γράφει ο Γιώργος Χατζελένης
Πριν από ένα χρόνο γίναμε όλοι μάρτυρες μίας τραγωδίας στο Μενίδι. Ένα εντεκάχρονο παιδί έπεσε νεκρό στο προαύλιο χώρο του σχολείου του από αδέσποτη σφαίρα. Εκείνες τις μέρες ακολούθησε ένας καταιγισμός ανταποκρίσεων από το Μενίδι όπου οι κάτοικοι είχαν ξεσηκωθεί ενάντια στους Ρομά. Παράλληλα ακολουθούσουν, μεγάλης διάρκειας αναλύσεις για την εγκληματική δράση των τσιγγάνων και την απροθυμία τους να ενταχθούν στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία.
Μετά από ένα χρόνο ζούμε την ίδια ιστορία αντίστροφα και με διαφορετική αντιμετώπιση. Ένα κοριτσάκι 13 χρονών ενώ παίζει αμέριμνο, πέφτει νεκρό από το όπλο ενός Έλληνα. Η είδηση κάνει αμέσως το γύρο του διαδικτύου αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Αυτό που μου έκανε αμέσως εντύπωση είναι πως στα κανάλια τονίστηκε αμέσως η καταγωγή του. Νεκρό ένα κοριτσάκι Ρομά παρ’ όλο που έχει κι εκείνο την ελληνική ιθαγένεια όπως όλοι μας. Η συγκεκριμένη στάση των μέσων ενημέρωσης δεν είναι τυχαία καθώς έτσι ενεργοποιούνται αυτόματα τα ρατσιστικά αντανακλαστικά του μέσου Έλληνα κι η θλίψη μετριάζεται. Το θύμα περνάει σε μία κατώτερη βαθμίδα φυλετικά μ’ αποτέλεσμα η συνείδηση της κοινής ευθύνης πάνω στο έγκλημα να ελαχιστοποιείται αρκετά, σε σημείο να ανακουφιζόμαστε με τη γνωστή ρήση «η κακιά στιγμή».
Από την άλλη έχουμε και την αντιμετώπιση του θύτη. Τα κανάλια τον παρουσιάζουν ως Έλληνα επιχειρηματία. Το όνομα δεν ακούγεται καθόλου (αν και η Άμφισσα είναι μικρός τόπος και τα ονόματα στην περιοχή διαδίδονται πιο γρήγορα κι από την ταχύτητα του φωτός). Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν υπάρχει μία ανήθικη συγκάλυψη από το κατεστημένο των μέσων ενημέρωσης, από το οποίο έχουμε μάθει να «δικαιολογεί» τους Έλληνες εγκληματίες, με συνηθέστερη λύση ο χαρακτηρισμός τους ως μεμονωμένα περιστατικά ψυχικά πασχόντων. Μόνο που αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά έχουν πληθύνει επικίνδυνα.
Ας αναλογιστούμε πως ο δολοφόνος δεν ήταν Έλληνας. Σίγουρα θα δεχόμασταν μία δεύτερη ανάλυση της φυλετικής, εθνικής και θρησκευτικής του καταγωγής, όπου όλα αυτά θα συσχετιζόντουσαν ως επιχειρήματα που αποδεικνύουν την εγκληματική φύση των ξένων.
Αν αναλύσουμε προσεκτικά τις δύο διαφορετικές προσεγγίσεις σε ένα παρόμοιο έγκλημα (σε Μενίδι κι Άμφισσα), θα δούμε ξεκάθαρα τον υποχθόνιο τρόπο με τον οποίον το όλο σύστημα «φυτεύει» και συντηρεί τον ρατσισμό στα μυαλά των Ελλήνων. Μία χρόνια κατάσταση που δύσκολα μπορεί να ανατραπεί.