβουμε, μιλάμε χαμηλόφωνα μεταξύ μας, παρασυρμένοι από την ησυχία που επικρατεί. Στην κορφή μιας στενόχωρης σκάλας, ενός παλιού σκοτεινού σπιτιού, στέκεται μια κυρία· ψηλή, αδύνατη, ταλαιπωρημένη. Μας μιλά με ευγένεια κι ένα «σπάσιμο» στη φωνή και το σώμα. Εργαζόταν στη Χώρα πολλά χρόνια κάποια στιγμή ήρθαν με τον άντρα της εδώ, που είναι το σπίτι που γεννήθηκε. «Πέθανε εκείνος, πάνε χρόνια. Θα γύριζα στην Χώρα, αλλά είναι το πατρογονικό μου και θέλω να το κρατήσω». Ένα σκυλάκι τριγυρίζει στα πόδια μας, «είναι η συντροφιά μου». Της είπα να προσέχει τα νερά γιατί γλιστράει αυτή η απότομη κατηφόρα, «το ξέρω, τις προάλλες μου ρίξανε καυτό λάδι στη σκάλα για να με σκοτώσουν». Φεύγοντας είδα μια σειρά γλάστρες με γεράνια, «τα μαστιχάκια, εσείς τα φυτέψατε;» «ναι να ομορφύνω λιγάκι τη γειτονιά».
Στο πιο ψηλό σημείο του οικισμού είναι μερικά καλαίσθητα ενοικιαζόμενα πέτρινα. Πιο πάνω από τα βράχια φαίνεται όλη η μπερδεμένη αλλά πλούσια τοπογραφία της περιοχής. Τα Καρδάμυλα είναι ξεχωριστό μέρος της Χίου, συνδυάζουν πολλά διαφορετικά πράγματα: βουνό και κτηνοτροφία, περιβόλια και νερά, την θάλασσα και την ανθρώπινη δυναμική που δημιούργησε την πλούσια ναυτική παράδοση του τόπου. Μόνο που φθίνουν όλα αυτά τις τελευταίες δεκαετίες.
Με το τελευταίο φως κατεβήκαμε προς το καφενείο, ο Στρατής είχε έρθει πρόσφατα και γνώριζε τον Στράτο τον ιδιοκτήτη και τρία αδέλφια βοσκούς που έρχονται στο καφενείο. Στο δρόμο συναντήσαμε τον ένα από τρεις, τον Πέτρο που επέστρεφε από το μαντρί στο σπίτι του. «Δεν είμαι τώρα για το καφενείο, από τις πέντε το πρωί τώρα γυρίζω, και αύριο πάλι το ίδιο. Του Ευαγγελισμού θα τα πάω πάνω στο βουνό». Τον ρωτήσαμε για το καβουρολάγκαδο στο Πελινναίο, είναι κοντά στη μάντρα τους ένα πολύ ωραίο σημείο με τρεχούμενα νερά που έχει καβούρια. «Παλιά είχε πολλά, τώρα λίγα, αλλά ξέρετε πως ξεχωρίζουν από της θάλασσας; Του βουνού έχουν ένα βήτα καλλιγραφικό, να έτσι», μας το σχεδιάζει με το δάκτυλο στον αέρα, «και της θάλασσας έχουν το θήτα». Γελάσαμε, φώναξε ένα γείτονα που ήταν πιο πέρα, μας το επιβεβαίωσε κι αυτός. «Από τα καβούρια παλιά μπορούσαμε να καταλάβουμε αν έρχεται βροχή. Αυτά κάθονται κοντά στο νερό, αλλά στην άκρη ανάμεσα στις πέτρες. Όταν φεύγουν από το νερό σημαίνει ότι θα βρέξει πολύ γιατί θα φουσκώσει το ποτάμι και θα τα παρασύρει. Το ίδιο και με τα σκουλήκια, όταν είναι να βρέξει βγαίνουν από το χώμα». Στην ταβέρνα ήταν ο Στράτος με τη γυναίκα του που μαγείρευε, ο Κυριάκος αδελφός του Πέτρου και δυο συνταξιούχοι ναυτικοί.
Ρωτήσαμε αν τα νέα παιδιά επιλέγουν να γίνουν ναυτικοί· ο γιος του Στράτου τέλειωσε τη μηχανική σχολή και ετοιμάζεται να μπαρκάρει. «Ένα παιδί από τα Καρδάμυλα που αποφασίζει να γίνει ναυτικός, ξέρει τι το περιμένει, ξέρει από τον πατέρα του, τον παππού του, τους θείους του, έχει ακούσει άπειρες ιστορίες για μπάρκα και βαπόρια, για αυτόν είναι απόφαση ζωής, πάει να κάνει καριέρα. Ένα άλλο παιδί ας πούμε από την ηπειρωτική Ελλάδα που σκέφτεται να γίνει ναυτικός, μπορεί να μην ξέρει τι θα συναντήσει. Οπότε τα παιδιά μας προσαρμόζονται πιο εύκολα στις ανάγκες μιας εταιρίας, η οποία θέλει να κάνει τη δουλειά της». Ωραίο παράδειγμα για τη σημασία της παράδοσης για ένα τόπο, από τη μια εφόδιο αλλά από την άλλη ίσως παγίδα, γιατί μπορεί να σε εμποδίσει να ψάξεις νέους δρόμους και τρόπους.
Νυν και πρώην ναυτικοί χωρίς νοσταλγία και υπερβολές μας μίλησαν για οικονομικές απολαβές, χρονοναυλώσεις, σύγχρονα κι παλιά πλοία, εφοπλιστές, ναυάγια, ελέγχους για ναρκωτικά, πειρατές και δυσκολίες στη θάλασσα. Η κουβέντα είχε ενδιαφέρον, αλλά έπρεπε να επιστρέψουμε. Ρώτησα για έναν άνθρωπο που είχα συναντήσει στο καφενείο πριν ενάμιση χρόνο και μου είχε αφηγηθεί πολλά πράγματα για το χωριό. «Θείος μου· πέθανε πέρσι» είπε ο Κυριάκος.
Συζήτηση1 σχόλιο
Ένας γλυκός θάνατος στα χέρια της φύσης…