γράφει ο Γιώργος Χατζελένης
Υπάρχουν πολλών ειδών καθάρματα αλλά τα πιο ύπουλα είναι αυτά που βάζουν φόλες σε απροστάτευτα ζώα κι αυτά που προκαλούν πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι στη χώρα μας. Επιτρέψτε μου να ασχοληθώ λίγο με την δεύτερη (υπο)κατηγορία.
Σ΄ αυτό το τσουβάλι δεν εντάσσω όσους βάζουν φωτιά από αμέλεια ή από γκάφα. Πολλοί απ’ αυτούς που προκαλούν αυτές τις πυρκαγιές, συμμετέχουν στην κατάσβεσή τους κι επωμίζονται αργότερα τις συνέπειες για το λάθος τους. Ούτε τους ανθρώπους με ψυχικές διαταραχές παρ’ όλο που η καταστροφή είναι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις μεγάλη.
Σ’ αυτήν την κατηγορία τσουβαλιάζω όλα αυτά τα καθάρματα που βάζουν φωτιά για να δημιουργήσουν στρέμματα οικοπεδοποίησης (λες και δεν έχουμε πήξει στο τσιμέντο), για πολιτικούς λόγους και για συμφέροντα διαφόρων εταιριών. Σ’ αυτούς τους αλήτες που περιμένουν τις μεγάλες θερμοκρασίες και τον δυνατό άνεμο, για να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο το καταστροφικό τους έργο. Σ’ αυτούς τους θρασύδειλους αλήτες που αυτή τη στιγμή κρύβονται διότι δεν έχουν κότσια, θέλω να κάνω τις παρακάτω ερωτήσεις. Τι έχουν να πουν για τις εικόνες που όλοι παρακολουθήσαμε χθες; Είναι ικανοποιημένοι; Πως αισθάνονται που οικογένειες κάηκαν αγκαλιασμένες; Τι σκέφτονται κάθε φορά που βλέπουν πως ο αριθμός των νεκρών μεγαλώνει;
Αν αυτά τα καθάρματα είχαν έστω λίγη ανθρωπιά μέσα τους δε θα παραδίδονταν στις αρχές μετά από τόσο μεγάλη καταστροφή. Θα έδεναν μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό τους και θα βουτούσαν στο πιο βαθύ σημείο του πελάγους για να μας απαλλάξουν από την δολοφονική τους παρουσία. Δυστυχώς όμως οι θρασύδειλοι είναι ταυτόχρονα αναίσθητοι κι ασυνείδητοι, κάτι που θα διαπιστωθεί αν κι όποτε πιαστούν.
Τη σιωπή των δολοφόνων θα ήθελα να καλύψω με τα λόγια μιας γιαγιάκας που διασώθηκε από την πυρκαγιά. «Αχ τι τραβάτε παλικάρια μου» είπε με πόνο στους αστυνομικούς καθώς την μετέφεραν σε μια βάρκα. Οι αστυνομικοί της έδωσαν κουράγιο λέγοντάς της πως «δεν τραβάνε τίποτα». «Και βέβαια τραβάτε. Χθες σώζατε τους πνιγμένους. Σήμερα σώζετε εμάς».
Όλη η αλήθεια αγνή κι ειλικρινής, συμπυκνωμένη στα πονεμένα λόγια μιας γυναίκας που έζησε μια καταστροφή, με συγκεκριμένους αποδέκτες. Κι ο νοών νοείτω.