Μέσα γενάρη στο μπακάλικο των γονιών μου στην Καλαμωτή
Τρεις μέρες τώρα ο ίδιος καιρός, νοτιάς, δυνατός αέρας, ξαφνικές μπόρες, ξαφνικός ήλιος και πάλι βροχή. Κοιτάζω έξω, ησυχία, δεν περνάει κανείς, δυο γάτες τριγυρίζουν ψάχνοντας τροφή. Ο ψαράς από τα Νένητα έκοψε ταχύτητα, φώναξε για λίγο και έφυγε. Τέλειωσαν οι ελιές και αρκετοί από τους μετανάστες του χωριού έχουν πάει στα χωριά τους στην Αλβανία και οι ηλικιωμένοι γείτονες στα παιδιά τους στην Αθήνα.
Το απόγευμα μπαίνει στο μαγαζί ο Σιδερής ο κουρέας. «Καλησπέρα Γιάννη», «γεια σου Σιδερή, Αρμολούσοι ήταν αυτοί οι δυο που κούρεψες;»
«Ναι, και πάλι την κουβέντα για το χωριό είχαμε. Αυτά που σου λέω είπανε κι αυτοί: πως ερήμωσε έτσι η Καλαμωτή; άνθρωπο δε βλέπεις…» Κάθε απόγευμα επαναλαμβάνει τις ίδιες φράσεις: «Πιάνεται η ψυχή μου, πως ήταν το χωριό και πως κατάντησε..» Παλιότερα μου απαριθμούσε τα καταστήματα και τους ανθρώπους, μόνο που ξεχνούσε οτι μιλούσε για τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Αρχαιοφύλακας της σκόνης του χρόνου. Φεύγει «Απάω να βοηθήσω τη γυναίκα στο μαστιχάκι, καληνύχτα».
Κατηφορίζω προς το σπίτι, ακούω την αναπνοή μου, η ησυχία μυρίζει καμένο ξύλο, προσπερνώ ερείπια και κλειστά σπίτια με πλαστικά καλύμματα στα πορτοπαράθυρα. Το σκηνικό θα μείνει ανέπαφο για το επόμενο καλοκαίρι. Αύριο επιστρέφω στην Αθήνα.