του Κώστα Ζαφείρη
Ο Σταμάτης είναι κοντά 30 χρονών, κι όπως θα το λέγαμε παλιά «λίγο χάνει». Έχει ως αμεα, μάλλον μέσω οαεδ, προσληφθεί σε γνωστό μαγαζί της μικρής μας πόλης. Είναι γελαστός κι εξυπηρετικός. Ευχαριστιέται τις καλημέρες-καλησπέρες που του λέμε όλοι μας. Όταν έχει πολλή δουλειά τρέχει όσο μπορεί. Καθυστερεί. Καμιά φορά θολώνει και κάνει λάθη. Αυτές τις αβαρίες τις βλέπουμε, αλλά κανένας δεν του τις έχει χρεώσει. Όλοι λέμε «ευχαριστούμε Σταματάκη!» και παραβλέπουμε το λάθος. Μας φτάνει το χαμόγελό του ότι έκανε τη δουλειά του σωστά, ότι εξυπηρέτησε όπως έπρεπε και οι πελάτες του είναι ευχαριστημένοι.
Πριν κάτι μέρες, σε εποχή μεγάλης κίνησης και έξαρσης του τουρισμού τρομάρα μας, είναι μια τεράστια ουρά μπροστά στο πόστο του Σταμάτη. Ο δόλιος σκίζεται και κάνει ό,τι μπορεί. Η ουρά διαμαρτύρεται. Πιο πολύ απ’ όλους, ένας τύπος καμιά σαρανταριά, με βερμούδα κι επώνυμο μπλουζάκι, αλυσίδα στο λαιμό και κομποσκοίνι στο χέρι, γυαλί καθρέφτη και –αν υπάρχει Θεός!- μαλλί χαίτη λασπωτήρα. «Άντε τελείωνε ρε! Χαζός είσαι; Θα ξημερώσουμε εδώ πέρα; Πού τον βρήκανε;». Έρχεται η σειρά του, λέει βροντόφωνα την παραγγελία του και μετά ξεφυσάει. «Να δούμε, το έπιασε ο βλάκας;» κάνει σα να ρωτάει το καταναλωτικό εκκλησίασμα.
Ο Σταμάτης πάλι αγκομαχάει. Κόβει, τυλίγει, ζυγίζει. Κάπου μπερδεύεται, ο άλλος περιμένει στη γωνία: «αυτό σου είπα ρε; Από το άλλο σου είπα, κοιμάσαι; Βλάκα ! ε βλάκα!». Στην ουρά περιμένει υπομονετικά ο Νικόλας. Έχει καβατζάρει τα εβδομήντα συνταξιούχος ναυτικός. Λαδάς, της μηχανής. Ξάφνου παίρνει φωτιά. Κάνει πέρα τον κόσμο και βγαίνει μπροστά. Αρπάζει τον χαίτη-λασπωτήρα από τον σβέρκο: «Ζήτα τώρα συγγνώμη ρε!» . Ο άλλος δεν καταλαβαίνει. Πάει να γυρίσει έκπληκτος. «Τι συμβαίνει κύριε;» ρωτάει. Ο Νικόλας εκεί, το χέρι του τανάλια. «Ζήτα συγγνώμη από το παιδί, το πρόσβαλλες μπροστά σε τόσο κόσμο αληταρά!».
Ο Σταμάτης έχει μείνει ακίνητος. Βραχυκύκλωσε. Δεν πολυκαταλαβαίνει μάλλον. Μπροστά του το σύμπλεγμα χαίτης-λασπωτήρα με τον μαστρο Νικόλα. Ο τελευταίος ψιθυρίζει στο αυτί του λασπωτήρα που τον κρατάει από το σβέρκο «ζήτα συγγνώμη αλλιώς θα σε κάμω να μη σε γνωρίζει η μάνα σου !». Τα γυαλιά καθρέφτες έχουν πέσει στο πάτωμα. Το επώνυμο μπλουζάκι μούσκεμα στον ιδρώτα, ένα χάλι μαύρο δηλαδή. Κάποιοι είπαν μετά ότι κι η βερμούδα είχε προς τα πίσω λερωθεί αλλά αυτά είναι κακοήθειες πιστεύω. Ο νταής τραυλίζει «Σας ζητώ συγγνώμη, σας πρόσβαλλα.» Η λαβή σφίγγει και κάτι του λέει ο Νικόλας στ’αυτί «Συγγνώμη κύριε Στ-στ-σταμάτη!…».
Ο λασπωτήρας έχει όπως όπως τρέξει στο πάρκινγκ όπου έχει παρκάρει το πανάκριβο SUV. Στο δρόμο έχει σκορπίσει τα μισά πράγματα από τις σακούλες του. Κανένας δεν καταδέχτηκε να τα μαζέψει. Φεύγει σπινάρντας να ανακτήσει την τσαλακωμένη μαγκιά του. Ο Νικόλας πάλι, αναστέναξε και στάθηκε να πει την παραγγελία του. «Βάλε και κανένα τεταρτάκι από εκείνο το πικάντικο κι ας φωνάζουν οι γιατροί! Ξέρεις εσύ Σταματάκι μου!». Και του κλείνει το μάτι. «Βεβαίως κύριε Νίκο , το κα-κα-καλύτερο!». Και μισοκλείνει κι εκείνος το δικό του.