Η μαρτυρία του αντιστασιακού Νάσου Κουκή απ’ τα χρόνια της Κατοχής. Η πρώτη από τις τρεις ιστορικές αφηγήσεις χιωτών αντιστασιακών, στενών συνεργατών του Ιάσονα Καλαμπόκα και του Παναγιώτη Καρασούλη, που δημοσιεύει για πρώτη φορά η «Α».
Μετά τη μεγάλη πείνα του 1941, μπήκε το 1942. Τότε άρχισε ο αγώνας ενάντια στους Γερμανούς καταχτητές.
Συναντήθηκα με τον αξέχαστο φίλο μου Μικέ Δημητριάδη -ήταν τότε έφεδρος ανθυπολοχαγός. Μου ζήτησε τη βοήθειά μου. Τότε ήμουν 20 χρονών. Μου έφερνε άγνωστα πρόσωπα τη νύχτα, τα οποία ταχτοποιούσα σε μια μεγάλη αποθήκη με άχυρα. Εκεί έμεναν δυο και τρεις μέρες, καμιά φορά και περισσότερες. Η κυρά Μαριόγκα, η μάνα μου, τους έδινε ένα πιάτο φαγητό, ό,τι υπήρχε. Στο Κοντάρι ήταν ο μεγάλος πατριώτης και πολύ ψυχωμένος γεροντάκος, ο καπετάν Κώστας Μαρκότσης, με μεγάλη και καλή βάρκα τούς πέταγε απέναντι στην Τουρκία. Αυτή η παλληκαριά του καπετάν Κώστα κράτησε μέχρι το καλοκαίρι του 1943.
Μια Κυριακή πρωί ο καπετάν Κώστας ήταν στην εκκλησία. Κατά τις 8μιση με 9 η ώρα το πρωί -θυμάμαι ήτανε ωραία ημέρα, μπουνάτσα κάργα – από μακριά της πόρτας του περιβολιού, απέναντι κοντά ήταν το σπίτι του Μαρκότση, μπλόκο! Οι Γερμανοί, καμιά 25αριά Γερμαναράδες και 3-4 τζιπ, είχαν κλείσει μέσα στο σπίτι τη γυναίκα του, την κόρη του Αφροδίτη και μια ψυχοπαθή κόρη του την Γιασεμή, η οποία ζει ακόμα. Τότε τρέχω στο δρόμο προς την εκκλησία Παναγιά Στρατήδαινα και προλαβαίνω τον καπετάν Κώστα. Του είπα τι συνέβη, τον πήρα σπίτι. Έμεινε περίπου 18 με 20 ημέρες. Τα πράγματα ήταν σφιγμένα. Οι Γερμανοί είχαν πιάσει όλα τα πόστα στις ακροθαλασσιές. Θυμάμαι μια μέρα τον πήγα στα Θυμιανά πάνω σε ένα γαἵδουράκι άφοβα. Εκεί τον πήγα στο σπίτι του θείου μου Στέφανου Πλακωτάρη. Έμαθα μετά από πολλούς μήνες ότι ήταν καπετάνιος σε ένα αράπικο μεγάλο καΐκι κι έκανε γραμμή Βόλο – Μέση Ανατολή και κουβαλούσε πολεμοφόδια. Και πράγματι, μετά την απελευθέρωση από τους κατακτητές -ήταν πολύ συγκινητικό- πήρε το καΐκι χωρίς διαταγή κανενός και ήρθε στο Κοντάρι, αραγμένο στην ακροθαλασσιά κοντά στο σπίτι του.
Ήταν πραγματικός ήρωας. Θυμάμαι σε ένα ταξίδι στην Τουρκία μόλις ξεφόρτωσε τους Έλληνες, φεύγοντας, τον έπιασε η τουρκική καταδίωξις. Τον πήραν στον Τσεσμέ, και μια νύκτα τό’ σκασε και ήρθε πίσω με μια θυμιανούσικια βάρκα. Σε λίγες μέρες παίρνει μια βάρκα και το γιο του Δημήτρη, πάνε στον Τσεσμέ και κλέβουν τη βάρκα του κι έρχονται πίσω. Τον βοήθησε πολύ βέβαια ο φύλακας του φαναριού, ήταν πολύ φίλοι, κι η γλώσσα -μιλούσε καλά τα Τούρκικα.
Το 1943 άρχισε ο μεγάλος αγώνας, η οργάνωση ΕΑΜ και ΕΠΟΝ φούντωσε πλατιά πια, δημιουργούσε την μια ομάδα πίσω στην άλλη. Η πρώτη συγκέντρωσή μου ήταν στο περιβόλι μας. Ομιλητής ήταν ο Νίκος Τσατσαρώνης, τελειόφοιτος της Εμπορικής Σχολής. Έγινα ομαδάρχης σε πέντε πατριώτες και μου ανέθεσαν δύσκολο έργο. Επειδή είχα ποδήλατο, κατέβαινα κάθε μέρα στη Χίο. Συναντούσα σε άλλο σημείο την Αυγούστα Πανάδη, η οποία εργαζόταν στο Ταχυδρομείο, στην αλληλογραφία. Μ’ ένα μικρό χαρτάκι έπαιρνα όλες τις πληροφορίες. Αυτή η κοπέλα μάς βοήθησε πολύ, εργάστηκε μέχρι το τέλος της απελευθέρωσης.
Αργότερα που ήρθα σε επαφή με τον Γιώργο [Ιάσονα Καλαμπόκα], η οργάνωση της οικογένειάς μου έγινε μαζική, με πρωταγωνίστρια την κυρά Μαριόγκα, τον γέρο Φραγκούλη, και άλλα τρία μου αδέλφια. Άρχισε σιγά-σιγά η οργάνωση να δυναμώνει με λίγα όπλα και πολυβόλα, κι επικεφαλής τον Μανόλη Τσιρνίκα, ο οποίος συνελήφθη μετά την απελευθέρωση και από τα βασανιστήρια τρελάθηκε. Η πρώτη θεωρία πολυβόλου έγινε σε ένα σπιτάκι κάτω από τον Προφήτη Ηλία Γρου.
Το 1943, δεν θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία, γνώρισα τον Γιώργο [Ιάσονα] σε μια διασκέδαση στο σπίτι του αγωνιστή παππά Μιχάλη Τέττερη και του γαμπρού του Απόστολου Αμύγδαλου, που είχε μεγάλο πόστο στο ΕΑΜ. Έγινε εκείνο το βράδυ τρελό γλέντι και πολλά πατριωτικά τραγούδια. Η δεύτερη γνωριμία έγινε στου Παντελή Ζαχαριάδη το σπίτι, κάπου εκεί στα Ταμπάκικα. Ήταν νύχτα -δεν ενθυμούμαι, και τα χρόνια που πέρασαν είναι πολλά. Τον αγωνιστή Κουβελά τον γνώρισα μια νύχτα στον Καρφά που είχα πάει με τον Γιώργο. Νομίζω πως ήταν Αύγουστος, κι είχαν έρθει σε μια διαφωνία. Εμείς κρατούσαμε τσίλιες για τους Γερμανούς -ήταν κι άλλα παιδιά μαζί.
Δεν ήξερα ακόμα ότι ο Πάνος Καρασούλης, τον οποίον εγνώριζα από το σχολείο, ότι ήταν συνεργάτης του Ιάσονα. Τον συνάντησα στο περιβόλι του Στρατή Μανωλάκη κατά τη μεταφορά του ασυρμάτου στο σπίτι μας. Στο σπίτι, στο γνωστό καταφύγιο, τον αχυρώνα και τα γελάδια, ταχτοποιήσαμε το μηχανάκι που γέμιζε τις μπαταρίες. Από την ημέρα εκείνη δεν χωρίσαμε με τον Ιάσονα μέχρι τη μέρα του θανάτου του.
Ο Παναγιώτης κοιμότανε σε ένα καμαράκι στην πίσω πόρτα του σπιτιού. Ο Ιάσων κι εγώ στο πάτωμα με ένα πάπλωμα, στην μπροστινή πόρτα κι ανοιχτή. Κάτω από το μαξιλάρι ήταν η λεγόμενη «Διαμάντω», το τόμιγκαν. Σιδερένιο σπίτι. Οι Γερμανοί είχαν ένα φυλάκιο στο Κοντάρι για το τηλεγραφείο σε απόσταση 500 μέτρα. Η μάνα μου, η κυρά Μαριόγκα, πάντα ξύπνια, ο γέρο Φραγκούλης κοιμότανε στο ύπαιθρο, στην κάτω πόρτα του κτήματος για κάθε προφύλαξη.
Πολλά περιστατικά! Προτού έρθει ο ασύρματος στο σπίτι, δηλαδή περίπου αρχές του 1944, μάλλον Απρίλιο, με μια αποστολή του Καλαμπόκα έφθασα στα Καρδάμυλα για την παραλαβή ενός Γερμανού πολωνικής καταγωγής. Τον συνάντησα τον Γερμανό σε ένα σπίτι, της κυρα-Καλλιόπης Μαυρή. Καλός κι ήξερε λίγα σπασμένα Ελληνικά. Στο δρόμο έξω από το σπίτι πέρασε ο πρόεδρος του χωριού, ο Τσαγγάρης, ο οποίος μας είδε. Το βράδυ έμεινα στο σπίτι της κυρα-Καλλιόπης και στης 11:30 το μπλοκάρανε οι Γερμανοί και ανεβαίνουν στο σπίτι, με συλλαμβάνουν και με πάνε στο σταθμό χωροφυλακής Καρδαμύλων. Με παρέλαβε τότε κάποιος λίγο γνωστός μου, ο Μανόλης Αγουριδάκης, χωροφύλακας, ο οποίος είναι εδώ στη Χίο, απολυμένος συνταξιούχος. Το πρωί της άλλης ημέρας με πήραν δυο Γερμανοί με συνοδεία με έβαλαν σε ένα καΐκι, γερμανική καταδίωξη. Εκεί μέσα είδα και τον Γερμανοπολωνό στρατιώτη. Εμένα με πήγαν στην κομαντατούρ, έναντι στον σημερινό Όμιλο, στο σπίτι του Ζαφειράκη. Εκεί έμεινα 6 ημέρες με διάφορες ανακρίσεις, φοβέρες και όλα τα μέσα να ομολογήσω τι ήθελα τον Γερμανό. Εγώ αρνήθηκα τα πάντα. Εκ των υστέρων, μέσα στη φυλακή έμαθα ότι τον έδερναν 2 ημέρες και τον είχαν και έσκιζε ξύλα. Εγώ δεν τον ξανάδα.
Με μετέφεραν στο σχολείο της Ευαγγελίστριας στο στρατόπεδο, με αρχιφύλακα τον περιβόητο Τριανταφυλλίδη, ενωμοτάρχη. Μια πρωινή, στις 3 το πρωί, με μετέφεραν στο σπίτι μου για έρευνα. Εκεί βρήκαν τα δυο μου αδέρφια, Κώστα και Λευτέρη, και μας έφεραν στο στρατόπεδο. Κατά την έρευνα η μάνα μου δεν τά ‘χασε. Αμέσως έτρεξε σε ένα συρτάρι κι άρπαξε ένα πιστόλι δικό μου, το οποίο πέταξε από το παράθυρο της κουζίνας στο περιβόλι.
Στο στρατόπεδο γνώρισα έναν ξένο. Μετά πό μεγάλη φιλία μού αποκάλυψε ότι ήταν από την Αθήνα, ανθυπολοχαγός, και τον συνέλαβαν οι Γερμανοί. Ο πατέρας μου μάς έφερνε κάθε μέρα λίγο φαγητό γιατί υπήρχαν στο σπίτι από όλα. μετά από 50 -55 ημέρες -δεν θυμάμαι- ένα απόγευμα έδιωξαν καμιά 25αριά άτομα κι εμάς μαζί τα τρία αδέλφια. Μα τον ανθ/γό Πολύβιο Λατσό, προτού φύγω από το στρατόπεδο, τον είχα κατατοπίσει πώς θα με έβρισκε στο κτήμα. Και πράγματι, ύστερα από 1μιση μήνα περίπου, τό’σκασε μια αυγή και ξαφνιάστηκα όταν τον είδα μέσα στην αυλή. Έμεινε δυο μέρες στο σπίτι και φυγαδεύτηκε από τα Θυμιανά με μεσολάβηση του Στέφανου Πλακωτάρη.
Ο κρυφός αγωνιστής Παναγ. Καρασούλης εργαζόταν μέρα και νύχτα, και πάντα συμβούλευε τον Ιάσονα να προσέχει τις τρέλες που έκανε. Ο Πάνος δεν πήγε ποτέ στο σπίτι του να δει τους γονείς του γιατί φοβόταν την προδοσία. Τους έβλεπε από μακριά. Θυμάμαι μια νύχτα, νωρίς ακόμα, οι γυναίκες καθόταν έξω από το σπίτι, καλοκαίρι, και πήγαμε να τους δει χωρίς να τους μιλήσει. Ο Πάνος ήταν υπομονετικός, σταθερός και πεισματάρης στη δουλειά του. Μπορούσε να περιμένει ώρες για να’ρθει σε επαφή με το Κάιρο.
Ο Ασύρματος στο Περιβόλι του Φραγκούλη Κουκή
30 Μαΐου 1944. Το πρωί ήλθε ο Λουρέντζος Κουκούλης με ένα γάιδαρο και φόρτωσε τον ασύρματο και τα άλλα σύνεργα από το σπίτι του Κ. Γιωργαντή, όπου τα είχα μεταφέρει από το προηγούμενο βράδυ για προφύλαξη σε περίπτωση που θα είχε προδοθεί η διαμονή μου, για να τα μεταφέρει στο περιβόλι του Φραγκούλη Κουκή στο Κοντάρι…… Το περιβόλι αυτό ήταν πριν κτήμα Ρούχου και παλιότερα Ιουστινιάνικο. Βρίσκεται στη ΝΔ συμβολή της οδού Γιάννη Χρήστου και Αγίου Ζαχαρία σήμερα.
Μπαίνοντας την πόρτα, μας υποδέχθηκαν τα τρία αδέλφια Κουκή, ο Κώστας, ο Λευτέρης και ο Νάσος. Με το Λευτέρη και το Νάσο ήμαστε συμμαθητές στο σχολείο της Στρατήδαινας. «Παναγιώτη, εσύ είσαι βρε;»μου λέγει ο Λευτέρης. «Όχι, Λευτέρη», του απαντώ. «Τώρα είμαι ο Παντελής και να το χωνέψεις καλά». Τακτοποίησα τον ασύρματο σ’ένα κτήριο, διακόσια μέτρα από το σπίτι τους. Το κάτω μέρος ήταν στάβλος με αγελάδες και το επάνω αχυρώνας.
Εδώ μέσα στον αχυρώνα κοιμούμαι τα βράδια κοντά στον ασύρματό μου.
Παναγιώτης Δ. Καρασούλης, Χίος 1943-1944: Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή και Εθνική Αντίσταση (β’ έκδοση). (Χίος, Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χίου, 2006), σ. 119-120.
Κοντά μας ήτανε το ορφανοτροφείο από μικρά παιδιά, κοριτσάκια, πολύ αδύνατα από την πείνα. Διευθύντρια τότε ήταν η κυρία Κατίνα Πίση. Ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μας και έπαιρνε ό,τι υπήρχε από λαχανικά και διάφορα. Μια μέρα συναντήθηκε με τον Ιάσονα και του ανέφερε την πείνα τού ορφανοτροφείου. Ο Ιάσων συγκινημένος τής υποσχέθηκε ότι θα φροντίσει, και πράγματι με τη βοήθεια όλων μας τους πήγαμε πολλές φορές σιτάρι γιά πνιγούρι. Είχε φέρει ένα καΐκι του Καθεράκη λίγα λάδια. Από αυτά δώσαμε και στο ορφανοτροφείο. Τα ονόματά μας είναι γραμμένα στα βιβλία της κυρίας Κατίνας Πίση.
Οι Γερμανοί από το φυλάκιο του τηλεγραφείου στο Κοντάρι ερχόνταν συχνά στο σπίτι κι έπαιρναν κανένα αυγό ή πορτοκάλια, προπαντός νεράντζια ξινά -τα έτρωγαν με το τσόφλι για τη γρίπη. Ο Ιάσονας έπιασε μεγάλες φιλίες με ένα Γερμανό στρατιώτη. Τον έλεγαν Ριχάρδο, έπαιζε ωραίο βιολί. Ένα απόγευμα η κυρά Μαριόγκα, η μάνα μου, τους είχε ούζο -τσίπουρο- με διάφορα φαγητά, αυγά, τυρί και ψωμί, γιατί υπήρχαν πολλές κότες, αγελἀδες και χοίροι. Ο Γερμανός Ριχάρδος έπαιζε βιολί. Αγκαλιασμένοι με τον Ιάσονα, του λέει ο Γερμανός «το καρδιά μου στο δικό σου καρδιά»και το χέρι του ακούμπησε στο στήθος τού Καλαμπόκα. Εκείνη τη στιγμή ο Γερμανός ακούμπησε απάνω στο πιστόλι του Ιάσονα. Ο Γερμανός τρομαγμένος του λέει: «Όχι καπούτ εμένα!» «Όχι», του λέει ο Ιάσονας και τον αγκάλιασε και τον φίλησε τον Γερμανό.
Μας βοήθησε πολύ ο Γερμανός αυτός στρατιώτης. Μια μέρα έμειναν σύμφωνοι να πάμε μαζί με τον Καλαμπόκα στο φυλάκιο των Γερμανών στο Κοντάρι. Πήραμε από ένα μεγάλο καλάθι πορτοκάλια και πήγαμε ακριβώς 2 η ώρα το μεσημέρι. Σκοπός ήταν ο Ριχάρδος. Μπήκαμε στο φυλάκιο, ήταν ένα σπίτι και μια οπίσθια πόρτα δίπλα στα καλώδια. Ο Ριχάρδος τους μίλησε γερμανικά κι ο αρχιφύλακας μάς χαιρέτησε δια χειραψίας. Οι άλλοι Γερμανοί ήταν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους με τα εσώρουχά τους. Αφού τους αποχαιρετήσαμε, στον δρόμο μού λέει [ο Ιάσονας]: «Τους είδες, Νάσο; Κοιμούνται γυμνοί. Αυτούς μπορείς να τους πιάσεις όλους μαζί, χωρίς να πέσει ούτε μια πιστολιά». «Βρε «, του λέω εγώ, «τρελάθηκες; «
Όταν ήρθε μια ομάδα κρούσεως κομάντος εδώ [στις 30 /5 -4/6 1944], ήρθαν στις 12 περίπου τη νύχτα στο περιβόλι, στην κάτω πόρτα απέναντι στο φυλάκιο, περίπου 500-600 μέτρα μακριά. Ήταν καμιά 15αριά, δεν τους μέτρησα. Ζήτησαν νερό, κάθισαν να ξεκουραστούν. Η κυρά Μαριόγκα, η μάνα μου, αμέσως -το θυμάμαι- έφερε δυο σταμνιά νερό, μια πιατέλα βαθιά με κοπανιστή, με λάδι και λεμόνι, ένα καλάθι παξιμάδια και ένα μπουκάλι σούμα, τσίπουρο. Όλοι έφαγαν από λίγο κι ήπιαν τσίπουρο. Μετά έφυγαν προσεχτικά και χτύπησαν το φυλάκιο. Το πρωί της άλλης ημέρας είχαμε λάβει τα μέτρα μας, αλλά ευτυχώς δεν συνέβη τίποτα από υποψίες ντόπιων αγωνιστών γιατί μαθεύτηκε ότι ήταν από την Τουρκία ομάδα κρούσεως. Η ομάδα έφυγαν από την Αγία Ελένη στη Λευκονιά.
Πώς έμαθα το πραγματικό όνομά του [του Ιάσονα]. Ήρθε ένα βράδυ κουρασμένος και λέει της κυρά Μαριόγκας: «Μάνα, έχει να φάμε κανένα αυγό τηγανητό;» Η μάνα μου τού λέει: «Να σου ζεστάνω λίγο νερό να πλύνεις τα πόδια». Τα ρούχα του, το σακάκι, καπέλο και παντελόνι ήταν δικά μου, ακριβώς στο μπόι του. Όταν έβαλε τα πόδια του σε μπακιρένια σκαφούλα, τον ρώτησε η μάνα μου: «Δεν θα μας πεις ποιό είναι το πραγματικό σου όνομα;» «Αν, μάνα, ξέρεις ποιός ήταν ο μονοσάνδαλος, τότε θα μάθεις πώς με λένε». Και τότε μάθαμε ότι λέγεται Ιάσων. Όλοι τον φωνάζαμε Γιώργο. Και άλλα περιστατικά, πάρα πολλά, αλλά ο χρόνος έχει περάσει. Ακριβώς τον Σεπτέμβριο 1984 θα είναι 40 χρόνια, για μένα μια ολόκληρη ζωή γεμάτη ταλαιπωρίες κι άλλα πολλά που δεν γράφονται.
Και ξημέρωσε εκείνη η ημέρα της 7ης Σεπτεμβρίου 1944. Το μαντάτο ήρθε αμέσως στον Κάμπο. Θυμάμαι συγκεκριμένα στεκόμουν έξω στο δρόμο, έξω από το σπίτι του φίλου μου Γεωργίου Λοΐζου, κοντά στην εκκλησία Στρατήδαινα, και βλέπω τον Κώστα Κουρουνιώτη με ένα ποδήλατο και μου λέει: «Τρέξε! Έρχομαι για σένα. Σκότωσαν τον Καλαμπόκα οι Γερμανοί απέξω από τον Άγιο Συμεών. Είναι ξαπλωμένος μέσα στο δρόμο, δεν πάει κανένας κοντά. Στην αρχή ενόμιζαν πως ήσουν εσύ από τα ρούχα. Πάρτε τούς ασυρμάτους από το σπίτι σας, εξαφανίστε τα πάντα και κλείστε το σπίτι και φύγετε!» Έτρεξα αμέσως, ειδοποίησα τον Παναγιώτη Καρασούλη. Τα μαζέψαμε όλα και φύγαμε.
Η κυρά Μαριόγκα κι ο γέρο Φραγκούλης μού λένε:»Φύγετε εσείς να σωθείτε. Εμείς θα μείνομε με τη μάνα σου. Δεν εγκαταλείπομε το σπιτικό μας. Εδώ θα σκοτωθούμε». Αμέσως κατέβηκα στη Χώρα. Έμαθα ότι ο φονιάς Γερμανός ήταν ο Αλτ. Αυτός ο Γερμαναράς γύριζε μήνες ακόμα τον Κάμπο και με τη συνεργασία προδοτών έπαιρνε ζώα, χοίρους, κότες, και άλλα. Ήρθε μια φορά στο σπίτι μας με τον Τσουκαλά τον μανάβη και μας πήρε ένα γουρουνάκι γύρω στα 40 κιλά και 10 πάπιες.
Οι νοσοκόμοι του νοσοκομείου τον πήραν [τον νεκρό Ιάσονα] στο νοσοκομείο και μετά τον θάψαμε στο εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου [το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες] . Ευτυχώς και οι Γερμανοί είχαν πάρει διαταγή να εγκαταλείψουν το νησί, σε δύο μέρες έφυγαν. Αλλιώς δεν ξέρω αν θα ζούσα σήμερα. Θα μας έκαβαν όλους από άκρη ως άκρη. Μετά την απελευθέρωση πολλά λέγονταν.
Σε λίγες μέρες έγινε η λευτεριά ολοκλήρου της Ελλάδος κι ήρθε ο Ιερός Λόχος στο λιμάνι το πρωί, γύρω στις 9 με 10 η ώρα. Περίμενε ο χιώτικος λαός να τους κάνει τη μεγάλη υποδοχή, βγήκαν έξω.
Το μεγάλο συγκινητικό για μένα, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ήταν όταν ένας υπολοχαγός του Ιερού Λόχου με αγκαλιάζει, μ’ ἐσφιγγε στα χέρια μέσα και με φιλούσε αδιάκοπα. «Νάσο, φίλε!» άκουγα τα λόγια του ζαλισμένος. Ήταν ο φυλακισμένος του Γερμανικού στρατοπέδου Χίου, ο Πολύβιος Λατσός, που βοήθησα κι έφυγε στη Μέση Ανατολή. Το πρώτο του δώρο ήταν μια μεγάλη σοκολάτα.
Έμεινε λίγες μέρες κι έφυγε ο Ιερός Λόχος από τη Χίο. Στο τέλος του αποχαιρετισμού μας διαφωνήσαμε γιατί οι ιδεολογίες μας ήταν αντίθετες. Απ’αυτόν έμαθα ότι όλοι εκείνοι οι ξένοι που φιλοξενούσα στο σπίτι μας ήταν αξιωματικοί του ελληνικού στρατού και με τη βοήθεια της αγγλικής κατασκοπείας περνούσαν από τη Χίο για τη Μέση Ανατολἠ. Ήταν οι αξιωματικοί των Ανακτόρων, που επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1944, ποτισμένοι από την εθνικοφροσύνη της Φρειδερίκης, κατάσφαξαν τον ελληνικό λαό. Θυμάμαι τον πατέρα μου όταν του λέγω μια μέρα: «Ξέρεις, πατέρα, εκείνοι που περνούσαν από τον αχυρώνα και τους έδινες κι ένα αυγό ήταν αξιωματικοί των Ανακτόρων, είναι αυτοί που αλληλοσφάζονται με το ΕΑΜ. Η απάντηση του γέρο Φραγκούλη ήταν: «Αν, γιε μου, τό ‘ξερα, θα τους πέταγα έναν-έναν μέσα στο πηγάδι, να μην τους βρει ποτέ κανείς».
Νάσος Φρ. Κουκής
Χίος, 1984