(Από χρονογράφημα του Φώτη Αγγουλέ, με ψευδώνυμο «Σπέρος», Χιακός λαός, 19/4/1961)
Συνεπής με τα γραφόμενά του αυτά, ο άνθρωπος και ποιητής Φώτης Αγγουλές ολοκλήρωσε σε πενήντα τρία χρόνια το ταξίδι της ζωής του, κωπηλατώντας αδιάκοπα από το «τίποτα» στο «κάτι» κι από κει στο «μικρό» ή το «ελάχιστο», ποθώντας πάντοτε, ωστόσο, να αγγίξει το «μεγάλο», με μόνη κουμπάνια και σιρμαγιά τις ιδέες, τις πράξεις και τα «τραγουδάκια» του -όπως ονόμαζε ο ίδιος τα ποιήματά του- αλλά και την αγάπη του για τη ζωή.
Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του (1911) στον Τσεσμέ της Μικρασίας, οι γνωστές βίαιες ιστορικές συνθήκες τού στέρησαν το γενέθλιο λίκνο: στα τρία του χρόνια έγινε για πρώτη φορά προσφυγάκι και στα έντεκά του, με τον τελεσίδικο διωγμό του 1922, ακολούθησε τη μοίρα χιλιάδων άλλων Μικρασιατών και την οριστική εγκατάσταση της οικογένειάς του σε κάποια παράγκα στο Φρούριο της Χίου. Τότε εγκατέλειψε και το σχολείο για να βοηθά τον ψαρά πατέρα του στη θάλασσα και την ιχθυόσκαλα.
Ωστόσο, η ανάγνωση ποιημάτων σε κάποια εφημερίδα, από αυτές που γιος και πατέρας έκαναν χωνιά για να βάζουν μέσα τα ψάρια, άλλαξε με μιας τον ορίζοντα των αναζητήσεών του: στα δεκαπέντε του παράτησε την ψαρική κι έγινε βοηθός τυπογράφου στις εγκαταστάσεις της τοπικής εφημερίδας «Ελευθερία». Αυτή η επανασύνδεσή του με το γραπτό λόγο, τη στοιχειοθεσία, το μαγικό κόσμο των λέξεων και των σκέψεων, η επαφή του με τους αρθρογράφους της εποχής και την πνευματική αφρόκρεμα της Χίου τον έκαναν πρώτα ποιητή και, στη συνέχεια, δημοσιογράφο και εκδότη.
Την περίοδο αυτή διάβαζε ακατάπαυστα, αξιοποιώντας τον πλούτο της ονομαστής τοπικής Βιβλιοθήκης «Κοραής», φτάνοντας, μάλιστα, στο σημείο να παρακαλέσει το διευθυντή της να τον αφήνει να διανυκτερεύει εκεί, για να κερδίσει το χαμένο χρόνο σπουδής και μελέτης. Το ασύνηθες αίτημα τού ιδιόρρυθμου νεαρού απορρίφθηκε.
Στα δεκαοκτώ του χρόνια εξέδωσε δύο φύλλα -μόλις- της πρώτης του σατιρικής εφημερίδας, που ονόμασε «Καμπάνα». Στα εικοσιένα του συνέχισε με την εβδομαδιαία «Μιχαλού»:
Πρώτος χρόνος «Μιχαλού»,
βλέπω έλλειψη μυαλού.
Έτος 1900 και 32 ακόμα,
δεν ανήκουμε σε κόμμα.
Οκτώβρη 10, παρά μια
κι όλο ακριβαίνουν τα ψωμιά.
Αγαπητέ μου Στεφανή,
στη Νέα Γουινέα οι πεθαμένοι
στήνουνται σαν αντρείκελα στην άκρη
κι ως να ’ναι αμαρτωλοί και ντροπιασμένοι,
αντί για δάκρυ,
κι αντί, για το χαμό τους, μοιρολόι,
περνάει το συγγενολόι
και τους δέρνει…
Τους δέρνουνε κι οι φίλοι τους κι οι ξένοι
και φεύγουνε ταπεινωμένοι
της Νέας Γουινέας οι πεθαμένοι.
Και να σου πω, καλέ μου Στεφανή,
τη νύχτα αυτή με τυραννεί
παράξενη μια ιδέα
πως ίσως να ’μαστε εμείς (…) οι διψασμένοι
της Λευτεριάς, του Δίκιου, της Στοργής
και της Ζωής που πάει χαμένη.
Ναι, μου περνά αυτή η ιδέα
πως είμαστε από τη Νέα Γουινέα
κι είμαστε βρικολακιασμένοι (…):
«10η επιστολή στο Στεφανή», Μιχαλού, 13/10/1935
Την προπολεμική περίοδο εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: «Αμαβασιά» (1934), «Κραυγές στον ήλιο», και «Μενεξέδες» (1938), ενώ επιμελήθηκε και τη λαογραφική συλλογή «Ο λαός της πατρίδας μου», με λαϊκά δίστιχα και τραγούδια από τον Τσεσμέ. Την ίδια περίοδο, αρχικά με ομάδα συνεργατών και, στη συνέχεια, μόνος, κυκλοφόρησε το λογοτεχνικό περιοδικό «Το νησί».
Και μόνον οι τίτλοι της πρώτης αυτής πνευματικής παραγωγής, σε συνδυασμό και με τους κατοπινούς τίτλους των μεταγενέστερων ποιητικών του συλλογών, αρκούν για να μας αποκαλύψουν τα βασικά σύμβολα του ποιητικού σύμπαντος του Φώτη Αγγουλέ: η «Αμαβασιά» (η νύχτα, αμέσως μετά τη χάση του φεγγαριού) στοιχίζεται με την «Πορεία μέσα στη νύχτα» (1958), την ομώνυμη ποιητική του συλλογή, οι «Κραυγές στον ήλιο» (1938) με τις «Φωνές» (1943), τις «Φλόγες του δάσους» (1946) και το «Φουτσιγιάμα» (1962), ενώ οι λεπτεπίλεπτοι «Μενεξέδες» (1938) ζευγαρώνουν με τις «Οπτασίες στην έρημο» (1943) και τα «Εντελβάις» (1946).
Ωστόσο, αυτό που έχει εξαιρετική σημασία για την ποίηση του Αγγουλέ είναι το γεγονός ότι τα σύμβολα αυτά δεν είναι επίπεδα και άσαρκα. Αντίθετα, διαθέτουν γερό βιωματικό βάθος, στο οποίο θεμελιώνονται και όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της ποιητικής του γραφής: η ένταση των αισθημάτων, η δύναμη και η αλήθεια των εικόνων, το σφρίγος των λέξεων, η καθαρότητα των ιδεών, ακόμη και ο ιδιότυπος ποιητικός ρυθμός των ποιημάτων του:
Ένα καράβι κάτεργο μας πήρε τώρα. Πάμε
προς τις μεγάλες θάλασσες
που η τρικυμία σηκώνει
τα κύματα βουνά.
(…)
Στήστε, συντρόφοι, το χορό σαν τον παλιό καιρό
που χόρευαν οι αδέσμωτοι, πριν από κάποια μάχη,
στου κόσμου τα μουράγια εμείς για τη φουρτούνα που ’ρχεται
πρέπει να μπούμε βράχοι.
Και τώρα τραγουδήστε μου την όμορφη στροφή
που ο ποιητής απ’ το σπαθί τη λευτεριά γνωρίζει.
Κι αν είναι νύχτα γύρω μας, μες στην ψυχή σας βλέπω εγώ
μια αυγή ν’ αχνοροδίζει.:
«Ένα καράβι», Εντελβάις, 1946
Με τέτοιου είδους αποσκευές, ο αισθαντικός μποέμ ποιητής της μεσοπολεμικής περιόδου, μετεξελίχθηκε στη συνέχεια σε ένα δημιουργό μιας ποίησης «ίσιας και οικείας», κατά τη διατύπωση της Έλλης Παπαδημητρίου (Ο Φώτης Αγγουλές, 1975, Αθήνα/Κέδρος), περνώντας, βέβαια, μέσα από τις αδηφάγες, ιστορικές συγκυρίες και τις εξουθενωτικές συνθήκες ζωής, κατά την περίοδο της Κατοχής -στη Χίο και τη Μέση Ανατολή- του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής εποχής:
(…) Ήταν Ιούνιος μήνας. Συνταξίδευα με πολλούς αιχμαλώτους και πηγαίναμε στη Μασάβα, που το λιμάνι της τ’ ονομάζουνε «στόμα της Κόλασης». Λιωμένοι από τη ζέστη, με στεγνωμένα τα χείλη μας απ’ τη δίψα. Το φαγητό λίγο, αλλά θαυμάσιο: σήμερα, είχαμε ένα ωραίο στιφάδο… Ξάφνου, άκουσα μια φωνή: σταματήστε, συνάδελφοι!… Όλοι τρέξανε για να δούνε. Ο συνάδελφος έδειχνε μια γατοκεφαλή, καρφωμένη με το πιρούνι…
Από τότε, όταν φωνάζουν γάτες, νομίζω πως το νιαούρισμα το ακούω να βγαίνει από την κοιλιά μου»
(Χιακός λαός, 21/7/1961)
Ή:
« (…) Η ομάδα μας ελιγόστεψε. Τον τέταρτο φίλο μας τον θάψαμε κάτω από έναν αμμόλοφο. Τα τρόφιμά μας λιγόστεψαν. Το νερό μας τελειώνει. Αύριο, αν θα ζούμε, οι σιδηρόδρομοι θα ακολουθούνε το συντομότερο δρόμο από το σημείο Α ως το σημείο Λ… Εχτές καθυστερήσαμε από τον Σιμούν. Έβρεχε όλη μέρα άμμο και μικρομάμουνα που είχαν ένα σκληρό όστρακο. Οι αμμόλοφοι μετατοπιστήκανε. Τα καραβάνια εδώ είναι σπάνια. Θα προχωρήσομε μόνο με τη βοήθεια της πυξίδας μας προς το Νότο.» (Χιακός λαός, 19/10/1960)
Όλες αυτές οι εμπειρίες μεταποιούνται σε ποιητική ύλη: τα κρίνα του ανθούν στα βράχια, ποτισμένα με το δυσεύρετο νερό του πείσματος, τα ταπεινά αρμυρίκια της ερήμου φυτρώνουν στη θέση των άφαντων εντελβάις, οι σκελετοί των αδικοθανατισμένων μοιάζουν με παράξενες φλογέρες, ή ίδια η φρίκη γίνεται μπουρού που διαλαλεί τον πόνο, αλλά και το ξεπέρασμά του:
Ο τραυματίας ο Αυστραλός είναι καλύτερα πολύ.
Ο πυρετός λιγόστεψε κι έπαψε να παραμιλεί,
πέρασε η κρίση και δε βογγά αφ’ τον πόνο
κι αφ’ τα βαριά του τραύματα μείναν κουσούρια μόνο.
Τώρα γελά στην αδελφή που του χαμογελά,
μα δεν ξεχνιέται σ’ όνειρα, μάταια, φρούδα και τρελά.
Ξέρει πως είναι ανάπηρος. Μα θα ’βρει έναν τρόπο
όταν θα φτάσει λεύτερος στον όμορφό του τόπο
να τηνε ζήσει τη ζωή, που θα ’ναι χαρές γιομάτη
μ’ ένα ποδάρι ξύλινο κι ένα γυαλένιο μάτι.
«Ανάπηροι», Φωνές, 1946, β΄έκδοση
Ωστόσο, μετά τα «σύρματα» των στρατοπέδων της Παλαιστίνης και της Βόρειας Αφρικής (1942-44), μετά την τρίμηνη παραμονή του μέσα σε μια υγρή φουντάνα, για την εκτύπωση του παράνομου τύπου την περίοδο του Αντάρτικου στη Χίο (1948), την καταδικαστική απόφαση του Στρατοδικείου και την οκτάχρονη φυλάκισή του (1949-1957), έρχεται, ως τελική «επιβράβευσή» του, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του και την επανεγκατάστασή του στο «αγαπημένο νησάκι» του, ο απάνθρωπος ευτελισμός της προσωπικότητάς του σε καθημερινή, σχεδόν, βάση, λόγω τού ότι «ενεφορείτο υπό κομμουνιστικών ιδεών». Παρ’ όλα αυτά και κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο ποιητής Φώτης Αγγουλές αγωνίζεται να ξαναταιριάξει τα κομμάτια της ζωής του, γράφοντας:
Στον κήπο μια κοντομηλιά με φίλεψε δυο μήλα
μια λεύκα με χαιρέτησε με τ’ ασημιά της φύλλα
μ’ έρανε με τ’ ανθάκια της μια λεμονιά ανθισμένη
κι αφ’ το μαγκάνι ήπια νερό. Μα, ό,τι γλυκό μού μένει
είναι στον ίσκιο της ελιάς, μες στου ηλιού την πύρα,
που ήρθε η Χαρά στον ύπνο μου κι ένα φιλί της πήρα.
«Χαρά», Πορεία μέσα στη νύχτα, 1958
Παράλληλα, σε κείμενα της τελευταίας του δημοσιογραφικής διετίας, με τη σωματική και ψυχική υγεία του σοβαρότατα κλονισμένη πια, νιώθει συχνά την ανάγκη να κάνει σύντομες αναφορές στην περασμένη του ζωή:
« (…) Καθώς περνούσανε τα χρόνια, με διδάσκανε… Είδα καρδιές λερωμένες και χέρια μουρντάρικα. Οι άρρωστοι που πέθαναν χωρίς γιατρό ήταν φίλοι μου. Για τους απελπισμένους που χάθηκαν, χωρίς υπεράσπιση, έκλαψα. Έβρεξα τα χείλη ενός διψασμένου, κράτησα συντροφιά ενός μελλοθάνατου…
Τώρα μ’ αρέσει ν’ ακούω τους πεύκους να λένε το πεζοτράγουδο του καιρού: «εμάς το αύριο θα μας βρει. Και θα μας αναγνωρίσει από τα τατουάζ. Εμάς που δεν το καταδεχτήκαμε να κεντήσομε απάνω στα στήθη μας καμιά από τις παλιανθρωπιές του καιρού μας.»
Και είναι, πράγματι, πολύ εντυπωσιακό πόσο απόλυτα επαληθεύτηκε αυτή η προφητική και σταράτη φωνή μιας ολοκάθαρης συνείδησης: το «αύριο» ανακάλυψε τον ποιητή Αγγουλέ, παρ’ όλο που μεγάλο μέρος των ποιητικών και πεζών κειμένων του, ακόμη και σήμερα, βρίσκεται διάσπαρτο σε εφημερίδες και περιοδικά, στα αρχεία και τη μνήμη συγγενών ή φίλων. Για το ποιητικό του έργο, πάντως, σε χιακό επίπεδο, εκτός από τις αντίστοιχες προσπάθειες που έγιναν από εκδοτικούς οίκους των Αθηνών, έγινε προσπάθεια να περιληφθεί σε έναν πρώτο τόμο, που είναι ήδη εξαντλημένος (Άπαντα Φώτη Αγγουλέ, τ. Α΄, 1990, Χίος, Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο, επιμ. Γ. Διλμπόη).
Οι καιροί, ιδιαίτερα οι δίσεκτοι, συνεχίζουν να ανακαλύπτουν τον ποιητή, να τον μελοποιούν εξακολουθητικά, να του ανοίγουν ακόμη αυθόρμητα και, σχεδόν, συγκινητικά, τις πύλες της σύγχρονης διαδικτυακής επικοινωνίας, να σκύβουν με αγάπη πάνω στην ξεχωριστή γραφή του, η οποία έχει, βέβαια, τα όριά της, αλλά, καθώς είναι κατάστικτη με τα ολοζώντανά της τατουάζ, μεταφέρει αφτιασίδωτα την αλήθεια μιας συνειδητής, όσο και μαρτυρικής ζωής.
Τέτοια τατουάζ, «σημάδια από του σταυρωμού τα σουβλερά καρφιά
και μελανιές απ’ τις βαριές των σκλάβων αλυσίδες»,
που ένιωσε και ψηλάφησε ο ποιητής στο ίδιο του το κορμί και την καρδιά, μαζί και οι ευωδιαστές πασχαλιές των λέξεών του, που στολίζουν τα ανθοδοχεία της λύπης, της αγάπης και της ανθρωπιάς του, μας κάνουν να διαβάζουμε εξακολουθητικά τα ποιήματά του και να σιγοψιθυρίζουμε το τραγούδι του Φώτη Αγγουλέ.
Ένα τραγούδι που αναπνέει στην απλόχωρη ηθική της απόλυτης καλοσύνης και αντοχής, στάζοντας ανακουφιστικό βάλσαμο στους «τύπους των ήλων» κάθε εποχής:
Μην καρτεράτε να λυγίσομε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγάει το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ,
πάρα πολύ αγαπήσει.
* Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε, μαζί με ένα χρονολόγιο των βασικών σταθμών της ζωής και της ποίησης του Φώτη Αγγουλέ, στο περιοδικό NEMECIS, τεύχος 115, 2012.
** Στις 25 και 26 Ιουνίου και στις 27 και 28 Αυγούστου 2011, ως τιμή στη μνήμη του Φώτη Αγγουλέ δόθηκαν τέσσερις παραστάσεις από ομάδα μαθητών του Γενικού Λυκείου Βροντάδου Χίου σε κείμενο και σκηνοθετική επιμέλεια της υπογραφόμενης, με τίτλο: Φώτης Αγγουλές: πορεία στο φως και το σκοτάδι της ζωής του.
Από τις παραστάσεις αυτές προέρχονται και οι συνοδευτικές του κειμένου φωτογραφίες. Οι παλαιές φωτογραφίες του Φώτη Αγγουλέ προέρχονται από το αρχείο του ανιψιού του Τριαντάφυλλου Μυλωνά. Η πιο γνωστή φωτογραφία του ποιητή είναι το στιγμιότυπο που τράβηξε ο φωτογράφος Στέλιος Κασιμάτης στην Αθήνα, αμέσως μετά την αποφυλάκιση του Φ. Αγγουλέ (1957).
Φωτογραφίες από εκδηλώσεις προς τιμή του Φώτη Αγγουλέ
Συζήτηση4 Σχόλια
και οι μπεχλιβάνηδες θεατρίνοι να τον σεβαστούν!
ΔΙΟΡΘΩΣΗ
Το σχολειό απευθύνεται σε καβαλημένο αγράμματο μπεχλιβάνη
που κατέχει θέση διευθυντού.
Pingback: Φώτης Αγγουλές, ο προλετάριος ποιητής και αγωνιστής -από τον Οικοδόμο | Νόστιμον ήμαρ
«…κι έφτασα στη σιωπή»