του Κώστα Ζαφείρη
Καπνός βαρύς κι ασήκωτος
Εκ προοιμίου ύποπτος
Μπήκε βαριά στο καφενείο
Κι ούτε που σήκωνε αστείο
Είχε και μαγαζί ο Φώτης
Είδη Προικός, πρώτη ποιότης
Στο δρόμο τον εμπορικό
Με νοίκι κληρονομικό
Χρόνια και χρόνια στη φαμίλια
Την ίδια ευρώ έδινε χίλια
Κι εφόσον ήταν συνεπής
Ούτε χαρτιά, λόγος τιμής
Μέχρι που βάρεσαν τα ντέφια
Κι οι κληρονόμοι είχαν ΕΝΦΙΑ
Και αφού έλειπε το χρήμα
Βρήκαν τον Φώτη πρώτο θύμα
Στα πρώτα κάναν τεμενάδες
Εμπορικές γλυκές καντάδες
Κι ύστερα στείλανε εξώδικο
Κυρ Φώτη θα σε πάμε υπόδικο
«Αξίας ειν’ το μαγαζί
Δεν παντρευτήκαμε μαζί
Και στον καλύτερο το δρόμο;»
«Μου στέλνετε τον αστυνόμο;!»
Κι όπως σκεφτήκανε τ’ αστέρια
Θα το νοικιάσουν καφετέρια
Είδη Προικός; τι ντεμοντέ
Κάλλιο το σύγχρονο καφέ
Τον είπαν βέβαια επιπόλαιο
Δεν είχε πιο γερό συμβόλαιο
Ο Φώτης από μιας αρχής
Ήτανε άλλης εποχής
Έτσι προβλέπουνε οι νόμοι
Το κέρδισαν οι κληρονόμοι
Νόμοι και δικαστές πακέτο
Κι ο Φώτης έβαλε λουκέτο.
Δεν φτάναν οι αναδουλειές
Καινούργιο μαγαζί για βρες
Σα λάμιες τον αρπάζουν χρέη
χαρτιά, ψευτιές, δικηγορέοι
-Κάτσε να πιούμε ένα ρακί
-Αύριο θα είμαι φυλακή
Κι αν έχεις ιερό και όσιο
Για χρέη λέει προς το δημόσιο
Με πόνο με συνάντησε
Και ταπεινά μ απάντησε
Στο καφενείο μέσα
Με της καρδιάς τη μπέσα
«Τίμια δούλεψα Κωστή
Κι εντάξει ειν΄ το μαγαζί
Η εφορία προίκα του
Να χαίρεται το ΙΚΑ του»
Είπε και έφυγε σκυφτός
Αποσυνάγωγος κι αυτός
Μουντός, βαρύς και πικραμένος
Κι ολότελα απελπισμένος.
Την άλλη μέρα στη δουλειά
Ήρθαν μαντάτα πεταχτά.
Έπρεπε να το περιμένω
Βρήκαν το Φώτη κρεμασμένο .