της Ευαγγελίας Παπαζή
Είμαστε πλήθος και μείναμε μόνοι. Ο καθένας ένας, σιωπηλός κι αδιάφορος, στη χαρά και στη λύπη, του δίπλα και του παραδίπλα.
Στους μεγάλους δρόμους κυκλοφοριακό χάος.
Στις μεγάλες νύκτες πλήθος παράνομοι αγωνίζονται, να αποδείξουν τη δύναμη τους.
Ήρωες της μιας νύκτας, κατιτί μεταξύ του τίποτα και του πουθενά.
Επιχειρήσεις με πολλούς ορόφους κι υπαλλήλους πλήθος, μαριονέτες με τη χωρίστρα δεξιά ή αριστερά..
Συνεργεία με εργάτες και μαστόρους, ειδικευμένους κι ανειδίκευτους.
Υπουργεία με υπουργούς, υφυπουργούς, προϊσταμένους κι υφισταμένους, διευθυντές κι υποτακτικούς.
Κι ένα πλήθος ίδιο κι αλλιώτικο κι εσύ κάπου ανάμεσα. Δράστης και παρατηρητής αυτών, που δρώνται κι αυτών, που περιμένεις να γίνουν.
Και σου `ρχεται η λύπη κι αν είσαι τυχερός κάποιοι θα σου πουν συλλυπητήρια. Άλλοι γιατί σε λυπούνται κι άλλοι για το «θεαθήναι».
Κι αν σούρθει η χαρά, ψάχνεις να βρείς αυτούς, που θα χαρούν, κι ανακαλύπτεις, πως είσαι εσύ κι εσύ.
Καταλαβαίνεις, πως το φορτίο της είναι ασήκωτο. Δύσκολα να το δεχτούν ώμοι, που δεν κόπιασαν.
Και γυρνάς σε δρόμους πολυσύχναστους και σε εμπορεία.
Παντού αθόρυβη σιωπή.
Παντού υδροκέφαλοι, εγκεφαλικοί συντοπίτες, με καρδιά και συναίσθημα, εκείνου του ταλαίπωρου Λαδένιου, στο παραμύθι αλλοτινών χρόνων.
Όλα είναι δίπλα σου. Σου ζητούν βοήθεια και συ απαιτείς να στην ζητιανέψουν γονατιστοί.
Δεν το κάνουν και σαν ισχυρός και δήθεν φιλεύσπλαχνος, γυρίζεις πρόσωπο κατά Βηθλεέμ.
Είσαι σίγουρος, πως έκαμες το καθήκον σου και δεν σε χρειάζεται κανείς.
Κι έτσι έμεινες εσύ με το εσύ σου κι εγώ με το εγώ μου.
Ο καθένας μόνος στη δική του πολύβουη πόλη, στη δική του πολύβουη σιωπή…