του Γιάννη Κωσταρή
Οι φωτογραφίες μας, αποκαλύπτουν τον τρόπο που βλέπουμε αλλά και τον τρόπο που αναζητούμε νόημα καθώς και τη θέση μας στον κόσμο.
Η διαδικασία της φωτογράφισης μπορεί να βοηθήσει στην αναζήτηση καθαρού βλέμματος, στην υπέρβαση του γνωστού, στο συντονισμό με το χώρο και το χρόνο. Μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τον κάθε περίπατο -και μέσα σε ένα δωμάτιο γίνεται- σαν ταξίδι, δηλαδή να ορίζουμε τη θέση μας απέναντι σ’ αυτό που κάθε φορά συμβαίνει… Πρώτα απ’ όλα ξανοιγόμαστε στην όραση, βλέπουμε περισσότερο, κινούμαστε περισσότερο, μένουμε ακίνητοι περισσότερο, με βάση το φως ανασυντάσουμε το χώρο, αναζητούμε την κεντρική ιδέα, ανακαλύπτουμε σχέσεις, ξαναδημιουργούμε αυτό που υπάρχει μπροστά μας και παίρνουμε θέση μέσα σε αυτό. Φυσικά όλα αυτά μπορούμε να τα καταφέρουμε και χωρίς φωτογραφική μηχανή· μόνο που είναι πιο δύσκολο. Προφανώς οι φωτογραφίες δεν έχει σημασία αν είναι “καλές”, “κακές”, ή “ωραίες”.
Φωτογραφίζοντας, βλέπω τον εαυτό μου που (και πώς) βλέπει. Δηλαδή τοποθετούμαι απέναντι στην (αναμέτρηση μου με την) ιστορία. Δηλώνω τη θέση μου ή την αδυναμία μου να πάρω θέση. Έτσι κι αλλιώς όμως εκτίθεμαι με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο που γνωρίζω, χωρίς ευκολίες και κόλπα.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά;
Την προηγούμενη παρασκευή το μεσημέρι φυτέψαμε με τον ξάδελφο μου τρία δέντρα στo ξέφωτα ανάμεσα στις ελιές μας, κοντά στο χωριό. Δυο πορτοκαλιές και μια λεμονιά. Τράβηξα νερό από το πηγάδι και τα πότισα. Είπαμε να φυτέψουμε μια μανταρινιά και μια μουσμουλιά τις επόμενες μέρες. Στο χωράφι εκτός από τα μαστιχόδεντρα και τις ελιές, λίγες κουντουρουδιές, συκιές και αμυγδαλιές, είχε περιβολάκι ο παππούς μας τη δεκαετία του εξήντα. O ξάδελφος μου έφυγε, έμεινα λίγο, προσπάθησα να τα φανταστώ μεγάλα δέντρα, τράβηξα δυο φωτογραφίες.
Αργότερα, γύρω στις πέντε, πήγα στο παλιό αμπέλι, στο χωματόδρομο μεταξύ του χωριού και της Κώμης. Αργήσαμε να κλαδέψουμε τα κλήματα, έτσι μόλις αυτές τις μέρες άρχισαν να σκάνε. Έκανα κάτι ψιλοδουλειές και στο τέλος φωτογράφισα μερικούς νεαρούς βλαστούς, καθώς και τα μπουμπούκια της αχλαδιάς. Περίπου μια ώρα που ήμουν στο χωράφι δεν πέρασε κανείς από το δρόμο. Ακούμπησα τον σάκο μου δίπλα στα ξύλα της πεσμένης πόρτας στην είσοδο, έβαλα κάποια άλλα πράγματα στο τελάρο που έχω στο μηχανάκι και έφυγα λίγο πριν της έξι. Πήγα στην Κώμη, στα Αρμόλια και μετά στο σπίτι μου στην Καλαμωτή. Χρειάστηκα το σάκο, δεν ήταν πουθενά· είχε μείνει έξω από το αμπέλι.
Ο σάκος βρέθηκε αλλά από μέσα έλειπε η φωτογραφική μηχανή. Από το αγροτικό αυτό δρόμο περνούν χωριανοί μου αγρότες και μετανάστες που πηγαίνουν ή επιστρέφουν από τα χωράφια τους, όχι περισσότερα από 3-4 αυτοκίνητα την ώρα. Ίσως την άφησα κάπου στο χωράφι ανάμεσα στα χορτάρια και δεν το θυμάμαι. Διαφορετικά, ο άνθρωπος που πήρε τη μηχανή με γνωρίζει και τον γνωρίζω. Η μηχανή θα του είναι άχρηστη, ακόμη κι αν καταφέρει να την πουλήσει θα πάρει ελάχιστα χρήματα σε σχέση με την αξία της. Οι φωτογραφίες στα δυο χωράφια έμειναν μέσα στη κάρτα της μηχανής, είναι οι τελευταίες που τράβηξα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο στο χωριό. Μια μικρή κοινότητα ανθρώπων είμαστε, πίσω μας χαμηλά βουνά και μπροστά μας η θάλασσα.
Αυτές τις μέρες δε φωτογραφίζω γιατί δεν έχω μαζί μου άλλη μηχανή.
Και για την ιστορία η μηχανή είναι Canon G1 X.