του Κοσμά Τσόλα
Χειμωνιάτικο πρωινό στα Σκλαβιά.
Βοριάς, κρύο, με αρκετά σύννεφα στον ουρανό, το χώμα μυρίζει από τη χτεσινή βροχή.
Αφήνουμε ανυπόμονοι το αυτοκίνητο στην αρχή ενός χωματόδρομου, ζωνόμαστε τις μπαλάσκες, παίρνουμε βιαστικοί τα όπλα, ακούγονται οι πρώτες τουφεκιές.
Καθώς οι άλλοι απομακρύνονται, για να βρουν καλή θέση στο «πέρασμα», εγώ καθυστερώ σκύβοντας για να δέσω το κορδόνι της αρβύλας μου.
Όταν σηκώνομαι ξανά αιφνιδιάζομαι από τον ήχο ξαφνικού πετάγματος, μεγάλου πουλιού.
Σηκώνω το δίκαννο σχεδόν ενστικτωδώς και το πυροβολώ.
Το πουλί πέφτει και τρέχω προς το μέρος του.
Στη ρίζα ενός πεύκου, βλέπω πεσμένη με ανοιχτά τα φτερά της μια μπεκάτσα.
Είναι γερμένη στο πλάι και με κοιτάζει.
Με κοιτάζει αδύναμα σχεδόν ικετευτικά. Στο ράμφος κάτι κοκκινίζει.
Πλησιάζω λίγο, κοιτάω καλύτερα, είναι ένα κούμαρο στο ράμφος της.
Έτρωγε ένα κούμαρο.
Σηκώνω το όπλο να την πυροβολήσω μα το ξανακατεβάζω.
Ακούω τους άλλους που φωνάζουν από μακριά «τι έγινε»;
«Μια μπεκάτσα» απαντώ.
Σε λίγο είναι δίπλα μου.
Ο αδερφός μου λέει «είναι ζωντανή» ; Ναι του απαντώ.
Ο ξάδερφος λέει, «μη την τουφεκίσεις από τόσο κοντά θα τη διαλύσεις».
Η μπεκάτσα με κοιτά και περιμένει.
«Άντε να την πιάσεις» μου λένε «κι αν σηκωθεί στο φτερό τις ρίχνουμε εμείς».
Αφήνω το όπλο και την πλησιάζω.
Εκείνη μου γυρίζει την πλάτη και χώνει το κεφάλι στα φτερά της, σα να θέλει να κρυφτεί.
Με ένα σάλτο την έχω στο χέρι και νιώθω στη παλάμη μου τη ζέστα της και την καρδιά της να χτυπάει τρελά.
«Κωλόφαρδε» μου φωνάζουν οι άλλοι, μπεκάτσα πρωί-πρωί.
Έρχονται κοντά και την εξετάζουν.
«Ένα σκάι την έχει χτυπήσει μόνο, να εδώ, κάτω από τη φτερούγα κι έπεσε» μου λένε. «Άντε ξεμπέρδευε τώρα».
Δοκιμάζω βάζοντας τον αντίχειρα και το δείκτη στο λαιμό της να την πνίξω, όπως συνηθίζω να κάνω με τα μικρότερα πουλιά, κανονίζοντας να μην την κοιτάω.
Εκείνη αρχίζει να φτεροκοπάει και με την μοναδική πληγή της, μου κάνει συναίματα τα χέρια και το παντελόνι.
Οι άλλοι κοιτούν αμήχανα.
«Είναι μεγάλη ρε, δεν πνίγεται σα το κότσυφα».
Δοκιμάζω ξανά να σφίξω το λαιμό της, αλλά πάλι δεν τα καταφέρνω.
Η μπεκάτσα με κοιτάει στα πλάγια με τα βελούδινα μάτια της.
«Χτύπα τη κάτω», μου λένε, άντε δε θα βραδιαστούμε εδωνά.
Τη σηκώνω ψηλά για να τη χτυπήσω στο έδαφος, μα εκείνη τελευταία στιγμή ανοίγει τα φτερά της και προσγειώνεται σχεδόν ομαλά.
Με την πτώση της φεύγει από το ράμφος το κούμαρο.
Τα χώματα μπερδεύονται με το αίμα της κι έχει κάτσει μπροστά μου λες και κλωσσάει.
Την πιάνω πάλι στα χέρια μου και δοκιμάζω να της στρίψω το λαιμό, πιάνοντας το κεφάλι της με το ένα χέρι και το σώμα της με το άλλο.
Πάλι φτεροκοπάει και πιτσιλάει γύρω της το αίμα.
Κοιτάζω μια το αίμα και μια τα μάτια της που με κοιτούν επίμονα.
«Ένα σουγιά ρε δεν έχεις μαζί σου» ;
«Όχι», απαντώ με έναν νεύμα.
«Για δε κάτι κυνηγοί» λένε «απάνω στο βουνό χωρίς ένα σουγιά».
Ακούω το μεταλλικό ήχο του στα πόδια μου, σκύβω και τον πιάνω.
Πιάνω και την μπεκάτσα που ολοζώντανη με κοιτά ξανά.
Περνάω γρήγορα τη λάμα από το λαιμό της και την αφήνω να πέσει με ένα τελευταίο φτερούγισμα.
Τα μάτια της ξαφνικά σα να θόλωσαν κι απόμειναν άδεια. Την παράτησα εκεί.
Έκανα μεταβολή πηγαίνοντας για το αυτοκίνητο, αδειάζοντας στο δρόμο το τουφέκι.
Από τότε στο κυνήγι δεν ξαναβγήκα.