της Στέλλας Τσιροπινά
Το λαϊκό αποκριάτικο έθιμο του «Μακαρονά», κρίκος και αυτό στη γερή –κάποτε– αλυσίδα των χιακών αγροτικών δρώμενων, αποκαλύπτει, μέσα από την αδιάλειπτη διεξαγωγή του σε ορισμένα χωριά ή τη σποραδική εκτέλεσή του και την οριστική εγκατάλειψή του στα περισσότερα, αυτό που εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει τόσο στα ληξιαρχεία, όσο και στον κατοικημένο χώρο της χιακής υπαίθρου: την αδιάκοπη, δηλαδή, συνομιλία του παρελθόντος και του παρόντος, του απόντος και του ζωντανού στοιχείου.
Αυτή η συνομιλία, όμως, του «άλλοτε» και του «τώρα», στις μέρες μας, εγκαθιδρύει «άλλα» έθιμα σχεδόν, σε χωριά «άλλα», τα οποία, ως προς τη φυσιογνωμία τους, δεν είναι τελικά -κατά τη διάρκεια κάθε τέτοιας εθιμικής επιβίωσης- ούτε τα αλλοτινά, τα ακμάζοντα ως προς τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις τους, αλλά ούτε και τα σημερινά, τα σημαδεμένα στην καθημερινότητά τους από την πληθυσμιακή αποψίλωση και την ολοφάνερη ερημία.
Πράγματι, λοιπόν, μία καθ’ όλα θεατρική παρωδία της «κηδείας» ενός ομοιώματος ή ενός ανθρώπου που καμώνεται το νεκρό ήταν διαδεδομένη, μέχρι ακόμη και τη δεκαετία του 1970, σε όλο το νησί της Χίου. Το έθιμο, με ποικίλα ονόματα, αλλά με πανομοιότυπο, σχεδόν, το περιεχόμενό του, περιστρεφόταν γύρω από το θάνατο και την ανάσταση ενός σώματος, με υπερτονισμένα πάντοτε τα γεννητικά του όργανα, ενός σώματος που συμβόλιζε την αλληλοδιαδοχή φθοράς και ανανέωσης, αλλά και την επιθυμητή τελεσφόρηση της καρποφορίας, που όλοι οι άνθρωποι των παραδοσιακών αγροτικών κοινωνιών εύχονταν και προσδοκούσαν.
Ως δρώμενο της αποκριάτικης εορταστικής κορύφωσης τελούνταν είτε αργά το απόγευμα της Τυρινής Κυριακής, πριν από το γενικό δηλαδή εθιμικό καθαρισμό οίκων, αλλά και στομάχων, που απαιτούσε η επικείμενη Καθαρή Δευτέρα, είτε το απόγευμα της ίδιας της Καθαρής Δευτέρας, για να δηλωθεί πανηγυρικά το τέλος της γιορταστικής κραιπάλης, αμέσως πριν από την εγκράτεια και την περισυλλογή της Σαρακοστής.
Τα κατά τόπους ονόματά του είναι αποκαλυπτικά της γενικότερης κατάστασης που αναπόδραστα οδήγησε στο θάνατο τον πρωταγωνιστή του: «Σακαλής» (από την τούρκικη λέξη «σακάτ») ή «Μακαρονάς»¹, δηλαδή ελαττωματικός και ταυτόχρονα αδηφάγος (από την ιταλική λέξη «macca»: πλησμονή) –«έλαβε το όνομα αυτό, επειδή έφαγε πολλά μακαρόνια (…). Εκ της καταχρήσεως του φαγητού ησθένησε και απέθανε»². Ανάξιος οπωσδήποτε του μεγεθυντικού παρωνυμίου «Γιάνναρος», με το οποίο περιπαικτικά αποκαλούνταν αλλού (Διευχά) και, τελικά, «Απεθαμένος» (Σιδηρούντα) και «Νεκρός» (Άγιος Γιώργης Συκούσης), ξέπνοος και άψυχος, αλλά, ωστόσο, όχι και ανεπιστρεπτί…
Αν επρόκειτο για ομοίωμα ανθρώπινων διαστάσεων, κατασκευαζόταν από πρόχειρο ξύλινο σκελετό, που έντυναν με ράκη και παραγέμιζαν συνήθως με άχυρα, ρείκια ή ξερά φύλλα γι’ αυτό, τότε, τον αποκαλούσαν «Αχερένιο» (Ολύμποι).
Για πρόσωπο τού έβαζαν συνήθως ένα νεροκολόκυθο, μία «τσαρκατού», για να θυμηθούμε την ντόπια ιδιωματική, στο οποίο ζωγράφιζαν μάτια, μύτη και στόμα, μην παραλείποντας, κάποτε, μουστάκια και γένια από κατσικίσιο ή προβατίσιο μαλλί, χωρίς να αποκλείεται και η προσωπίδα τού εμπορίου, όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες μας.
Αν υποδυόταν τον «πεθαμένο» κάποιος άνθρωπος, αυτός ήταν είτε ο πιο αφερέγγυος στο λεγόμενο «ρεφενέ», είτε ο πιο μεθυσμένος από τους ομίλους τών θορυβωδώς διασκεδαζόντων, είτε ο πιο αγαθός, είτε ακόμη και ο πιο αστείος της παρέας. Σε όλη τη διάρκεια της σατιρικής «εξοδίου ακολουθίας» υποδυόταν με απόλυτη συνειδητότητα το ρόλο του:
«Ούτε να γελάσει, ούτε να κουνηθεί, ούτε τίποτι, κόρη μου…
Θαρρείς κι ήτανε πραγματικός! Επορούσανε οι ανθρώποι κι εκείνος πια…
με σταυρωμένα τα χέρια του – εβάζαν του και μιαν εικόνα– να μη σαλεύγει!»³
Στα Θυμιανά, χωριό στο οποίο διεξάγεται το αποκριάτικο έθιμο της «Μόστρας», τον πεθαμένο -όταν ακόμη τελούνταν και το δρώμενο του «νεκρού»- υποδυόταν ο «αρχιπειρατής» της αντίπαλης των ντόπιων ομάδας, ενώ στο Ληθί τον υποδυόταν ο «Μώρος» (σ.σ. μαύρος στην όψη), ο σωματοφύλακας του «Αγά», μιας ακόμη αποκριάτικης εθιμικής σκηνής.
Ούτως ή άλλως, ομοίωμα ή άνθρωπο, φρόντιζαν να τον στολίζουν με λουλούδια ή χορτάρια ή ακόμη, για να εντείνουν περισσότερο τη γελοιογραφημένη εικόνα του, κρεμούσαν από το λαιμό του τις λεγόμενες «ρέστες», περασμένες με μικρά κόκκινα ντοματάκια, απιθώνοντας, ενίοτε, επάνω τους μία ρέγγα για να αναδίδει τη χαρακτηριστική οσμή της για ακόμη πιο ρεαλιστική απόδοση της κατάστασής του.
Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στην κατασκευή των γεννητικών οργάνων: οι όρχεις αναπαριστάνονταν με σκόρδα, ενώ ο φαλλός ήταν, άλλοτε, ένα ευμέγεθες πελεκημένο ξύλο, άλλοτε, ένα μεγάλο καρότο, ραπάνι ή γούλα λαχανίδας, άλλοτε, μία αυτοσχέδια κατασκευή, συνδεδεμένη με ένα σύρμα, το οποίο τραβούσε ένας από τους «σηκωτάδες» ή ο ίδιος ο νεκρός για να πραγματοποιείται, κατά βούληση, η ανύψωση ή όχι του «μορίου» του, αλλά συχνά, τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμη κι ένα πολύχρωμο πλαστικό ρόπαλο του εμπορίου.
Το «κασόνι» ή «λατέρα», σύμφωνα με το τοπικό ιδίωμα, μπορούσε να είναι μια απλή σανίδα ή μία επί τούτου πρόχειρη κατασκευή. Τις περισσότερες φορές, όμως, κατέφευγαν στη χρησιμοποίηση μιας σκάλας, στην οποία απίθωναν το «νεκρό», χωρίς ωστόσο να αποκλείουν και τη χρήση πραγματικού φέρετρου, αν μπορούσαν με κάποιο τρόπο να το προμηθευτούν ή ενός πρόχειρου ομοιώματός του. Αν επρόκειτο για ανδρείκελο, συνηθιζόταν η έκθεσή του στο πιο κεντρικό σημείο της πλατείας του χωριού, μέχρι την ώρα της «κηδείας» του.
Αν επρόκειτο για άνθρωπο, «του’ χαν πασαλευρισμένη και ντη μούρην του»4, πασπάλιζαν δηλαδή το πρόσωπό του με αλεύρι, για να αποδίδεται πειστικά η ωχρότητα που έχει η μορφή ενός πραγματικού νεκρού. Διαφορετικά, κατέφευγαν στη χρήση προσωπίδας ή ακόμη μουντζούρωναν το πρόσωπό του, με καπνιά από το τζάκι ή το μαυρισμένο τηγάνι ή ακόμη και με κόκκινη τρύγα, το κατακάθι, δηλαδή, του κρασιού.
Ο «θίασος», εκτός από τους «βαρυπενθούντες συγγενείς» του νεκρού, τη «χήρα» του δηλαδή, την «κόρη» του και άλλα στενά του πρόσωπα, τα οποία υποδύονταν πάντοτε άντρες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, με μαύρα πρόχειρα ρούχα και μεγάλες μαύρες μαντίλες, είχε να επιδείξει και άλλα πρόσωπα, λιγότερο ή περισσότερο απαραίτητα για την εξόδιο ακολουθία, επινοημένα ωστόσο από τη λαϊκή φαντασία, με δραματουργικές λειτουργίες που απογείωναν τη σατιρική διάθεση και προκαλούσαν αβίαστα το γέλιο.
Σαν τέτοια, στο Μάρμαρο των Καρδαμύλων, για παράδειγμα, ήταν ο «Μουτζούρης», ένα είδος προπομπού της ακολουθίας –ή μήπως ψυχοπομπού;– γυμνός από τη μέση και πάνω και κατάμαυρος από λούστρο ή τηγάνι, με μια ουρά στα οπίσθιά του. Είχε πολλά πουγκιά ζωσμένα στη μέση του, άλλα γεμάτα με στάχτη, άλλα με αλεύρι, άλλα με βερβελιές, ένα περιεχόμενο, που έριχνε, κατά βούληση, στους συμμετέχοντες ή αμέτοχους χωρικούς με την αιφνίδια βωμολοχική φράση:
«Φάε σκατά, μουτσουναριά!»
Στη Σιδηρούντα, αυτός ο «Μουτζούρης» μετατρεπόταν σε «διάβολο»:
Αλλονού, μιανού Κυδώνη, τού δένανε κάτι σκάλεθρα του φούρνου στα ποδάρια του, δήθεν πως ο διάβολος εγύριζεν από πάνω από την κηδεία για να πάρει την ψυχή του πεθαμένου. Τα σκάλεθρα τού δίνανε ύψος, αλλά … τίλως (σ.σ. πώς) δεν ήπεφτε κάτω να σπάσει τα ποδάρια του;…5
Στα Καμπιά, την εποχή της ακμής του εθίμου επιστρατευόταν έως και «γιατρός», ονόματι «Σκουληκίδης», ο οποίος, όπως και το ίδιο το όνομά του προοικονομούσε, επιβεβαίωνε απλώς το θάνατο του «Μακαρονά», δίνοντας το έναυσμα για τα πρώτα σκωπτικά μοιρολόγια των «οικείων» του:
Ψήνω του κουλουρί’ες (σ.σ. ζυμαρικό, αλλιώς «μάτσι») ψήνω του μαγειριά
μα ’κείνος την επήρε αλατουμπαριά (σ.σ. αρρώστησε βαριά).
Το ρόλο του γιατρού αυτού υποδυόταν άτομο εξαιρετικά ευφραδές και την ίδια στιγμή ακραία βωμολόχο, με έφεση στην αυτοσχέδια στιχουργία. Στο διπλανό χωριό των Λεπτόποδων, μάλιστα, το γιατρό, αλλά και το μουλάρι του είχαν κάποτε υποδυθεί οι γιοι των ιερέων του χωριού, με το σαμάρι του ζώου φορεμένο ανάποδα στην πλάτη του ενός.
Από την πομπή δεν έλειπε ποτέ ο «παπάς» ή ο «δεσπότης», οι οποίοι φορούσαν στο κεφάλι τους αναποδογυρισμένα χαρανιά ή τενεκέδες και κρατούσαν στα χέρια τους αυτοσχέδια θυμιατήρια που ήταν άλλοτε το βούστομα (ή φούστομα) των αροτριώντων ζώων, γεμισμένο με στάχτη, που διασκορπιζόταν από ’δώ κι από ’κεί και, άλλοτε, τρυπημένα κονσερβοκούτια ή μεγαλύτεροι τενεκέδες, μέσα στους οποίους έκαιγαν καβαλίνες για να βγαίνουν ντουμάνια αποπνικτικού καπνού:
Πυργί, Ελάτα και Μεστά, όλα μαυροφορέσα
κι αμέσως μάς εστείλανε δεσπότη από τη Βέσσα
Ή:
Σε τούτη τη Θεολογική, ήβγανε τέτοιοι διάκοι
να ’χουν τα γένια από προβιά και ράχη σαν πινάκι (σ.σ. καμπούρηδες).
Τα παραπάνω δίστιχα6 αναποδογύριζαν σατιρικά την υποτιθέμενη μεγαλόπρεπη παρουσία των ιερέων της ακολουθίας, οι οποίοι ακόμη κι αν είχαν δεσποτική ιδιότητα, προέρχονταν από ένα μικρό χωριό, όπως η Βέσσα, και δεν ήταν βέβαια επιβλητικοί γενειοφόροι ιερωμένοι, αλλά καμπούρηδες «καρκαλούσοι» (σ.σ. μεταμφιεσμένοι).
Ακόμη, η «χήρα» του «Μακαρονά» και οι άλλες «γυναίκες», με υποτιθέμενο σπαραξικάρδιο τρόπο, τραβώντας τα μαλλιά τους και στο κεντρικότερο, πάντοτε, σημείο των χωριών, εκεί όπου τοποθετούνταν σε δημόσια θέα η «σορός» του, έψαλλαν αυθεντικά ή σκωπτικά μοιρολόγια, που ανακοίνωναν την αιτία τού θανάτου του και εκθείαζαν τα… προτερήματά του, την πονηριά του, την κλεπτομανία του, την αδηφαγία του σε όλα τα επίπεδα.
Οι οιμωγές τους κορυφώνονταν, τελικά, με ακόμη πιο «σπαραξικάρδιες» αναφορές στα ακαταμάχητα σεξουαλικά προσόντα του:
Ήταν καλός και άξιος, είχε πολλά προσόντα
δραγάτες μας τον φέρνανε συχνά αφ’ τα Δισκόρια
(σ.σ. γεωργική τοποθεσία).
Ποτέ σταμνί δε ’γόρασε, ούτε ποτέ λα’ ήνι
του Γκόλα εις τον ποταμό, στη γούρνα πά’ και πίνει.
Αγά μου, όλο ζήταγες αγκάλες και φιλάκια
γι’ αυτό και γρήγορα ήφυες για τα κυπαρισσάκια.
Για σήκω, άντρα μου καλέ, από το προσκεφάλι
και δώσ’ μου ένα ντάραγμα κι απεκοιμήσου πάλι!
Σα μηχανή αγάντερνες, εφύσας σαν παπόρι
ετσάπιζες της πεθεράς, ήσκαβγες και της κόρης.
Και να τ’ αποτελέσματα, ανάσκελα να κά’ται (σ.σ. κάθεται)
με την ψωλή στα σκέλια του, ήσυχα να κοιμάται.
Φεύγεις, και όλον το χωριό εγίνην άνω κάτω
που γιάτρεβγες της κάθε μιας τον πούτον και τον πάτον.
Εγώ που θα ’βρω εργάτη πια, άντρα μου, να σου μοιάζει
να ρίχνει διπλοδίκελο, χωρίς ν’ αναστενάζει;
Γαμπρέ μου, το στελιάρι σου στον κόσμον δεν εφάνη
πρέπει του, που ’τανε στητό, το δάφνινο στεφάνι!7
Μετά, λοιπόν, την πιστοποίηση του θανάτου του «Μακαρονά» ή την απαγγελία της θανατικής καταδίκης στον «αρχιπειρατή» των Θυμιανών και το θρηνητικό ξέσπασμα τής στενά με αυτόν συνδεδεμένης «γυναικείας» κουστωδίας, η πομπή της εξοδίου ακολουθίας ξεκινούσε, περνώντας το «νεκρό» από τους δρόμους των χωριών, ακολουθώντας τη διαδρομή που ακολουθούσε και η πομπή μίας πραγματικής κηδείας.
Στην κεφαλή της, αντί για εξαπτέρυγα, επιστρατεύονταν όλα τα εργαλεία με μακριά κοντάρια, τα οποία χρησιμοποιούνταν για το φούρνισμα και το ξεφούρνισμα των ψωμιών, δηλαδή τα σκάλεθρα, τα σφούγγια, τα φουρνέφτια ή τα πιτοστρόφια. Συνήθως οι πιο ξεμέθυστοι, τέσσερις, συνήθως, ως προς τον αριθμό, μουντζαλωμένοι βέβαια και αυτοί ή μεταμφιεσμένοι, εκτελούσαν χρέη «σηκωτάδων» και έτσι, υπό τους πένθιμους ήχους της χωριανής καμπάνας, η οποία, από ένα χρονικό σημείο και πέρα, δε σταματούσε να χτυπά, η πομπή ξεκινούσε το πέρασμά της μέσα από τα χωριά, όχι βέβαια με δέος και κατάνυξη, αλλά με αλαλαγμούς, οιμωγές, στεντόρειους ψαλμούς και τρανταχτά γέλια της συνοδευτικής ομάδας των μεταμφιεσμένων, αλλά και των θεατών τους.
Σε κάθε σταυροδρόμι απίθωναν κάτω τη «σορό» ή έκαναν μία μικρή στάση, οπότε οι «μοιρολογίστρες» εξακολουθούσαν να εκθειάζουν αισχρολογικά την υποτιθέμενη νεότητα, την ομορφιά και τις σεξουαλικές επιδόσεις του «Μακαρονά» ή, το συνηθέστερο, οι ιερείς έψαλλαν, το λεγόμενο, κατά τόπους, «Ευαγγέλιο» ή «Απόστολο», που διατηρούσε τη γνωστή μελωδική εκφορά της εξοδίου ακολουθίας, συμφύροντας, όμως, το εκκλησιαστικό λειτουργικό τυπικό με ένα αισχρολογικό και βωμολοχικό περιεχόμενο:
Εκ του κατά Τσούλου Αγίου Ευαγγελίου το ανάγνωσμα, πρόσχωμεν!
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
Ευλογητός ει Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά Σου,
των μπεκρήδων ο χορός εύρεν πηγήν της ζωής
και θύραν της ταβέρνης.
Εύρον καγώ την οδόν διά του ποτηρίου
ο απολωλώς μπεκρής εγώ ειμί
ξανακάλεσόν με και ξανακέρνα με!
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον! 8
Τι’ τανε, τι’ τανε; Σκούληκας δεν ήτανε!
Τι’ τανε, τι’ τανε; Σάλιακας δεν ήτανε!
Τι’ τανε, τι’ τανε; Σάλια μύξες ήβγαζε!
Τι’ τανε, τι’ τανε; Ποντικός δεν ήτανε!
Τι’ τανε, τι’ τανε; Όπου τρύπα, τρύπωνε!
Ο κόσμος είν’ ένα δεντρί κι εμείς τ’ οπωρικό του
κι ο Χάρος είν’ ο τρυγητής που παίρνει τον καρπό του.
Ο Χάρος, όμως, άλλαξε τώρα την ταχτική του
κι άγουρο παίρνει τον καρπό απάνω απ’ το δεντρί του.
Οκτώ φορές επρόκοβε
(σ.σ. με τη σημασία της σεξουαλικής συνεύρεσης)
ο φίλος την ημέρα
κι ετίναξε το πέταλο για πάντα στον αέρα!
Δεν έκαμνε άλλη δουλειά, από το «πάνω κάτω»
νομίζοντας ο φουκαράς πως θα ’βρισκε τον πάτο!
Χήρα μου, κάνε υπομονή, γιατί ’σαι νέα ακόμα
και είναι αμάρτημα βαρύ να σου το φά’ το χώμα
Σταμάτα πια τα κλάματα και ψάξε να ’βρεις άλλο
μπορεί να είσαι τυχερή και να ’ ναι πιο μεγάλο!
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον! 9
Συνηθιζόταν, επίσης, εναλλακτικά, σε κάθε τρίστρατο συνήθως, η δημόσια κοινοποίηση -διά απαγγελίας ή διά ψαλμωδίας- της υποτιθέμενης διαθήκης, του «Μακαρονά», η οποία περιστρεφόταν, βέβαια, γύρω από τις τελευταίες του επιθυμίες και παραινέσεις, σεξουαλικού περιεχομένου και αυτές:
Ο Γιάνναρος απέθανε και άφησε διαθήκη
να μην τον θάψουν σ’ εκκλησιά, ούτε σε μοναστήρι
μονάχα να τον θάψουνε σε ένα σταυροδρόμι
ν’ αφήσουν την ψωλάρα του δυο πιθαμές απάνω
για να περνούν οι λεύτερες να κάθονται απάνω!10
Εκτός βέβαια από τα αναγνώσματα τύπου «Ευαγγελίου» ή «Αποστόλου», την πεζή ή και μελωδική εκφορά της «Διαθήκης», ο αισχρολογικός λόγος της «κηδείας» περιλάμβανε και άλλα συναφή τραγούδια:
Από πίσω απ’ την ταβέρνα νιος πραματευτής επέρνα.
– Βρε να ζεις, πραματευτή, τι πραμάτειες που πουλείς;
– Τις πραμάτειες που πουλώ, ντρέπομαι να σας τις πω!
Τρια σακιά ψωλές κρατώ!
Και το ’μαθαν αρχόντισσες, ετρέξαν αξυπόλυτες,
ετρέξανε οι λεύτερες κι επήρανε τις δεύτερες,
τρέξανε κι οι παντρεμένες, πήρανε τις πιο βρεμένες
το ’μαθαν οι αρχοντοπούλες τρέξαν και τις πήραν ούλες!
Και μια χήρα παπαδιά / κακομοίρα δεν επρόφτασε καμιά
και τινάζει τα τσουβάλια πέφτει μια μ’ εφτά κεφάλια.
– Τούτη’ ναι καλή για μένα που ’ ν’ τα σπλάχνα μου καμένα.
Να τη βάλω στο λαγήνι να χοντρύν’ , ’α μεγαλύνει!
Να τη βάλω στα μεργιά μου να θεραπευτ’ η καρδιά μου!
Ο Θεός συγχωρέσοι του! Αιωνία η μνήμη αυτού!11
Συνήθως, την ώρα που οι άντρες-μοιρολογίστρες εκθείαζαν τα σεξουαλικά προσόντα του «νεκρού» ή, αντίθετα, τον παρουσίαζαν σαν ένα τύπο, αχρείο και αξελέστατο, ρέμπελο και τεμπέλη και οι «ιερείς» συμπλήρωναν το πορτρέτο του με τις «ψαλμωδίες» τους, κάποιοι άλλοι έκαναν αιφνιδιαστική είσοδο στον όμιλο της κηδείας, πασαλείβοντας τα πρόσωπα όσων έβρισκαν μπροστά τους με μυζήθρες12.
Σε ορισμένα χωριά (Άγιος Γιώργης Συκούσης, Ολύμποι, Ληθί) η τσαμπούνα και το τουμπί ήταν απαραίτητα σε όλη τη διάρκεια της «εκφοράς», ενώ σε άλλα χωριά (Σιδηρούντα, Χάλανδρα) συνήθιζαν άλλα όργανα που έπαιζαν οι «παιχνιδιατόροι» της περιοχής, όπως το βιολί, το ούτι ή το κλαρίνο.
Δεν αποκλειόταν μάλιστα και ο δετός χορός γύρω από το νεκρό (Διευχά, Χάλανδρα, Βίκι), στη διάρκεια της περιφοράς αυτής και τις διάφορες στάσεις έξω από σπίτια ή στα σταυροδρόμια. Πάντως, μετά την κυκλική περιδιάβαση όλου του χωριού, κατέληγαν είτε στην εκκλησία, είτε και πάλι στην πλατεία, με πιο συνηθισμένη, όμως, την έξοδο από το χωριό, και πάλι εν πομπή, με κατεύθυνση το κοιμητήριο ή την κοντινή παραλία, κάποιο ποτάμι ή ακόμη και νερόμυλο.
Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, ο «νεκρός», άνθρωπος ή ανδρείκελο, πετιόταν στη θάλασσα, στον ποταμό ή στη δεξαμενή του νερόμυλου και ο εμβαπτισμός αυτός σηματοδοτούσε την ανάστασή του. Αμέσως μετά από κάθε τέτοια «ανάσταση», οι υπόλοιποι της ομάδας: «ήθε’ ν να τον εβάλουν να χορεύγει, να λένε: να, ο πεθαμένος ήρτεν στα καλά του!»13.
Υπήρχε, όμως, και η περίπτωση, μετά τον «τελευταίο ασπασμό» του ομοιώματος, να ακολουθήσει «η άμεσος διάλυσις εις τα εξ ων συνετέθη»14 (Καμπιά, Φυτά), πράξη που ισοδυναμούσε με συμβολική ταφή. Υπάρχει όμως και μαρτυρία πραγματικής ταφής τού ομοιώματος (Διευχά)15 ή παράδοσής του στην πυρά (Βίκι, Ολύμποι)16.
Μετά τη διάλυση-ταφή-πυρπόληση-ανάσταση του «νεκρού», είτε έληγαν όλες οι εκδηλώσεις, είτε με τη συνοδεία πάντοτε των οργάνων, οι συνδιασκεδαστές επέστρεφαν στην πλατεία του χωριού, χορεύοντας τους τελευταίους χορούς και τρώγοντας τα νηστίσιμα, πια, φαγητά. Στο Ληθί άναβαν έναν τεράστιο φανό (σ.σ.φωτιά), γύρω από τον οποίο άρχιζαν:
(…) το φετό (σ.σ. χορός, ο δετός), που ένωνε όλο το χωριό, επειδή ήμεστεν όλοι οι ίδιοι. Τότε χόρευαν όλοι, και 60 και 70 και 80 χρονώ, όχι μόνον η νεολαία. Ανάβαμε το φανό στην πλατεία και το κάθε κορίτσι που χορεύαμεν όλες αυτές τις μέρες μάς ήδινε διάφορα, άλλο κότα, άλλο αβγά, άλλο ελιές. Έτσι επέθενε ο «νεκρός», ετελείωνε τέλεια.
Μετά το φανό, την άλλη μέρα, στις 5-6 η ώρα, ήτανε ο «παϊτός». Αφού εδίναμε στα καφενεία ό,τι χρωστούσε η κάθε παρέα, τα υπόλοιπα μας τα κερνούσαν τα μαγαζιά εκείνη τη μέρα. Ό,τι ζωμός υπήρχε που βράζαμε τις προηγούμενες, κότες κ.τ.λ., αντί να τον εβάζει σε πιάτα, ήβαζεν σ’ ένα ποτήρι και πίναμε, ήτανε το τελείωμά μας:
Περάσανε οι Αποκριές, πάνε κι οι Τυρινάδες
ήρθ’ η Αγιά Σαρακοστή με τις εφτά βδομάδες.17
Έτσι, ο ταπεινός «Μακαρονάς» της χιακής υπαίθρου και, συνακόλουθα, όλες οι λοιπές παραλλαγές του, ο «Σακαλής», ο «Γιάνναρος», ο «Απεθαμένος», ο «Νεκρός», ο «Αχερένιος» μοιάζουν με «χθόνιους δαίμονες», με θνήσκοντες, αλλά και αναστάντες προστάτες και σύμβολα τόσο των παθών, όσο και του μεγαλείου του βλαστικού κύκλου.
Η αποχαλινωμένη, ιδιαίτερα, αισχρολογία του εθίμου δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα απλό στοιχείο γιορτινής ελευθεριότητας, αλλά ως ένα είδος ομοιοπαθητικού μηχανισμού που, ενδεχομένως, θα μπορούσε να εκβιάσει την ποθητή γονιμότητα των αγρών. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστική η απόλυτη σύνδεση της αισχρολογικής αυτής διάθεσης με το φαλλό, το μοναδικό όργανο του σώματος που ουδέποτε απονεκρώνεται στο έθιμο αυτό, αφού από αυτόν μπορεί να προκύπτει ξανά και ξανά η ζωή. Για τούτο και υμνολογείται αισχρολογικά, από κοινού, βέβαια και με το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο.
Τέτοιου είδους εθιμικοί πρωταγωνιστές, λοιπόν, πιθανοί απώτατοι και, οπωσδήποτε, τελευταίοι «απόγονοι» θεών και ειδώλων τής πολύ μακρινής αρχαιότητας, πιστοποιούν την αντοχή των αγροτικών εθίμων στο χρόνο και δοξάζουν το απόλυτο ανακάτωμα του ιερού και του κοσμικού στοιχείου, σε ένα πλαίσιο αποθέωσης του αναρχικού αποκριάτικου πνεύματος, σε μία διδακτική, σχεδόν, αλλά καθόλου δασκαλίστικη, συμπόρευση των ανόμοιων ή και αντιτιθέμενων αξιών της συμβατικής καθημερινότητας.
Πράγματι, όλες οι παραλλαγές της συγκεκριμένης αυτής αναπαραστατικής σκηνής μετέτρεπαν τελικά τους χριστιανούς σε ειδωλολάτρες, -και μάλιστα επί αιώνες, αλλά και εν αγνοία τους- αναμειγνύοντας εντυπωσιακά το θρησκευτικό αίσθημα διαδοχικών εποχών και διαποτίζοντας με τα υπερεθνικά στοιχεία τους την εορταστική πρακτική των χωρικών.
Καθώς τα χρόνια και οι αιώνες περνούσαν, αγάδες και μώροι, δεσπότες και παπάδες, το αρσενικό και το θηλυκό στοιχείο, η πραγματικότητα και η επιθυμία, η ζωή και ο θάνατος μπερδεύονταν ακατάπαυστα και ανακατεύονταν με τον τρόπο μιας συνεχούς περιστροφικής κίνησης, πανομοιότυπης αυτής του τροχού, η οποία πιστοποιούσε με πανηγυρικό τρόπο τη διαδικασία της ίδιας, της αέναης, φυσικής ανακύκλησης: ο ζωντανός πέθαινε και ο νεκρός ζωντάνευε, όπως ακριβώς και ο θαμμένος στη γη σπόρος.
Η χαρά διαδεχόταν το κλάμα, ο χορός αντικαθιστούσε τις οιμωγές, ενώ όλα τα όρια γίνονταν ξαφνικά θολά και συγκεχυμένα, αφού οι μοιρολογίστρες μπορούσαν να είναι …άντρες και οι «δεσπότες» ήταν δυνατό να υμνολογούν έναν τιποτένιο «Σακαλή» ή «Μακαρονά», καίγοντας, αντί για λιβάνι, καβαλίνα…
Oι βαθύτερες επιδιώξεις των ανθρώπων που τελούσαν εθιμικά τον «Μακαρονά» και τις παραλλαγές του, τουλάχιστον όταν το δρώμενο συνδεόταν ακόμη με το ανθηρό αγροτικό παρελθόν, ήταν, πολύ πιθανώς, μαγικοθρησκευτικές.
Μία σειρά τεκμηρίων, από το ίδιο το τυπικό της τέλεσης, συνηγορεί προς την κατεύθυνση αυτή: οι ποικιλίες της πομπής που παρουσίαζε το δρώμενο, άλλοτε με τη μορφή της περικύκλωσης συγκεκριμένων χώρων ή σημείων (κεντρική πλατεία, εκκλησία, «σορός»-φανός), άλλοτε με τη μορφή της περιφοράς (περιήγηση όλου του χωριού), άλλοτε με τη μορφή της πομπικής εξόδου (πορεία προς το κοιμητήριο, την παραλία, τον κοντινό νερόμυλο) δηλώνουν προσπάθεια προστασίας ή εξαγνισμού όλου του κοινοτικού χώρου.
Ύστερα, αυτή καθ’ αυτή η φαλλοφορία, στο συνδυασμό της μάλιστα με τα θέματα του θανάτου και της ανάστασης, θυμίζει -όπως από πολλούς επιστήμονες έχει επισημανθεί- ιερουργία, που οι καταβολές της μπορούν να συσχετισθούν τόσο με την αρχαιοελληνική κοινωνία, όσο και με τη βυζαντινή18. Και θα πρέπει, ίσως, στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσουμε τη θεμελιωμένη μεταξύ των ειδικών επιστημόνων πεποίθηση ότι τα φαλλικά έθιμα δεν είναι μόνον παλαιότατης καταγωγής, αλλά και οικουμενικής παρουσίας, με ξεκάθαρη, μάλιστα, τη γονιμική στόχευσή τους19.
Έτσι, το σώμα του «Μακαρονά», και ως μορφή και ως συμβολικό περιεχόμενο, αισθητοποιούσε το μοιραίο δεσμό κάθε ανθρώπινου σώματος με τη γη, αλλά και ανέτρεπε τον ίδιο το θάνατο, διά της καρναβαλοποίησής του, υποδεικνύοντας μία ιδιάζουσα μορφή «ζωής», στην οποία το οριστικό αποτυπωνόταν ως προσωρινό και το αμετάκλητο ως αναστρέψιμο20.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά σε μία εθιμικού χαρακτήρα αλληγορία, που συνδύαζε τη γονιμολατρεία με τη νεκρολατρεία, των οποίων η σύνδεση σφραγίζει, ούτως ή άλλως, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα του Τριωδίου: δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε, από τη μία, όλες τις αποκριάτικες αναπαραστατικές σκηνές, όπως αυτές της γαμήλιας ένωσης, της σποράς, της άροσης, της εξοδίου ακολουθίας και της ανάστασης και, από την άλλη, την απότιση φόρου τιμής στους νεκρούς, με την προσφορά κολλύβων τα Ψυχοσάββατα της Αποκριάς.
Αλλά και ο εμβαπτισμός του «νεκρού» ανθρώπινου σώματος και η επακόλουθη θαυματουργική ζωογόνησή του είναι ένα επιπλέον τεκμήριο ιεροπραξίας που δηλώνει είτε γονιμική προσδοκία, είτε εξαγνιστικό καθαρμό ή, ακόμη, προσπάθεια μαγικής επίκλησης (βροχής, γονιμότητας, κ.τ.λ.). Ακόμη και όταν αυτό το σώμα κομματιάζεται, όπως, για παράδειγμα, στην παραλλαγή του «Αχερένιου», το έθιμο εγγράφεται στο ίδιο πλαίσιο γονιμικής μαγείας, καθώς αποτελεί αλληγορία του διασκορπισμένου στη γη σπόρου και μακρινή υπόμνηση των τόσων διαμελισμών που συναντώνται στο Διονυσιακό μύθο, αν υποτεθεί ότι αυτός είναι η απώτατη απαρχή τέτοιου είδους τελετών21.
Αυτός ο ιερουργικός πυρήνας του εθίμου, αθέατος, βέβαια, πίσω από τα θεατρικό ένδυμά του, συνυπήρχε επιπλέον και με τη διάθεση να ανατραπεί -για λίγο μόνο- η τάξη των πραγμάτων, για να επαναθεμελιωθεί, ωστόσο, με περισσότερη ισχύ, αμέσως μετά από αυτήν την παροδική εθιμική εκτροπή, καθώς το αμετακίνητο ζητούμενο των παραδοσιακών αγροτικών κοινωνικών σχηματισμών ήταν η σοβαρότητα, η αυστηρότητα και η ακαμψία του συντηρητικού προσανατολισμού τους σε όλα τα επίπεδα της ζωής και των σχέσεων.
Στις μέρες μας, από όλες τις παραλλαγές του «Μακαρονά» επιβιώνουν ακόμη ο «Νεκρός» του Συκούση και ο «Αχερένιος» των Ολύμπων. Ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες στην κατ’ έτος «ανάστασή» του αντιμετωπίζει ο «Μακαρονάς» του Πιτυούς. Την ίδια στιγμή, ο συνονόματός του «νεκρός» των Καρδαμύλων «ζει» τη μετατροπή του από δρώμενο σε καθαρό θεατρικό μονόπρακτο, έχοντας την εκσυγχρονισμένη πολυτέλεια μιας αναπαράστασής του σε κανονική θεατρική σκηνή. Από κοντά και ο «Νεκρός» του Νεχωρίου, σε αλληλεξάρτηση με την αναπαραστατική σκηνή του «Γάμου»22, που με ευκολία επιστρατεύεται και σε άλλα χωριά23 για να καλύψει εθιμικά κενά χρόνων ή και δεκαετιών, ολοκληρώνει την εικόνα των σύγχρονων επιβιώσεων του εθίμου, περισσότερο ή λιγότερο αυθεντικών, κοντινότερων στα εθιμικά παραδεδομένα ή πλήρως θεατροποιημένων.
Πάντως, το περιεχόμενο των εθιμικών αυτών επιβιώσεων στα μάτια του σύγχρονου θεατή φαντάζει τώρα πια αλλόκοτο, αφού ο καλά κρυμμένος μυστικισμός τους είναι ολότελα ξένος προς το σημερινό ψυχισμό μας και τις αντιλήψεις μας. Αντίθετα, ήταν εξαιρετικά οικείος στους ανθρώπους παλαιότερων εποχών, που, εξ αιτίας της ζωής τους μέσα στη φύση και της εξάρτησής τους από αυτήν, ένιωθαν αδιάσπαστους τους δεσμούς τους με τις γύρω τους φυσικές δυνάμεις.
Στις σύγχρονες αυτές επιβιώσεις του «νεκρού», παρ’ όλα αυτά, μαζί με τον πρωταγωνιστή -το σημειώνουμε προκαταβολικά- εξακολουθεί ακόμη να ανασταίνεται και το λαϊκό γέλιο, ακολουθώντας ταυτόχρονα τις ατραπούς της παράδοσης, αλλά και το μονόδρομο του εκσυγχρονισμού.
Και, ενώ η σύγχρονη τέλεση του εθίμου στα παραπάνω χωριά δεν προσελκύει τον κόσμο και το ενδιαφέρον των τοπικών τηλεοπτικών σταθμών -τουλάχιστον όχι όπως συμβαίνει με άλλα έθιμα του αποκριάτικου κύκλου στη Χίο- κατά τη διερεύνηση τού διαδικτύου αλιεύτηκε μία ενδιαφέρουσα, όσο και συμπυκνωμένη παρουσίασή του, απαλλαγμένη μάλιστα από το τετριμμένο και αναμασώμενο ύφος συναφών πληροφοριών, με φρασεολογία που αποδίδει παραστατικά το περιεχόμενο του εθίμου.
Η παρουσίαση αυτή μας προσφέρει μία πρώτη γεύση από την τέλεση του συγκεκριμένου εθίμου στο χωριό Άγιος Γιώργης Συκούσης24:
(…) Δεν θα μιλήσουμε για «έθιμα που χάνονται», αλλά για πατροπαράδοτη περφόρμανς αρτ. Πείτε το λαϊκή ιδιοφυία, πείτε το home made Δελφινάριο, πείτε το θεατρικό παιχνίδι, πάντως το έθιμο του «Νεκρού» στον Άγιο Γιώργη Συκούση της Χίου είναι ξεκαρδιστικό, ψυχοθεραπευτικό και ανερυθρίαστα καυλωτικό: ο βραζιλιάνικος φρουί ζελέ ποπός της TV να πάρει τη σικέ σεξουαλικότητά του και …σε άλλη παραλία: οι κάτοικοι του Συκούση μεθάνε εν γνώσει του έναν άντρα από την Κυριακή το βράδυ, ώστε την άλλη μέρα να είναι μεταξύ ντάγκλας και αφθαρσίας και να μπορεί να παριστάνει το νεκρό πειστικά.
Του φοράνε μια ψεύτικη, τεράστια, σηκωμένη πούτσα και διάφορα διονυσιακά παραφερνάλια (π. χ. κλαδιά) και τον ξαπλώνουν σε αυτοσχέδιο φέρετρο. Αναλόγως ντύνονται και οι ίδιοι: μια ομάδα χωριανών θα τελέσει την κηδεία (ανάμεσά τους ο απαραίτητος παπάς, οι ψάλτες κτλ) στην αίθουσα εκδηλώσεων του χωριού. Εκεί ψάλλεται η σατιρική νεκρώσιμη ακολουθία: μια γυναίκα ντυμένη χήρα ουρλιάζει σκωπτικά μοιρολόγια και διαβάζεται η εξωφρενική διαθήκη του νεκρού –γράφεται από τους στιχοπλόκους του χωριού σε 15σύλλαβο ιαμβικό. Παράδειγμα από την περσινή (σ.σ. 2006) διαθήκη, για να καταλάβετε το σόκιν του πράγματος:
Στην κουρασμένη πούτσα μου να βάλετε στεφάνι,
γιατί δεν άφησε μουνί και κώλο πριν πεθάνει.
Ή:
Στερνή επιθυμία μου είναι σαν θα πεθάνω,
εκατοντάδες γυναικών στο τάφο μου απάνω
να πλακωθούν ολόγυμνες από μπροστά και πίσω,
μπας και καυλώσω πια κι εγώ και σηκωθώ να χύσω.
Πίσω από το ξεκαρδιστικά χυδαίο του πράγματος και την παγανιστική συσκευασία, κρύβεται ο συμβολισμός της φύσης-θεότητας που πεθαίνει και ανασταίνεται (…).
Πράγματι, κατά την παρακολούθηση του «Νεκρού» στο Συκούση και του «Αχερένιου» στους Ολύμπους, ακόμη και ο συναισθηματικά αποξενωμένος ή ο παντελώς απληροφόρητος για το έθιμο σύγχρονος θεατής μπορεί να εννοήσει τη διαφορά μεταξύ βιούμενης συλλογικής μεταμόρφωσης και απλής αναπαραστατικής προσπάθειας, αίσθηση που αποκομίζει, για παράδειγμα, από την «κηδεία» του «Μακαρονά» στα Καρδάμυλα.
Ας εστιάσουμε, λοιπόν, στις τρεις αυτές περιπτώσεις, τις μόνες υφιστάμενες, εξάλλου, με περισσότερο συγκροτημένη εθιμική οντότητα στο σύγχρονο χιακό παρόν -η «κηδεία» στο Νεχώρι είναι περισσότερο ένα είδος «κουδουνατιάς», γι’ αυτό και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Αρχίζοντας, λοιπόν, από την πλέον οιστρηλατημένη σύγχρονη περίπτωση αποκριάτικης κηδείας, αυτή δηλαδή του Αγίου Γεωργίου Συκούση, σημειώνουμε ότι εκεί, πράγματι, εξακολουθεί να ανθίζει ένα ενδιαφέρον βίωμα συλλογικής έκφρασης και επικοινωνίας. Ίσως, όχι τόσο μεταξύ των πρωταγωνιστών και των θεατών, σίγουρα, όμως, το πηγαίο αυτό βίωμα συνδέει τους πρωταγωνιστές της «κηδείας», οι οποίοι βαθμιαία μεταμορφώνονται σε «ηθοποιούς» για τις ανάγκες της συγκεκριμένης αναπαραστατικής σκηνής.
Η «κηδεία» πραγματοποιείται λίγο πριν από τη δύση της Καθαρής Δευτέρας, όπως ακριβώς και στο παρελθόν. Το στρατηγικό αφετηριακό κέντρο του εθίμου είναι πάντοτε ένα από τα καφενεία του Συκούση. Εκεί, από το πρωί, συγκεντρώνονται όσοι έχουν πρωταγωνιστήσει αποβραδίς στα «Βούδια», ένα ακόμη σημαντικό αγροτικό δρώμενο που αναπαριστά την άροση και τη σπορά των αγρών.
Μετά την ολοκλήρωση του εθίμου αυτού, οι πρωταγωνιστές του με τους συγχωριανούς τους εξακολουθούν τη διασκέδασή τους στα χωριανά καφενεία με τη συνοδεία της τσαμπούνας και του τουμπιού. Αυτοί μαζί και με άλλους Αγιωργούσους, όχι οπωσδήποτε κατοίκους του χωριού, μεταξύ σούμας, κρασιού και χορού, επιδίδονται και στην προετοιμασία της «κηδείας» που πραγματοποιείται το απομεσήμερο της Καθαρής Δευτέρας.
Για παράδειγμα, το έτος 2006, αυτός ο οποίος παράστησε το νεκρό, τη στιγμή που ξαπλώθηκε στο αυτοσχέδιο φέρετρο, δεν μπορούσε πια να σύρει τα πόδια του από το πιοτό, οπότε η ύπτια θέση ήταν σχεδόν δελεαστική για την κατάστασή του. Ντυμένος με μια πρόχειρη φόρμα και μουντζαλωμένος στο πρόσωπο, αφέθηκε κυριολεκτικά στα χέρια των συνεορταστών του, οι οποίοι τον «στόλισαν» με οτιδήποτε μπορούσε να γελοιοποιήσει υπέρμετρα την εικόνα του: μαύρα ματογυάλια, μία σαμπρέλα αυτοκινήτου στο λαιμό του, αντί για στεφάνι, και, βέβαια, με έναν ανοικονόμητο φαλλό, στολισμένο με κλαδιά και κόκκινες κορδέλες, ο οποίος απευθείας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έγινε το κεντρικό σημείο της συνολικής του εικόνας.
Κατά τη φωτογράφηση, μάλιστα, της όλης διαδικασίας από την υπογραφόμενη και ενώ ολόγυρα επικρατούσε ένα πανδαιμόνιο φωνών και δημιουργικού οίστρου για το στολισμό των «εξαπτέρυγων» και των «επικήδειων στεφανιών», αλλά και την πρόχειρη μεταμφίεση «ιερέων» και «συγγενών», ο «νεκρός», εντοπίζοντας, παρά τη μέθη του, το ενδιαφέρον για τη φωτογράφηση του ιδίου και του «μορίου» του, σηκώθηκε μια δυο φορές, με εμφανή δυσκολία, αλλά και άλλη τόση ικανοποίηση για να ρωτήσει: «Σ’ αρέσει, ε; Σ’ αρέσει;…!»
Πάντως, παρά τους νεωτερισμούς, τους ποικίλους εκσυγχρονισμούς στην τέλεση των σκηνών -και μάλιστα όχι από τους καλύτερους δυνατούς μιμητές, όπως στο παρελθόν, αλλά από τους προσφερόμενους και μόνον- η αναπαράσταση της «κηδείας» στον Άγιο Γιώργη, εξ αιτίας κυρίως του συμποσιασμού και της οινοποσίας που προηγείται επί τρεις μέρες, διατηρεί έντονη την αύρα της τοπικής παράδοσης, τότε που, «όταν ψάλλανε τα ‘νεκρώσιμα’, οι κοπέλες εφεύγανε μακριά!»25.
Ή για να το διατυπώσουμε στη γλώσσα της σύγχρονης επισκέπτριας η αύρα μιας «πατροπαράδοτης περφόρμανς»26, ανίερης από καταγωγής της, πνέει αδιάκοπα ακόμη και σήμερα, συνδέοντας εντυπωσιακά και απρόβλεπτα το ιερό και το χυδαίο, δίνοντάς μας, έτσι, έστω και με την εκφυλισμένη σύγχρονη τέλεσή της, μία γεύση του εθιμικού παρελθόντος.
Όταν, πάντως, δεν βρίσκεται το πρόθυμο άτομο που θα υποδυθεί το «νεκρό», οι χωριανοί φτιάχνουν ένα αυτοσχέδιο ομοίωμα. Το 2008, για παράδειγμα, το δημιούργησαν, παραγεμίζοντας μία φόρμα εργασίας με κλαδιά πεύκου, βάζοντας για πρόσωπο μία μάσκα του εμπορίου, τον απαραίτητο φαλλό, αλλά και στερεώνοντας, περιφερειακά στο φέρετρο του «νεκρού», αναμμένα κεριά.
Οι ιερείς της κηδείας ντυμένοι με ράσα, πετραχήλια και καλυμμαύκια του εμπορίου, κρατούσαν στα χέρια τους μεγάλους τενεκέδες-θυμιατήρια και «Ευαγγέλιο» με πορνογραφικό εξώφυλλο, απ’ όπου διάβαζαν τη «νεκρώσιμη ακολουθία» και στη συνέχεια τη «διαθήκη» του νεκρού.
Στην αναπαράσταση, πάλι, του έτους 2006, η «χήρα», με καλυμμένο το πρόσωπό της από την πλούσια ξανθιά περούκα της και το μαύρο πλατύγυρο καπέλο της, σκλήριζε, μαζί με τη συνοδεία της, σε όλη τη διαδρομή, εκφωνώντας αργότερα τα σατιρικά δίστιχα που εκθείαζαν τη γεννητική περιοχή του «αποβιώσαντος» συντρόφου της.
Το ίδιο έτος, ο όμιλος διένυσε γοργά την απόσταση από το καφενείο στην χωριανή αίθουσα εκδηλώσεων, αφού ετοιμάστηκε εν μέσω φωνών και αλαλαγμών, ψαλμωδιών και βωμολοχιών. Επικεφαλής της πομπής ήταν οι οργανοπαίκτες με την τσαμπούνα και το τουμπί και, αμέσως μετά, οι κρατούντες τα στεφάνια της «κηδείας», ο «Νεκρός», που υποβαστάζονταν από τέσσερις «σηκωτάδες», η ομάδα των «συγγενών» και όλοι οι λοιποί συμμετέχοντες χωριανοί ή προσκολληθέντες επισκέπτες.
Στις στάσεις τους, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έψαλλαν απόσπασμα της σατιρικής νεκρώσιμης ακολουθίας, αλλά και της διαθήκης του «Νεκρού», ενώ μία ολοκληρωμένη εκδοχή της παρουσιάστηκε στην κεντρική πλατεία του Μπου, όπου καταλήγει η πομπή, όταν το επιτρέπουν, βέβαια, οι καιρικές συνθήκες. Διαφορετικά, η πομπή καταλήγει στην τοπική αίθουσα εκδηλώσεων.
Το έτος 2008, μάλιστα, η «νεκρώσιμη ακολουθία» εμπλουτίσθηκε με σατιρικά δίστιχα, εμπνευσμένα από το σκάνδαλο Ζαχόπουλου που ήταν τότε σε εξέλιξη:
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
Ο διάκονος ανέβηκε στον άμβωνα να πει το Ευαγγέλιο:
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
κι από την πολλή ανέγκαση ελύθηκε η βρακοζώνα του
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
κι εφάνηκε η κοκόνα του!
Οι παντρεμένες όταν την είδαν, εγέλασαν.
-Παντρεμένες, γιατί γελάτε;
-Γιατί την έχομε και τη γλεντάμε!
Οι χήρες, όταν την είδαν, έκλαψαν.
-Χήρες, γιατί εκλάψατε;
-Γιατί την είχαμε και την εχάσαμε!
Οι λεύτερες, όταν την είδαν, επήραν τα όρη και τα βουνά.
-Λεύτερες, γιατί επήρατε τα όρη και τα βουνά;
-Γιατί την είδαμε και κατατρομάξαμε!
Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!
Ησυχία! Σκασμός!
Εν συνεχεία είπεν ο νεκρός:
Τι το’ θελα ο κακόμοιρος την μπέμπα να πηδήξω
(σ.σ. Υπόθεση Ζαχόπουλου-Τσέκου, 2008)
και με συμβάσεις διάφορες να την εσυγυρίσω!
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
Δεν άκουσα τη μάνα μου που μου ’ λεγε η καμένη:
υπογραφή και πράμα σου πρόσεχε που θα μπαίνει!
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
Ήσυχος εκαθόμουνα μέσα στο υπουργείο
αποχαρακτηρίζοντας ένα καλό μνημείο.
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
Κι εργατολόγος, πειρασμός, και, διάβολος συνάμα
επίσκεψη μού κάμανε και άρχισε το δράμα.
Σαν άκουσα πως dvd θα δείξει η TV
με τη χοντρή κοιλάρα μου να πρωταγωνιστεί
ο κακομοίρης τα ’χασα, καλή κακή μου ώρα
την μπαλκονόπορτα άνοιξα και πήρα λίγη φόρα.
Έπεσ’ από τον τέταρτο και έσκασα στο χώμα
τόσος καιρός επέρασε και υποφέρω ακόμα!
Αν θέλετε και σεις σύμβαση να σας υπογράψω
περάστ’ απ’ το κρεβάτι μου και θα σας ξετινάξω!
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!
Μετά την εκφώνηση της νεκρώσιμης ακολουθίας και της ανάγνωσης της διαθήκης του «Νεκρού», στήθηκε το γλέντι γύρω από το «φέρετρο» ή το ομοίωμα, με πρώτο χορό το χασάπικο και με βασικούς χορευτές το θίασο της αναπαραστατικής σκηνής για να ακολουθήσουν και οι λοιποί χοροί του χωριού, ο «σιγανός», ο «τρεχάτος», ο «μπάλος», κ.ά.
Ας σημειώσουμε, επίσης, ότι τα διαδραματιζόμενα, από την προετοιμασία τους ήδη, διεξάγονται χωρίς κανένα λούστρο επιτήδευσης ή σοβαροφάνειας -είναι, τουλάχιστον, ασυνήθιστο να μπερδεύονται συνεχώς τα «Κύριε ελέησον» με τις παρατεταμένες ιαχές: «Ψώωωωλες!» και ο συγχωριανός ενώπιον του συγχωριανού ή του επισκέπτη να μεταμορφώνεται σε «νεκρό» ή «παπά» και «δεσπότη», μετατρέποντας το δρόμο του χωριού σε σκηνή και παρασκήνιο ταυτόχρονα.
Από την άποψη αυτή, η περίπτωση του «Νεκρού» στο Συκούση, τουλάχιστον στην παροντική συγκυρία των τελευταίων ετών, μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί «λαϊκή περφόρμανς», αφού στηρίζεται περισσότερο στην ανεπιτήδευτη σωματική παρουσία των συμμετεχόντων, στους αυθόρμητους σωματικούς ρυθμούς, στις ακατέργαστες αναπνοές, στις απροσδόκητες εκφωνήσεις και ψαλμωδίες και λιγότερο σε μια προσυμφωνημένη και προσχεδιασμένη παράσταση με συμπαγή δομή και λογική ροή του λόγου.
Παράλληλα, ο «Αχερένιος» των Ολύμπων βρίσκεται στο μεσοδιάστημα μεταξύ «Νεκρού» Συκούση και «Μακαρονά» Καρδαμύλων, τόσο ως προς την εκτέλεση των αναπαραστατικών σκηνών του, όσο και ως προς την τήρηση της ημερολογιακής τέλεσής του. Ενώ, δηλαδή, ο «Νεκρός» του Συκούση δεν μετατέθηκε ποτέ από την ημέρα τέλεσής του και ο «Μακαρονάς» των Καρδαμύλων «ανασταίνεται» ακατάστατα τα τελευταία χρόνια, με πολύ μεγάλα ενδιάμεσα διαλείμματα… «νεκροφάνειας», ο «Αχερένιος» μετατέθηκε αρχικά για την επόμενη της Καθαρής Δευτέρας, αλλά τα τελευταία χρόνια τελείται σε ένα από τα δύο πρώτα Σαββατοκύριακα της Σαρακοστής, όποιο θεωρηθεί προσφορότερο.
Για παράδειγμα, το έτος 2009, η «κηδεία» του «Αχερένιου» των Ολύμπων τελέσθηκε το δεύτερο Σάββατο της Σαρακοστής, επειδή την ημέρα εκείνη ήταν περισσότερο ευνοϊκές και οι καιρικές συνθήκες. Τότε, λοιπόν, ο «Αχερένιος» κλάφτηκε και περιφέρθηκε γύρω από τον Πύργο της κεντρικής Πλατείας εν «στενώ οικογενειακώ κύκλω», με παριστάμενους τους λίγους μόνιμα εγκατεστημένους χωριανούς και λίγους επίσης από τους Λυμπούσους της πόλης.
Η όλη «τελετή» ήταν κατά τεκμήριο πολύ «σεμνότερη» από την ομόλογή της, του Συκούση, αφού βέβαια δεν είχε προηγηθεί και οινοποσία. Περιλάμβανε, πρώτ’ απ’ όλα, την έκθεση τού ομοιώματος του νεκρού στην κεντρική πλατεία, ενός πολύ επιμελημένου, ομολογουμένως, ομοιώματος, το οποίο δεν ανανεώνεται πλέον κάθε χρονιά, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια φυλάσσεται για να ξαναχρησιμοποιηθεί το επόμενο έτος.
Σκεπασμένο από τη μέση και κάτω με ένα χάρτινο τραπεζομάντιλο εστιατορίου για να αποκρύπτεται η γεννητική του περιοχή από την κοινή θέα, είχε τοποθετηθεί σε μία σκάλα, πάνω σε ένα στενόμακρο τραπέζι-πάγκο. Το αχυρένιο σώμα του ήταν ντυμένο με παντελόνι τζιν και καρό πουκάμισο, στο σφαιρικό, ζωγραφισμένο κατάλληλα πρόσωπό του είχαν τοποθετήσει κασκέτο και στα πόδια του αρβυλοειδή παπούτσια. Στο προσκεφάλι του, όπως και κάτω από τα πόδια του, δεξιά και αριστερά, ήταν ακουμπισμένες δυο γλάστρες με λουλούδια, μαζί με δύο αναμμένα κεριά που δήλωναν το λόγο της έκθεσής του.
Στη συνέχεια του πάγκου είχαν τοποθετηθεί, επίσης, τα απαραίτητα για το κέρασμα της περίστασης: αντί για πικρό καφέ, υπήρχε τοπική σούμα και ούζο, καθώς και μια καλαθούνα με ξηρούς καρπούς. Ο μοναδικός «ιερέας», πάντως, και οι τέσσερις άντρες-«μαυροφορούσες» ετοιμάστηκαν και αυτοί στη διπλανή αίθουσα του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου εν μέσω και των λοιπών παρευρισκομένων εκεί.
Η εκκίνηση της αναπαράστασης δόθηκε με την από των μεγαφώνων ηχογραφημένη μετάδοση μιας πραγματικής νεκρώσιμης ακολουθίας. Αμέσως μετά, πήρε τη σκυτάλη ο «ιερέας», ο οποίος με λίγα μόνον «Κύριε ελέησον» εισήγαγε τις μοιρολογίστρες στο κλίμα του «κοπετού» και του «θρήνου»:
Άααχουτα! Αχού! Αχού! Άχουτααα, εσύ που μου ’καμνες το …’φτό μου κι ευχαριστιόμουνε όλο το βράδυ… Άχου! Άχου! Άααχου!
Πάντοτε σε μοιρολογώ και κάνω σου τη χάρη
ποτέ δε μου βοήθησες διαβόλου γιε, ψωριάρη!
Κλαίτε γυναίκες, δυνατά, τραβάτε τα μαλλιά σας
και φέτος θα γλυτώσετε το γύρο τα κουκιά σας!
Εχτές το βράδυ ήθελε αγκάλες και φιλάκια
και το πρωί ταξίδεψε για τα κυπαρισσάκια!
Φωνάξετε, φωνάξετε την τσάπα του Μουστρίδη
γιατί ο λάκκος ’ε χωρά τ’ αριστερό του αρχίδι! 27(…)
Χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από σχετικά πρόσφατη τέλεση του εθίμου στους Ολύμπους
Παρ’ ότι η παρακμή της αυθεντικής τέλεσης, εκτός από το ολιγάνθρωπο των συμμετεχόντων και των θεατών, αποτυπωνόταν και στα φωτοτυπημένα αντίγραφα των στίχων που οι «μοιρολογούσες» συμβουλεύονταν συνεχώς, αλλά ακόμη και στον τρόπο εκφοράς τους –τσιριχτή απαγγελία, διανθισμένη με επιφωνήματα και όχι παρωδία μοιρολογήματος– κανένα πρόσωπο των θεατών δεν έμεινε σοβαρό ή αδιάφορο: με απλό μειδίαμα έως και γάργαρο γέλιο, όλοι οι παρευρισκόμενοι ανταποκρίθηκαν στα διαδραματιζόμενα, ιδιαίτερα όταν ο «Αχερένιος» με την βοήθεια των «σηκωτάδων» του περιφέρθηκε γύρω από τον κεντρικό πύργο της πλατείας, μετά και τα «αποκαλυπτήρια» του επιμελημένου, ζωγραφικά, φαλλού του.
Έλειπαν, βέβαια, τα συνοδευτικά όργανα και η περιφορά ήταν λειψή ως προς τα παραδεδομένα. Όμως, σ’ αυτήν τη μικρής διάρκειας κυκλική περιήγηση, χάρη στον αιφνίδιο διονυσιασμό που δημιουργούσαν οι οιμωγές των «θρηνουσών» και οι συνεχείς αναταράξεις και τα «πετάγματα» του ομοιώματος στον αέρα από τους «σηκωτάδες» του, ο «θίασος» απέκτησε όχι μόνο ενότητα, αλλά κυρίως εκείνη τη ροή της ενέργειας που μετασχηματίζει το καθημερινό σώμα σε θεατρικό κορμί.
Αμέσως μετά, ομοίωμα και θίασος επανήλθαν στις αρχικές τους θέσεις, «θρήνησαν» λίγο ακόμη με λόγο αυτοσχέδιο και πεζό τη φορά αυτή, αφού είχαν «σωθεί» στο μεταξύ και τα φωτοτυπημένα στιχάκια και, τέλος, το αναπαραστατικό έθιμο έληξε με κέρασμα όλων των παρευρισκομένων.
Αν όμως, ο «Νεκρός» του Συκούση και ο «Αχερένιος» των Ολύμπων θρηνείται ακόμη, περιφέρεται και εκτίθεται σε δρόμους και πλατείες, ο «Μακαρονάς» των Καρδαμύλων γίνεται σωστό θεατρικό μονόπρακτο, με αρχή, μέση και τέλος, πιστοποιώντας, με την αυλαία της παράστασής του, το θάνατο όχι μόνον μιας ώρας του έτους, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής –με την έννοια της χρονικής περιόδου που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα ιστορικά χαρακτηριστικά.
Στα Καρδάμυλα, λοιπόν, μετά από πολλές απόπειρες, κατά την τελευταία τριακονταετία, για τη σταθεροποίηση ενός αποκριάτικου πλαισίου, που, ωστόσο, δεν φαίνεται να έχουν πετύχει ακόμη το στόχο τους –ίσως επειδή η κοινωνία εκεί «αποκόπηκε σαν με μαχαίρι από τα παλιά έθιμά της»28– βρίσκεται σε εξέλιξη, τα τελευταία χρόνια, μια καινούργια προσπάθεια αποκριάτικης διασκέδασης με πυρήνα τον θεατροποιημένο «Μακαρονά».
Η πρωτοβουλία έχει αναληφθεί από μέλη του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου που πρόλαβαν να ζήσουν ως μικρά παιδιά ή έφηβοι το κύκνειο άσμα τής εκεί αγροτικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία 1960-’70 και όπως είναι φυσικό το «άλλοτε», αφού δεν έχει αντικατασταθεί από ένα ισχυρό πολιτισμικό παρόν, ασκεί σ’ αυτούς μία ηγεμονική, σχεδόν, σαγήνη. Μία σαγήνη, η οποία είναι ανάλογη και της καθολικότερης έγνοιας που χαρακτηρίζει και αλλού την ελληνική κοινωνία, να διατηρηθεί δηλαδή ένας κάποιος δεσμός ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και, ακόμη, να συντηρηθεί η σχέση ανάμεσα σε παρόντες και εκπατρισμένους, που σε κάθε τέτοιο συνεορτασμό είναι δυνατό να αναζωπυρώνεται. Με τα υλικά, λοιπόν, του παρελθόντος οι Καρδαμυλίτες επιχειρούν να αναστυλώσουν τους σακάτικους πια δεσμούς του παρόντος με το παρελθόν αυτό, επιστρατεύοντας τη θεατροποιημένη εκδοχή του «Μακαρονά», που ήταν σε ισχύ σε όλο το ανατολικοβορειοδυτικό τόξο της Χίου, πριν από την πληθυσμιακή αποψίλωσή του.
Έτσι, οι παρευρισκόμενοι στην πλατεία του πάνω χωριού των Καρδαμύλων έχουν την ευκαιρία το μεσημέρι της Τυρινής Κυριακής να παρακολουθήσουν, βάσει ενός υπαρκτού σεναρίου, τα του επικήδειου θρήνου και της ανάστασης ενός επιτήδειου παγαπόντη, αλλά και προικισμένου σεξουαλικά «νεκρού».
Μετά από μία κατατοπιστική εισαγωγή που αναλαμβάνει μέλος του συλλόγου, ο «θίασος» της εξοδίου ακολουθίας, έχοντας επικεφαλής το «Χάροντα», κατάλληλα μεταμφιεσμένο, με μαύρη μπέρτα, εφιαλτικής όψης μάσκα εμπορίου και το απαραίτητο δρεπάνι, οδεύει απ’ ευθείας στην υπερυψωμένη σκηνή στο κέντρο της πλατείας. Πριν από το «φέρετρο» του νεκρού προηγούνται καρναβαλίστικα πανό σε σχήμα καρδιάς ή περιτυλιγμένα με σερμπαντίνες, εν είδει νεκρώσιμων στεφανιών, με επιγραφές του τύπου: «I love you. Η κουμπάρα σου» ή: «Με αγάπη, η γειτόνισσα».
Χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από σχετικά πρόσφατη τέλεση του εθίμου στα Καρδάμυλα
Στο διάστημα της διαδρομής από την πλατεία στη σκηνή, ο «νεκρός» προλαβαίνει να καταβρέξει με το «όργανό» του τους ανυποψίαστους θεατές, δεξιά και αριστερά τού διερχόμενου θιάσου, με τη βοήθεια μηχανισμού που τροφοδοτείται με νερό από ένα μπιτόνι που μεταφέρει καμουφλαρισμένο ένας από τους «σηκωτάδες» του.
Το «νεκρό» ακολουθεί η κομψή χήρα του, την οποία υποδύεται γυναίκα, ιδιαίτερης καλλονής, με πολλά υποσχόμενες ενδυματολογικές λεπτομέρειες που υπερτονίζουν τη θηλυκότητά της: ντεκολτέ, μακρύ «μποά» με μαύρα φτερά, πλατύγυρο μαύρο καπέλο με βέλο, καλοχτενισμένη περούκα, εντυπωσιακά γυαλιά και σκουλαρίκια, ψηλά τακούνια και δαντελένια γάντια.
Ο ίδιος ο νεκρός, εκτός από τον τεχνητό φαλλό, είναι «κοσμίως και σεμνοπρεπώς ενδεδυμένος», με μαύρο κουστούμι, γραβάτα και άσπρο πουκάμισο, όπως ακριβώς είθισται και σε μία πραγματική κηδεία. Τον ενδυματολογικά προσεγμένο, συνδυασμό του ζεύγους, ωστόσο, δεν τον μιμούνται και τα λοιπά μέλη του θιάσου, που εμφανίζονται με σαφώς εκσυγχρονισμένη καρναβαλίστικη αμφίεση, είτε πρόκειται για το ζεύγος των κουμπάρων που υποβαστάζει τη χήρα, είτε για τους λοιπούς ακολουθούντες-συγγενείς-συντρέχοντες της όμορφης χήρας.
Προσεγμένοι ως προς τη μεταμφίεσή τους, πάντως, είναι και οι ιερείς με τα κατακκόκινα πετραχήλια τους, τους θεόρατους σταυρούς του εμπορίου, αλλά και τα ογκώδη καλυμμαύκια, όπως αυτά των δεσποτάδων.
Όλος ο θίασος παίρνει τις θέσεις του στη σκηνή, μετωπικά προς το κοινό, που βρίσκεται σε ένα εκτεταμένο ημικύκλιο αντίκρυ της, καθήμενο στα υπάρχοντα καφενεία-ταβέρνες, έτοιμο περισσότερο να φάει, να πιεί και να χορέψει, παρά να παρακολουθήσει με προσοχή τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα. Οι μικροφωνικές εγκαταστάσεις, όμως, λύνουν το πρόβλημα της διάχυτης οχλοβοής και, έτσι, μόλις ο νεκρός τοποθετηθεί σε ένα τραπέζι, φροντισμένο και αυτό ως προς τη σκηνογραφική παρουσίασή του, επενδεδυμένο δηλαδή με άσπρη μουσελίνα, στολισμένη με κορδέλες σκούρου χρώματος, η «χήρα» αρχίζει να εκφωνεί πειστικά και σπαραξικάρδια τα πρώτα θρηνητικά δίστιχα:
Όλα τα’ αμπέλια του χωριού, τα ’χες κάμει δικά μας
κι εχόρταινες, Φωτάκη μου, κρασί τη φαμελιά μας!
Τον ίδιο ψαρό γάδαρο εις του Πιτυούς τα μέρη
εφτά φορές επούλησες, άντρα μου, χρυσοχέρη!
Μη μου τον πάτε αφ’ τη συκιά, να μη μου φα’ τα σύκα
γιατί τα άσπρα δεν τα τρω, τα μαύρα κατελεί τα!29
Αμέσως μετά, συνεχίζουν οι «ιερείς» στο μελωδικό ρυθμό μίας πραγματικής νεκρώσιμης ακολουθίας, με λόγο ψευδοεπίσημο, ο οποίος συνεχίζει να εκθειάζει τα ποικίλα προσόντα του αποβιώσαντος:
Έκλεπτε ο δούλος σου, Κύριε, με μεγίστην μαεστρίαν
κότα, για, πετεινό, εις τα κοτέτσια μας δεν άφηνε καμίαν!
(…) Φώτιε, η μνήμη σου θα είναι αιωνία
γιατί έφυγες αφ’ τη ζωή με την ψωλήν ορθίαν!
Ακολουθεί το «μοιρολόι» της «πεθεράς», η οποία έχει και αυτή τους λόγους της να εγκωμιάζει τα σεξουαλικά προσόντα του γαμπρού της:
Κλαίγω με πόνον στην καρδιά και χείλη μαραμένα
επότιζες την κόρη μου, μα εδρόσιζες και μένα!
Στη συνέχεια, επανέρχεται η «χήρα», με αρκετά ακόμη εγκωμιαστικά, αλλά και κατευοδωτικά δίστιχα, παρεμβάλλεται ο ιερέας και ο θρήνος-παρωδία επισφραγίζεται και πάλι από το πρωταγωνιστικό πρόσωπο της χήρας, η οποία σε ένα κρεσέντο απόγνωσης και απελπισίας για το σεξουαλικό της μέλλον, μετά και τον «τελευταίο ασπασμό» του συζύγου της, καταλήγει:
– Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, χαιρέτισέ τον πάλι
όχι εκεί που τον εφίλας πριν, μα πάνω στο κεφάλι!
– Τι να τα κάμω «τούτα» μου, πε μου πού να τα δώκω
που είμαι νια και δροσερή και θέλω να ξεδώκω;
Μετά τον «τελευταίο ασπασμό», ο «θίασος» στήνει χορό γύρω από το «νεκρό», αρκούντως ως φαίνεται ζωοποιητικό, αφού, με τη λήξη του, ο «Φώτης» σηκώνεται από το νεκροκρέβατό του και χορεύει μαζί με τους υπόλοιπους για να εισπράξει, στο τέλος, την υπενθύμιση-απαίτηση από τον πρωτοστατούντα «ιερέα»:
«Ανεστημένος, ξανεστημένος, εγώ τον παρά μου το’θω (σ.σ. τον θέλω)!».
Τη συνέχεια της γιορτής αναλαμβάνει πολυμελής ορχήστρα, καλεσμένη από τις τοπικές αρχές, υπό την αιγίδα των οποίων διεξάγεται η συνολική αποκριάτικη γιορτή.
Με αυτούς τους τρόπους η ανθρώπινη ή αχυρένια «σορός» του χιακού «Μακαρονά» υποδεικνύει την πορεία από το δρώμενο στη θεατροποίηση των εθίμων: η βέβαιη ανάσταση του πρωταγωνιστή, συνδεδεμένη άρρηκτα, παλαιότερα -στο πεδίο των συμβολισμών και των βαθύτερων νοημάτων- με τη φυσική αναγέννηση, έχει μεταβληθεί στις μέρες μας σε λαϊκή παράσταση, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο προσχεδιασμένη.
Εντός της ανασαίνει, αλλά και ψυχορραγεί το παρελθόν, ενώ το παρόν διά των φορέων του, παρ’ όλο που θέλει, δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να δίνει για πολύ ακόμη το φιλί της ζωής στο έθιμο, τουλάχιστον με τον τρόπο που η αγροτική κοινωνία, η προπολεμική και αυτή των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, το έδινε.
Η καθαρά θεατρική μετεξέλιξη αποκριάτικων εθίμων, όπως ο «Μακαρονάς», δεν πρέπει πάντως να αποκλείεται, όπως εξάλλου προκύπτει και από τα προαναφερθέντα, αφού οι σύγχρονοι φορείς τους, πολιτιστικοί σύλλογοι ή μεμονωμένα άτομα, διατηρώντας τα βασικά δομικά θεατρικά στοιχεία τους, «πειράζουν» κατά βούληση το περιεχόμενό τους για να σατιρίσουν τους καρνάβαλους πρωταγωνιστές της εποχής μας, νεκρούς που δεν έχουν καμία πιθανότητα ν’ αναστηθούν και ζωντανούς που ζουν απονεκρωμένοι, μέσα στις συνθήκες μιας σύγχρονης, ανακυκλούμενης –όχι με τον τρόπο της φύσης πάντως– μαζοποιημένης και προβλέψιμης μονοτονίας.
*Απόσπασμα από το ανέκδοτο δεύτερο μέρος της διδακτορικής διατριβής της Στέλλας Τσιροπινά, με τίτλο: Η θεατρικότητα των χιακών εθίμων του εορτολογίου ΙΙ. Αποκράτικα έθιμα
Οι φωτογραφίες στις οποίες δεν αναφέρεται η πηγή προέλευσής τους είναι της συγγραφέως.
1. «(…) Η προτίμηση αυτή στα ζυμαρικά δεν φαίνεται άσχετη με τη δοξασία ότι την αποκριάτικη περίοδο οι ψυχές βγαίνουν στον Επάνω Κόσμο. Σύμφωνα με το Φαίδωνα Κουκουλέ, αρχικά, η λέξη ‘μακαρόνια’ σήμαινε τροπάρια μακαριστικά, δηλ. αναπαύσιμους μακαρισμούς σε περίδειπνα, στα οποία συνήθως πρόσφεραν ζυμαρικά. Στη λαϊκή όμως συνείδηση, ο συσχετισμός των ζυμαρικών με τους μακαρισμούς και τις ψυχές δεν ήταν πολύ δύσκολος»: Αικατερινίδης Γ. Ν. (2001:23).
2. Καλούδης Μ. (1971: 75)
3. Κατά τη μαρτυρία της Σιδηρουντιανής Γεραζούνη Αργυρώς (έτος γέννησης 1925)
4. Κατά την έκφραση της Σιδηρουντιανής Γεραζούνη Α.
5. Κατά τη Γεραζούνη Α.
6. Κατά μαρτυρία του Ολυμπούση Κουτσοδόντη Ιωάννη (1924-2010)
7. Δίστιχα που διέσωσε η προφορική παράδοση και ακούγονται ακόμη στις σύγχρονες επιβιώσεις του εθίμου στα χωριά των Ολύμπων και των Καρδαμύλων
8. Καταγραφή από βιντεοκασέτα του έτους 1987 από την κηδεία του «Νεκρού» στον Άγιο Γιώργη Συκούση
9. Καταγραφή από βιντεοκασέτα του έτους 1986 από την τέλεση της κηδείας του «Μακαρονά» στο Πιτυός
10. Καταγραφή από βιντεοκασέτα του έτους 1987 από την τέλεση της «κηδείας» στον Άγιο Γιώργη Συκούση
11. Το τραγούδι, καταγεγραμμένο στα Καρδάμυλα, ήταν, ωστόσο, διαδεδομένο σε όλο το νησί και συνηθιζόταν στο δετό χορό. Σήμερα, ελαφρώς συρρικνωμένο και παραλλαγμένο λέγεται κατά την «κηδεία» στον Άγιο Γιώργη Συκούση
12. Κατά τις μαρτυρίες των Ολυμπούσων Κουτσοδόντη Αυγούστας (έτος γέννησης 1929), Λατουσάκη Νίκου (1949 -2010) και Μηλιανού Νίκου (έτος γέννησης 1960)
13. Κατά τη μαρτυρία της Σιδηρουντιανής Γεραζούνη Α.
14. Καλούδης Μ. (Καμπιά, 1971:176), Κέντρο Ελληνικής Λαογραφίας, αρ. χφ. 3899/1976, σ. 115 (καταγραφή Γατανά Χρ. από Φυτά)
15. Κατά τα γραφόμενα στο Κ.Ε.Λ., αρ. χφ. 2456/27-8-62 έως 29-9-62, σ. 337 (Διευχά)
16. Κατά τη μαρτυρία της Μιχάλα Γ. από το Βίκι (έτος γέννησης 1956) και των Λατουσάκη Ν. και Κουτσοδόντη Τ. (έτος γέννησης: 1961) από τους Ολύμπους
17. Κατά τη μαρτυρία του Στάμαργα Παρασκευά (έτος γέννησης 1944) από το Ληθί
18. Πούχνερ Β. (1989:105)
19. Κακούρη Κ. Ι. (1999:141)
20. Κιουρτσάκης Γ. (1995:71, 214-215)
21. Ελληνική μυθολογία. Οι θεοί (1986: 202, 200-211)
22. Στο Νεχώρι, εδώ και μία εξαετία, περίπου, πραγματοποιείται μία πιο εκσυγχρονισμένη παρουσίαση των αλληλοδιαδεχόμενων σκηνών του «γάμου», της «σποράς» και της «κηδείας», αφού η εθιμική παράδοση εκεί, η οποία, πάντως, περιλάμβανε πάντοτε το «γάμο», είχε διακοπεί για τρεις δεκαετίες σχεδόν, καθώς το ενδιαφέρον των χωριανών μονοπωλούσε η «Μόστρα» του κοντινού χωριού των Θυμιανών
23. Μία παρωδία γαμήλιας σκηνής αναπαρίσταται τα τελευταία χρόνια και στο χωριό της Σιδηρούντας, όπως και στο χωριό του Δαφνώνα για να καλυφθεί και εκεί η εθιμική διακοπή των παραδεδομένων αποκριάτικων δρώμενων. Από την άλλη, η αναπαράσταση του παραδοσιακού Καλαμωτούσικου γάμου, που με επιτυχία για μία δεκαετία περίπου (1986-1997) είχε καταλάβει εκεί το κενό της αποκριάτικης γιορτής, δεν τελείται πλέον, με αποτέλεσμα το χωριό της Καλαμωτής να περνά το διήμερο Τυρινής Κυριακής-Καθαρής Δευτέρας με γιορτές ποικίλου περιεχομένου, τις οποίες οργανώνουν τα μέλη του τοπικού συλλόγου.
24. Yupi.gr – ταξίδι: «Απόκριες στη Χίο». Το κείμενο υπογράφει η Εβίτα Κυριαζή
25. Κατά την έκφραση της Αγιωργούσαινας Γεωργίας Τσόφλια (έτος γέννησης 1930)
26. Πράγματι, οι ομοιότητες δρώμενων και σύγχρονων performances είναι εντυπωσιακές, καθώς και στις δύο παραστασιακές καταστάσεις κυριαρχούν οι δραματουργικές μικροδομές, η έλλειψη συμμετρίας και ολότητας, ο ακατανόητος ή δυσνόητος λόγος, η πολυλογία, αλλά, κυρίως, η βιωμένη παρουσία των ζωντανών σωμάτων που συνδέουν την κρισιμότητα της ροής του χρόνου με τη θεατρική πράξη ως επικίνδυνο πείραμα που επιχειρεί μια σύνδεση με άλλες πραγματικότητες: Πούχνερ Β. (2003:123-130, 233)
27. Επιλογή από τα δίστιχα που ακούστηκαν κατά την τέλεση του 2009
28. Κατά την έκφραση του Δημήτρη Ψωμαδάκη, μόνιμα εγκατεστημένου στα Καρδάμυλα και επί χρόνια δραστήριου μέλους τού εκεί τοπικού συλλόγου (Φιλοτεχνικού Ομίλου Καρδαμύλων)
29. Ενδεικτική επιλογή στίχων από τις «κηδείες» των ετών 2008 και 2009 στα Καρδάμυλα. Λαϊκός στιχοπλόκος και στις δύο περιπτώσεις ο Χρήστος Μιχαλιός
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Argenti Ph. P., Rose H. J., 1949, The folklore of Chios, London: Cambridge University Press, V. I, σσ. 362-363
Βολάκης Ν. Μ., 2007, Οι Ολύμποι της Χίου. Ιστορία-Λαογραφία-Γλώσσα, Χίος: Τυπογραφείο Γεωργούλη-Συρρή (α΄έκδοση:1982, Χίος: Φιλοτεχνικός Όμιλος Χίου)
Ελληνική μυθολογία. Οι θεοί, Τ. Ζ, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1986
Kακούρη Κ., 1999, Διονυσιακά. Εκ της σημερινής λαϊκής λατρείας των Θρακών (διατριβή επί διδακτορία), Αθήναι: Ιδεοθέατρον
Καλούδης Μ., «Βακχικά και Αδωνιακά στοιχεία κατά τας Απόκρεω εις το χωριό μου Καμπιά», Χιακή Επιθεώρησις, τ. 26, 1971, σσ. 175-177
Κιουρτσάκης Γ., 1995, Καρναβάλι και Καραγκιόζης. Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου, Αθήνα: Κέδρος
Λαμπρινουδάκης Β., «Το θάψιμο του Μακαρωνά εις τα Καμπιά της Χίου», Λαογραφία, ΙΖ΄, Εν Αθήναις
Μαυρογιώργης Π. Α., 1991,Το χωριό Άγιος Γεώργιος Συκούσης, Μέρος Β. Λαογραφικά-Τοπωνυμικά, Χίος: Μορφωτικός Σύλλογος Αγίου Γεωργίου Συκούση
Nilsson M. P., 2000, Ελληνική λαϊκή θρησκεία (μτφ. Ι. Θ. Κακριδής), Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας (β΄ έκδοση)
Πούχνερ, Β., 1989, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, Αθήνα: Πατάκης
Πούχνερ, Β., 2003, Από τη θεωρία του θεάτρου στις θεωρίες του θεατρικού, Αθήνα: Πατάκης Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου
Ρυμικής, Μ., Γ., 1993, Λεπτόποδα. Αναζητώντας τις ρίζες των προγόνων μου, Αθήνα
Χειλάς, Γ., Σ., 1989, Πιτυός. Ιστορία του χωριού μου, Αθήνα
Συζήτηση4 Σχόλια
Wow! What a fantastically rich cultural tradition. Great to know a bit more about it! Thank you Stella… and Aplotaria.gr!!!
Θαυμάσιες πληροφορίες για αυτό το αποτροπαίκό έθιμο του τόπου μας, γεμάτο από νοήματα και παράδοση. Σας ευχαριστούμε πολύ.
Κυρία Τσιροπινά σας ευχαριστούμε.
Πραγματικός θησαυρός για ήθη και έθιμα που χατήρι σε σας κ. Τσιροπινά θα κρατηθούν ζωντανά στο πέρασμα του χρόνου. Σας ευχαριστούμε και περιμένουμε τη συνέχεια.