του Βαγγέλη Χαρίτου
Στον αριθμό 16 της οδού Κανάρη στη συμβολή της με τη Βενιζέλου, βρίσκεται το κτίριο που κάποτε στέγασε δύο ιστορικές τράπεζες, τη Χίου και έπειτα την Ιονική. Αποτελεί μαζί με το έναντι κτίριο της Εθνικής Τράπεζας νησίδες υψηλής αισθητικής σε ένα δρόμο απρόσωπο, που δε μπορεί να χαρακτηριστεί ο ομορφότερος της πόλης, αφού κυριαρχεί με τον όγκο του το «διάσημο» δημοτικό κτίριο της οδού Λάδης και το απροσδιόριστης μορφολογίας κτίριο του ταμείου του δήμου Χίου.
Η ίδρυση της Τράπεζας Χίου πραγματοποιήθηκε το 1919 από τους αδελφούς Νικόλαο και Αλέξανδρο Πασπάτη και το Φίλιππο Χρυσοβελόνη, γόνους αρχοντικών οικογενειών της Χίου. Τον επόμενο χρόνο άρχισε η λειτουργία της τράπεζας, με πρώτη έδρα γραφείο επί της οδού Σοφοκλέους στην Αθήνα. Ως σύμβολό της ορίστηκε η Σφίγγα, το διαχρονικό σύμβολο της Χίου. Οι εργασίες του νέου πιστωτικού ιδρύματος αποδείχθηκαν ικανοποιητικές και αποφασίστηκε η αγορά οικοπέδου επί της οδού Αριστείδου για την κατασκευή ιδιόκτητου κτιρίου. Οι κατασκευαστικές εργασίες του κεντρικού μεγάρου της τράπεζας ξεκίνησαν το Μάρτιο του 1924 και ολοκληρώθηκαν το 1926. Η τράπεζα σταδιακά ισχυροποιείται και δημιουργεί αρκετές θυγατρικές, με κυριότερη εκείνη των μεταλλείων Αταλάντης, ενώ το 1932 γίνεται ο δεύτερος μέτοχος της εταιρείας Ελαΐς. Τον Απρίλιο του 1928 ιδρύθηκε υποκατάστημα στη Χίο. Το Μάιο του 1930 εκποιήθηκε προς το πιστωτικό ίδρυμα οικόπεδο από το δήμο Χίου, για τη στέγαση του υποκαταστήματος σε ιδιόκτητο κτήριο. Οι εργασίες ξεκινούν άμεσα. Στις 3 Αυγούστου 1931 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του νέου κτιρίου του υποκαταστήματος στο κέντρο της πόλης, απέναντι από το κτίριο της Εθνικής. Το 1945 η τράπεζα αγοράστηκε από τον επιχειρηματία Γ. Παυλίδη. Λανθασμένοι χειρισμοί οδηγούν το πιστωτικό ίδρυμα σε παρακμή. Η τράπεζα τίθεται σε εκκαθάριση το 1952, ενώ το 1968 ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, και το κτίριο του υποκαταστήματος Χίου αγοράζεται από ιδιώτη. Οι μετοχές της τράπεζας Χίου πέρασαν στην Εθνική και το 1988 μεταβιβάστηκαν σε νέους κατόχους. Το 1990 η επωνυμία άλλαξε σε Xios Bank και το 2000 συγχωνεύτηκε με την Πειραιώς. Το 1969 στο κτίριο του υποκαταστήματος της Χίου μεταφέρθηκε το υποκατάστημα της Ιονικής που έως τότε στεγαζόταν σε ακατάλληλο για τράπεζα κτίριο στο λιμάνι. Το κτίριο επισκευάστηκε και κοσμήθηκε το 1970 με τοιχογραφία έργο του Δημήτρη Μυταρά. Το έτος 2000 η Ιονική συγχωνεύτηκε με την Alpha Bank. Το υποκατάστημα λειτούργησε μέχρι το 2003, έτος που έκλεισε. Η μακροχρόνια παραμονή της Ιονικής στο κτίριο, είχε ως αποτέλεσμα να ξεχαστεί η αρχική ιδιοκτησία του κτιρίου από την Τράπεζα Χίου και να συνδεθεί στην συνείδηση των πολιτών με την Ιονική. Ακόμα και σήμερα αποκαλείται «πρώην Ιονική». Μετά το κλείσιμο του υποκαταστήματος της Ιονικής κατά καιρούς στο κτίριο έχουν φιλοξενηθεί περιοδικές εκθέσεις, με τελευταία το «φυτολόγιο» του Νικόλα Χατζή, ενώ θυροκολλημένο σημείωμα, προανήγγειλε την ίδρυση και στέγαση μουσείου στο χώρο αυτό, που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Το κτίριο της Τράπεζας Χίου («πρώην Ιονικής», όπως είναι γνωστό στους κατοίκους της πόλης), μαζί με εκείνο της Εθνικής αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα κτιρίων των αρχιτεκτονικών τάσεων της εποχής του Μεσοπολέμου. Το νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής (τότε κρατική τράπεζα), είναι εκφραστής της τότε κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας με χαρακτηριστικό την έντονη αρχαιολατρία: Ο νεοκλασικός ρυθμός, στη ύστερη περίοδο του οποίου ανήκει το κτίριο αυτό, αποτελεί τη σύνδεση των νεοελλήνων με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν. Στη νεοκλασική μορφή του κτιρίου της Εθνικής με την απολύτως συμμετρική όψη αντιτίθεται και ταυτόχρονα συμπληρώνει το κτίριο της Τράπεζας Χίου: Ίδρυμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με ιδιοκτήτες κοσμοπολίτες, εκφραστές της εξωστρέφειας, χαρακτηρίζεται από τις μοντέρνες αρχιτεκτονικές τάσεις της εποχής. Το κτίριο κτισμένο σε ένα τριγωνικό ανισοσκελές οικόπεδο, στη συμβολή δύο οδών, κατορθώνει να ενταχθεί σε αυτό με επιτυχία. Μορφολογικά ανήκει σε έναν «αρχαΐζοντα» μοντερνισμό, αφού στις όψεις του εντοπίζονται μοντέρνα στοιχεία μα και κλασικιστικά. Το κτίριο αποτελείται από τρία επίπεδα (υπόγειο, ισόγειο και όροφο) και παρουσιάζει τριμερή καθ’ ύψος διάρθρωση (βάση-κορμός-στέψη). Στη βάση του κτιρίου, που χαρακτηρίζεται από τη μίμηση ισόδομης τοιχοποιίας, ανοίγονται οι φεγγίτες του υπογείου. Τον κορμό συνθέτουν οι δύο όροφοι του κτιρίου. Ακριβώς στη συμβολή των δύο πλευρών ανοίγεται η είσοδος του κτιρίου, που περιβάλλεται από μαρμάρινο θύρωμα, κατασκευασμένο από μάρμαρο του Λατομιού. Στις πλευρές του κτιρίου που χωρίζονται με παραστάδες ανοίγονται, πέντε παράθυρα στην όψη της Κανάρη και τέσσερα σ’ εκείνη της Βενιζέλου. Στην αρχική μορφή του κτιρίου ανοίγονταν και δυο υψίκορμοι φεγγίτες ένας σε κάθε πλευρά, που σήμερα έχουν φραχτεί. Την ίδια τύχη είχαν και δύο μικροί ορθογώνιοι φεγγίτες, που βρίσκονταν σε εσοχή, ψηλότερα από την επίστεψη του θυρώματος. Στον όροφο ανοίγεται ένα μεγάλο παράθυρο πάνω από την είσοδο του κτιρίου, ενώ στις μακριές πλευρές ακολουθείται η διάρθρωση του ισογείου. Το τμήμα αυτό έχει υποστεί τις περισσότερες αλλοιώσεις: Στην αρχική μορφή του κτιρίου, στη στενή πλευρά, το μεγάλο παράθυρο ήταν θύρα που οδηγούσε σε μικρό τσιμεντένιο εξώστη που πλέον έχει κατεδαφιστεί. Στις μακριές πλευρές τα ανοίγματα του ορόφου δεν ήταν ορθογώνια, όπως σήμερα, μα τετράγωνα. Στο τμήμα ανάμεσα από τα ανοίγματα ορόφου και ισογείου, υπήρχαν ορθογώνια ανάγλυφα, αποτελώντας τη διακόσμηση του κτιρίου. Τέλος, η στέψη του αποτελείται από ένα εξέχων γείσο και κάτω από αυτό τρεις ταινίες, ενώ ψηλότερα στηθαίο που περιτρέχει το κτίριο. Το στηθαίο έχει και αυτό αλλοιωθεί, αφού το μεσαίο τμήμα του τονιζόταν με βαθμιδωτή στέψη, πράγμα που δε συμβαίνει σήμερα. Ο σωζόμενος διάκοσμος του κτιρίου είναι απλούστατος, με κυριότερα στοιχεία τις δωρικού τύπου παραστάδες και το μαρμάρινο θύρωμα της εισόδου. Αυτό αποτελείται από δύο παραστάδες, ανώφλι και επίστεψη. Οι παραστάδες αποτελούνται από βάση κορμό και επίκρανα. Τα τελευταία διακοσμούνται με λογχοειδή φύλλα. Τέλος σημαντικά είναι τα κιγκλιδώματα των ανοιγμάτων του ισογείου, με τα σπειρόμορφα κοσμήματα. Η απώλεια του εξώστη και των διακοσμήσεων του ορόφου, έχουν επιφέρει σημαντικό πλήγμα στη μορφή του κτιρίου.
Έπειτα από εργασίες μικρής διάρκειας που περιορίστηκαν στο εσωτερικό του κτιρίου, ο χώρος άρχισε να λειτουργεί ως κέντρο διασκέδασης. Το κτίριο δεν έχει κηρυχθεί διατηρητέο, από την εφορεία νεωτέρων μνημείων, ώστε να προστατεύονται τα μορφολογικά του στοιχεία, εξωτερικά και εσωτερικά (πχ οι μαρμαρεπενδύσεις των τοίχων) από επεμβάσεις, να υπάρχει πρόβλεψη για αποκατάσταση στην αρχική του μορφή και να ορίζονται οι επιτρεπόμενες χρήσεις, με αποτέλεσμα να είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της περαιτέρω αλλοίωσης του κτιρίου στο μέλλον. Άραγε μια τέτοια χρήση, όπως η σημερινή, που χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση ανθρώπων σε ένα χώρο είναι συμβατή όταν το κτίριο έχει μονάχα μια είσοδο;
Βοηθήματα
- Σαματά Σπύρου, Τράπεζα Χίου Α.Ε Περιοδικό Πελινναίο τεύχος 13 σ 12-15
- Τετράδια Μνήμης Έκδοση «Πελινναίο» τεύχη ετών 1928, 1930, 1931.
- Διαδικτυακός τόπος: www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=116091