Η τραγωδία στο Φαρμακονήσι επανέφερε στη δημόσια συζήτηση το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα
Η τραγωδία στο Φαρμακονήσι επανέφερε στη δημόσια συζήτηση το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα. Αυτή τη φορά, ο θάνατος δώδεκα ανθρώπων υποχρέωσαν εκείνους που καθορίζουν τους όρους του δημόσιου διάλογου να χαμηλώσουν την ένταση και να ξεχάσουν τους συνήθεις εύκολους –δήθεν ρεαλιστικούς και κατ’ ουσίαν κυνικούς– αφορισμούς τους. Υπήρξαν και θλιβερές παραφωνίες. Για παράδειγμα, ο υπουργός Ναυτιλίας με τις δηλώσεις του δεν μπόρεσε να ψελλίσει το αυτονόητο. Δεν αισθάνθηκε καν την ανάγκη να δηλώσει, ως εκπρόσωπος της ελληνικής πολιτείας, τη συντριβή του μπροστά στο συμβάν του θανάτου δώδεκα ανθρώπων με ευθύνη (έστω με τη μορφή της αμέλειας, αν δεχτούμε τη δική του εκδοχή) της ελληνικής πολιτείας. Δεν πρόκειται για τυχαίο λάθος, αλλά για στάση που αντανακλά τη συγκρότηση –και την ψυχοσύνθεση– του κατεστημένου πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Κατά τα λοιπά, η συζήτηση για το μεταναστευτικό πολλές φορές χαρακτηρίζεται από άγνοια ή σκόπιμη διαστρέβλωση των πραγματικών δεδομένων. Για την ακροδεξιά και τις πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κατάσταση αυτή δεν ξαφνιάζει. Η διαστρέβλωση των δεδομένων (κυρίως από την ακροδεξιά) εξυπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες, ενώ η άγνοια είναι συχνά απόρροια της έλλειψης ενδιαφέροντος. Από την άλλη πλευρά, η Αριστερά, έχοντας μικρή εμπιστοσύνη στην απήχηση των θέσεών της για το μεταναστευτικό στην ελληνική κοινωνία, συχνά καταφεύγει στην παρηγορία των μαγικών λύσεων. Αποτέλεσμα αυτής της σχολής σκέψης είναι η συνήθης παρανόηση για την επίπτωση της κατάργησης του Κανονισμού «Δουβλίνο 2» (ή, πλέον, «Δουβλίνο 3») στην «επίλυση» του μεταναστευτικού ζητήματος.
Χρειάζεται λοιπόν, καταρχάς, να θυμίσουμε ότι ο κανονισμός αυτός αφορά τον καθορισμό της χώρας η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του αιτήματος ασύλου οποιουδήποτε εισέρχεται στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και των όρων της οικογενειακής επανένωσης των αιτούντων άσυλο. Εξ ορισμού, επομένως, ο Κανονισμός αφορά ένα υποσύνολο μόνο των αλλοδαπών, τους αιτούντες άσυλο, που αποτελούν μάλιστα μικρή μειοψηφία μεταξύ των αλλοδαπών (σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, στην Ελλάδα αυτή η κατηγορία δεν ξεπερνάει το 10%). Εάν όμως επί χρόνια, πράγματι, η εφαρμογή του Κανονισμού είχε ως συνέπεια την επιστροφή στην Ελλάδα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες ενός αριθμού αιτούντων άσυλο, μετά το 2011 και την έκδοση της (κατδιακαστικής) απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων MSS κατά Ελλάδας, που ουσιαστικά απαγόρευσε τις επιστροφές στη χώρα μας, αυτή η «επιβάρυνση» έχει πάψει να υφίσταται. (Θυμίζω ότι με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα δεν διέθετε αποτελεσματικό σύστημα ασύλου, ενώ απεφάνθη ότι ο προσφεύγων MSS –αφγανός αιτών άσυλο– κρατήθηκε υπό απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες. Μετά την απόφαση, πολλά κράτη-μέλη ανέστειλαν την έκδοση υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα). Μάλιστα, στην παρούσα φάση η Ελλάδα μάλλον «ωφελείται» από την εφαρμογή του Κανονισμού, καθώς σε εφαρμογή των διατάξεων για την οικογενειακή επανένωση έχει καταστεί δυνατή η εγκατάσταση πολλών αιτούντων άσυλο στις χώρες όπου ζουν συγγενείς τους. Όσοι φεύγουν, δηλαδή, είναι πλέον περισσότεροι από όσους επιστρέφουν.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και ο μύθος των νομιμοποιητικών εγγράφων που δήθεν μπορεί να εκδώσει η χώρα μας, προκειμένου να διευκολύνει τη μετάβαση χιλιάδων μεταναστών στο εξωτερικό. Όπως είχα υποστηρίξει και στο παρελθόν στις σελίδες αυτές («Ενθέματα, 22.7.2012), η δυνατότητα παραμονής σε μια χώρα και η απόκτηση άδειας παραμονής σε αυτή διέπεται, καταρχάς, από το εθνικό δίκαιο κάθε χώρας. Επομένως, η Ελλάδα δεν μπορεί καταρχάς να εξασφαλίσει τη νόμιμη εγκατάσταση των μεταναστών σε άλλη χώρα, ακόμα και αν απονείμει κάποιο καθεστώς νόμιμης παραμονής σε αυτούς, με την εξαίρεση της άδειας επί μακρόν διαμένοντος
Και τώρα λοιπόν τι θα γίνουμε χωρίς Δουβλίνο και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα;
Δόξα τω Θεώ, θα ζήσουμε. Οι λύσεις όμως είναι πιο σύνθετες. Όπως η λύση στο κεντρικό οικονομικό πρόβλημα της χώρας αναζητείται στη διεκδίκηση μιας αλλαγής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι και το μεταναστευτικό και το προσφυγικό ζήτημα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν στο εθνικό επίπεδο. Από τη σκοπιά αυτή, η Αριστερά έχει κάθε λόγο να πιέζει σε όλη την Ευρώπη για την αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Σύμφωνου για τη Μετανάστευση, την άρση της άτυπης απαγόρευσης νομιμοποιήσεων. Παράλληλα, στο εθνικό επίπεδο, η Αριστερά, αντί να προσπαθεί να διασκεδάσει τις αγωνίες ενός κοινού κυριευμένου από την προπαγάνδα ετών, θα ήταν καλό να προβάλλει την ατζέντα της επιχειρηματολογώντας από τη σκοπιά μιας κοινωνίας που δεν είναι δυνατό να ανέχεται «αόρατους» ανθρώπους, ανθρώπους χωρίς δικαιώματα. Σε αυτή τη λογική, μπορεί και πρέπει, να ζητάει ιθαγένεια για τη δεύτερη γενιά, κοινωνική ενσωμάτωση και ένταξη, κατάργηση των κέντρων διοικητικής κράτησης, δυνατότητα νέας νομιμοποίησης. Στις ΗΠΑ η –προφανώς όχι ακραιφνώς ριζοσπαστική– κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται να ανοίγει μέτωπο απέναντι στους Ρεπουμπλικάνους με τη συζήτηση για την πολιτογράφηση ως αμερικανών πολιτών (προσοχή, όχι απλώς για τη νομιμοποίηση, αλλά για την πολιτογράφηση!) 11 εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών, προερχομένων κυρίως από το Μεξικό. Είναι τόσο δύσκολο και στη χώρα μας η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, να επεξεργαστεί, να εξαγγείλει και να εφαρμόσει –και η δικαστική εξουσία να ανεχθεί– μέτρα σε αυτή την κατεύθυσνη, έστω και λιγότερο ριζοσπαστικά;
Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, υποψήφιος πρόεδρος του ΔΣΑ με τη Ριζοσπαστική Αριστερή Κίνηση Δικηγόρων Αθήνας.