της Φιλομήλας Μπόλια
Ο τοπικός τύπος αναφέρεται στο ασυνήθιστο γεγονός, της πυκνής χιονόπτωσης στη βόρεια και νότια Χίο, στις 19 και 20 του Φλεβάρη (1983) και στις συνέπειες που δημιούργησε. Οι συγκοινωνίες διακόπηκαν, πτήσεις ακυρώθηκαν, το νερό στους υδροφόρους σωλήνες πάγωσε, όλα τα σχολεία έκλεισαν, το φύλλο του «Χιακού Λαού» δεν εκδόθηκε. Από το αρχείο της Δημόσιας Κεντρικής Ιστορικής Βιβλιοθήκης «Κοραής», παραθέτουμε κείμενο στην καθαρεύουσα (παραλείπονται ψιλές, δασείες και περισπωμένες):
«Η Πρόοδος», αρ. φύλλου 15.136, 21 Φεβρουαρίου 1983, (Τοπικά) με τίτλο: Ντύθηκε στα λευκά ο Νομάς μας, χιονοπτώσεις και οδικαί δυσχέριαι
«…δεν ήτο δυνατόν ο Νομός μας ν’ αποτελέση εξαίρεσιν όταν ολόκληρος η χώρα πλήττεται τας τρεις τελευταίας ημέρας από σφοδρούς βορείους ανέμους η θερμοκρασία κατήλθε κάτω του μηδενός και αι κυριώτεραι οδοί και συγκοινωνίαι έχουν κυριολεκτικά διακοπεί. Ούτω από των πρωινών ωρών της παρ Παρασκευής εκόπασαν οι άνεμοι και άρχισεν από τας ορεινάς περιοχάς της νήσου μας τόσο των βορείων όσον και των νοτίων να εμφανίζονται τα πρώτα χιόνια ενώ ο ψύχος καθίστατο ολοέν και δριμύτερον. Από των απογευματινών ωρών της επομένης και καθ΄όλην την διάρκειαν της νυκτός του παρ Σαββάτου αι χιονοπτώσεις συνεχίσθηκαν με διαρκή και έντονον ρυθμόν ώστε την πρωϊαν της Κυριακής ολόκληρος η πόλις μας και τα προάστεια αυτής να έχουν κυριολεκτικά καλυφθή και να προυσιάζουν ένα πάλλευκον θέαμα… Δρόμοι πλατείαι, οικοίαι αγροί δένδρα τα πάντα εκαλύπτοντο υπό χιόνων. Και είναι επίσης χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι λυμνάζοντα ύδατα λόγω του επικρατούντος ψύχους μεταβλήθησαν εις «πίστες» παγοδρομίας και πολλαί οικίαι παρέμειναν χωρίς νερό, διότι είχον παγώση ακόμη και οι σωλήνες υδρεύσεως… τα βορειόχωρα εδοκιμάσθηκαν περισσότερον αι νότιαι περιοχαί του νησιού υπέστησαν μαγάλας ζημίας και αι συγκοινωνίαι μεταξύ των Κοινοτήτων είχον απονεκρωθεί λόγω της καλύψεως υπό χιόνων, ύψους μέχρι και ημίσεως μέτρου και απεφράχθησαν αι οδοί προσπελάσεως των τροχοφόρων…»
Στην Καλλιμασιά σπάνια θα χιονίσει. Τα τελευταία 70 χρόνια τουλάχιστον, μια φορά θυμούνται τόσο χιόνι οι παλιοί, το Φλεβάρη του 1983. Πριν 34 χρόνια, κατέγραψα με το φακό μου, εικόνες του λευκού αυτού τοπίου. Η τοπική ιστορία συνεχίζει να γράφεται και να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά με προφορικές μαρτυρίες, γραπτά ντοκουμέντα και φωτογραφικές εικόνες.
Στη γειτονιά του «Πύργου» πριν «το χαλασμό του 1881″, ήταν χτισμένος ο μεσαιωνικός Πύργος του χωριού, που γκρεμίστηκε με το σεισμό και απέμειναν μόνο τρεις καμάρες. Τη δεκαετία του ‘60 μαζεύονταν τα παιδιά του χωριού, ανέβαιναν στις καμάρες (το πιο ψηλό σημείο του χωριού) και πέταγαν τα «άστρα» τους (χειροποίητους χαρταετούς). Το παιχνίδι αυτό της εποχής διαρκούσε, από τις παραμονές των Χριστουγέννων μέχρι λίγο πριν το Πάσχα, όταν άρχιζαν την κατασκευή των «αυτοσχέδιων μπομπακιών». Η εικόνα ήταν φαντασμαγορική. Σαράντα με πενήντα πολύχρωμοι χαρταετοί με τις περίτεχνες ουρές τους, να αρμενίζουν πάνω απ΄ τις στέγες των σπιτιών. Να «ανεβαίνει η καλούμα» ή «καλούμπα» (αμόλημα σπάγκου) κι αγέρωχοι να υψώνονται, τόσο ψηλά, που φαίνονταν ακόμη και στη Μέσα Διδύμα. Κάποιοι μλέκονταν μεταξύ τους, άλλοι έπεφταν και έτρεχαν μικρά να αρπάξουν κρυφά, λίγο από το «σπάγο» ή «σπαγιά», γιατί τα είκοσι μέτρα κόστιζαν μία δραχμή, που ήταν δυσεύρετη τότε. Μετά το σχολείο τα παιδιά παράταγαν την σάκα, καλά-καλά δεν έτρωγαν και έτρεχαν να πιάσουν θέση. Κατάμεστη η γειτονιά με παιδικές φωνούλες, γέλια, πειράγματα. Ο συναγωνισμός ήταν μεγάλος. Το καλοφτιαγμένο άστρο λέγονταν «καπλάνα» και το κακοφτιαγμένο «παπάς». Ξεχώριζε η ωραιότερη καπλάνα του «Καρούλα» (γιου ναυτικού -μεγάλη υπόθεση τότε- και πατέρα του σημερινού Παπαγιώργη) Στην περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών, κατεδάφισαν τις καμάρες, για να χρησιμοποιηθούν οι πέτρες στο χτίσιμο τοίχων (αφήγηση Κ. Σταμούλη). Το 1983 διατηρούνταν ένας παλιός τοίχος με «πορτοσιά» θυμιανούσικης πέτρας (φωτ. 1α), που έστεκε εκεί για πολλά χρόνια. Στο βάθος, η θέα ήταν εξαιρετική (σαν σε παραμύθι), τμήμα του χωριού, η θάλασσα, ο ορίζοντας, η ανατολή, τα μικρασιατικά παράλια… Σήμερα, μόνο μια επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα θυμίζει το παρελθόν. Η περιοχή, συνεχίζει να είναι χώρος παιδικής χαράς, για τα λιγοστά πλέον παιδιά. Στην είσοδό της στέκει μαρμάρινη μισοσβησμένη πλάκα (φωτ. 1β).
Στη γειτονιά του «Σελέπερου», (σημερινή εθνική οδό Χίου-Καλαμωτής) μέχρι και τη δεκαετία του ΄70, γινόταν κάθε Κυριακή το νυφοπάζαρο του χωριού. Ο δρόμος τότε είχε ελάχιστα σπίτια. Κορίτσια και αγόρια έβαζαν τα καλά τους (τα «κυριακάτικα»), να βγουν να περπατήσουν, να «γαμπρίσουν», χωρίς τη γονική επίβλεψη. Ξεκινούσαν νωρίς το απόγευμα από το Χριστό, το κέντρο «Σαράντου» και πηγαινοέρχονταν («πάνω-κάτω») μέχρι το προσκύνημα του Αγίου Αιμιλιανού. Επέστρεφαν στο σπίτι μόλις άρχιζε να νυχτώνει. Στο χιονισμένο δρόμο του «Σελεπέρου» το 1983 (φωτ. 2α, 2β), κεντρικό σημείο ήταν η «βότα του Κουνή», το μικρό σπιτάκι που έφτιαχνε ψάθινα καλάθια ο Διαμαντής Κουνής τις δεκαετίες ’50-’60. Σήμερα στη θέση του βρίσκεται το Super Market “ΧΑΡΑ”.
Στο βάθος (φωτ. 2β) το κατεδαφισμένο (για τη διαπλάτυνση της οδού) σπίτι των «Πατσελίκαινων», δύο ανύπανδρων γυναικών, που θύμιζε μελίσσι νηπιαγωγείου (δεκαετία ΄60), αφού η Λεμόνη αγαπούσε τα παιδιά (ανεκπλήρωτος πόθος της να γίνει δασκάλα). Τα ατέλειωτα παραμύθια της μας συντρόφεψαν… Από το βορεινό παράθυρο του δρόμου, μαζί και με μεγάλους αγναντεύαμε το νυφοπάζαρο.
Στη γειτονιά του «Κουματού», στο τελείωμα του δρόμου που ανεβαίνει από του «Σαράντου» προς Θολοποτάμι (φωτ. 3α, 3β), ένα σκυλάκι ψάχνει τροφή και ο παππούς… με τη χαρακτηριστική ποδιά και το μπαστούνι του, προσπαθεί να συγκρατηθεί να μη γλιστρήσει στο χιόνι. Στο πίσω πλάνο, η ολόφορτη νερατζιά, που βαραίνει στο πυκνό χιόνι.
Λιθόχτιστο σπίτι κοντά στην κεντρική πλατεία και τη χωριοκκλησία (φωτ. 4) της Μαριάνθης Φιστουρή το 1983. Τεχνοτροπία με εξωτερικό κυκλικό άνοιγμα, που βλέπει στη βεράντα του σπιτιού.
Το χιονισμένο τοπίο του 1983, στο δρόμο έξω από το Γυμνάσιο Καλλιμασιάς (φωτ. 5). Αριστερά το κτίριο που στέγαζε το σουβλατζίδικο του Συράκη «Μπουσουβλαδιού», που δούλευε για τους μαθητές τη δεκαετία του ’60-’70. Διατηρημένο παραμένει κλειστό από τότε.
Όψεις του χιονισμένου χωριού το 1983. Μέρος του «καθεδρικού ναού» Κοίμησης της Θεοτόκου (φωτ. 6α) και το χωριό από νότια (6β).
Ο Άλκης Ξανθάκης στο βραβευμένο από την Ακαδημία βιβλίο του «Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας», μια δουλειά 27 χρόνων, «έργο ζωής», όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογό του, καταγράφει την τέχνη της φωτογραφίας, που «δεν προσεγγίζεται ανεξάρτητα από την εποχή της» γράφοντας : «… ας ευαισθητοποιήσει …το κοινό, ώστε να συνειδητοποιήσει την τεράστια ιστορική σημασία, που έχουν τα φωτογραφικά ντοκουμέντα… Φωτογραφίζοντας την Ελλάδα που χάθηκε … Η περίοδος 1950-1970 σηματοδότησε την αρχή του τέλους της γραφικής Ελλάδας και του ατόφιου ελληνικού τοπίου. Από δω και πέρα ο άναρχος «εκσυγχρονισμός, θυσίασε στο βωμό της τουριστικής αξιοποίησης, την αισθητική, τα ήθη, τα έθιμα και την ίδια τη φύση του ελληνικού χώρου. Με το πρόσχημα αυτό η Ελλάδα άρχισε να χάνει το «χρώμα» και το «ύφος» της που την έκανε ξεχωριστή. Οι φωτογράφοι των χρόνων αυτών ήταν εκείνοι που κατόρθωσαν να διατηρήσουν με τις εικόνες τους σκηνές και τοπία που δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Γεννημένοι, οι περισσότεροι στην επαρχία, επηρεάστηκαν από το περιβάλλον στο οποίο έζησαν και εργάστηκαν με πάθος για να το καταγράψουν (σελ.449)».
Βιβλιογραφία
Ξανθάκης Α. (2008), Η Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας 1839-1970, Αθήνα: Εκδ. Οργ. Πάπυρος.
Συζήτηση1 σχόλιο
Το μεγαλύτερο και καλύτερο φάρμακο για τον πόνο της ξενιτιάς είναι οι αναμνήσεις. Φιλομήλα σε ευχαριστώ που τόσο απλόχερα μου το πρόσφερες!
Εύχομαι να συνεχίσεις και γιατί οχι να παροτρύνεις και άλλους να προσφέρουν το δικό τους βάλσαμο αναμνήσεων.
Εδώ θα βρείτε την δική μου προσφορά :
StamatiosStefanakis.blogspot.com
η, στο YouTube: Καλλιμασιά χωριό μας.