της Φρόσως Χατόγλου
(«No one knows what it’s like to be the bad man…» J. Pinkman)
Είχα πάντα στο νου μου τη Γερμανία σαν τον κακό τού έργου. Που ευθύνεται για τον πόλεμο, για τις φρίκες που έζησε η ανθρωπότητα, για τα δράματα χωρών και ατόμων παγκοσμίως. Και από μια συναισθηματική αφέλεια φανταζόμουν την ίδια να μένει αλώβητη από αυτό τον όλεθρο.
Το τέλος του Πολέμου βρήκε τη Γερμανία διαλυμένη. Πολλές πόλεις καταστράφηκαν ολοσχερώς και ξαναχτίστηκαν από την αρχή μέσα από μια γενική και διαρκή ανοικοδόμηση. Εκκλησίες, δημόσια κτίρια, κατοικίες θαυμαστής αρχιτεκτονικής έχουν αποκατασταθεί με ακρίβεια. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια σημάδια του πολέμου που δεν σβήστηκαν, κάποιες πληγές που μένουν ακόμη σκόπιμα ανοιχτές, για να θυμίζουν ό,τι δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί.
Καμένες εκκλησίες που χάσκουν μέσα στο κέντρο των μεγαλουπόλεων, στοιχειωμένα εβραϊκά νεκροταφεία στις πλατείες και στις παιδικές χαρές, μαυρισμένοι τοίχοι και μπαρουτοκαπνισμένα ντουβάρια- σα λάθος κομμάτια στο παζλ της σύγχρονης πόλης. Θες δεν θες, θα τα δεις. Δεν περιμένουν να έχεις την ευαισθησία για να πας μια επίσκεψη στο Νταχάου, τα βλέπεις καθημερινά.
Φυσικά, υπάρχουν παντού, άπειρα αντιπολεμικά Μνημεία, Μουσεία, Στρατόπεδα συγκέντρωσης, χώροι που διαμορφώθηκαν για να ενημερώνουν και να ευαισθητοποιούν. Όμως, τα ερείπια θρηνούν πιο γοερά.
Η Ιστορία, από τη στιγμή που μπαίνει στα μουσεία, είναι νεκρή. Αν είναι κάτι να παραμείνει ζωντανό, να μιλά και να διδάσκει, αυτό θα γίνει μόνο στο φυσικό του περιβάλλον. Τα μουσεία είναι καλά για τους τουρίστες.
Aegidienkirche – Hannover
Τείχος Βερολίνου