του Γιάννη Κωσταρή
Ο Σίμος μέχρι πριν λίγα χρόνια που μπορούσε να εργαστεί ήταν φαναρτζής, «ο Σίμος ο φαναράς» επιδιόρθωνε και κατασκεύαζε διάφορα αντικείμενα από λαμαρίνα, νέος γύριζε τα χωριά και μαστόρευε. Μαστόρευε και έπινε. Ο Σίμος ήταν φαναράς, κομουνιστής και ελεύθερος άνθρωπος. Ζούσε παρέα με ένα καναρίνι.
«Ανάψω τη σόμπα και α κάτσω μέχρι να πάει εννιά, στο καφενείο εν κάθομαι πολύ ώρα, με τρακόσα σαράντα ευρώ σύνταξη, τι να πλερώσω… Παρόλο που χτύπησα, μπορώ να δουλέψω αλλά δουλειά δεν υπάρχει. Η κασέτα παίζει καναρίνια να κελαϊδάνε μπας και μάθει το μικρό που έχω στο κλουβί.»
Αυτά το χειμώνα του 2009 στο σπίτι-εργαστήρι του. Τον τελευταίο χρόνο ήταν στο γηροκομείο, δύσκολο να τα καταφέρει μόνος του και οι γείτονες δεν μπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη. Τον επισκέφθηκα μερικές φορές.
Την πρώτη φορά πριν τα Χριστούγεννα δεν τον βρήκα, ήταν στο νοσοκομείο με κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα. Πήγα πάλι μετά από μια βδομάδα, ήταν εκεί. Με οδήγησαν στο δωμάτιο του· διασχίσαμε δύο μεγάλους διαδρόμους, καθαροί χώροι, αλλά κενοί, παγωμένη ησυχία, ο θαμπός ήλιος χτυπούσε στα παγωμένα μωσαϊκά. Δυο διπλανά δωμάτια ήταν ανοικτά, η ίδια εικόνα· ένα αδύναμο σώμα κουβαριασμένο στο κρεβάτι. «Πόσοι μένουν εδώ;» «Καμιά τριανταριά, φέτος πεθάναν αρκετοί».
Ανοίξαμε την πόρτα του, σκοτάδι, το παράθυρο ήταν κλειστό, κοιμόταν, σιγά σιγά ξύπνησε, άναψα το φως. Ένα μεγάλο άδειο δωμάτιο· κρεβάτι, κομοδίνο, τραπέζι, ήταν σκεπασμένος με ένα λεπτό πάπλωμα, η ίδια παγωμάρα. Προσπάθησε να ανασηκωθεί. Ένα πιάτο μισοφαγωμένα μακαρόνια στο τραπέζι, ένα άδειο τασάκι στο κομοδίνο.
Μιλούσε συνέχεια, η φωνή του έβγαινε σβησμένη από τα κουρασμένα του πνευμόνια. Το πρόσωπο του αδύναμο. «Δε σε ξυρίζουν;» «Έρκεται κουρέας, αλλά με πετσοκόβγει, την τελευταία φορά ε ξυρίστηκα.» Τα λέει ανακατωμένα, δεν τα καταλαβαίνω όλα.
«Αφτόν οκτώβρη είμαι εδώ, μούπανε στο χωριό πίενε δυό τρεις μέρες να δεις πως είναι και έλα πίσω. Έμπορω να φύω. Θα φύω όμως, θα μείνω στα Αρμόλια, όχι στην Καλαμωτή. Το ρεύμα, το χαράτσι τάχω πλερώσει, σε καέναν ε χρωστώ, θέλαν να με βγάλουν αφτό σπίτι, εν ήβρα άλλο. Οι συγγενείς μου, οι πιότεροι πεθάνανε, ο ανιψιός μου ήτανε για δουλειά στα Καρδάμυλα, ήρτενε προχτές».
Μου λέει να δω τα χαρτιά του· ακουμπισμένο στο κομοδίνο, ένα στρατιωτικό βιβλιάριο, η ταυτότητα, το εκλογικό βιβλιάριο, το εξιτήριο από το νοσοκομείο και μια απόδειξη από το γηροκομείο για τα χρήματα που του κρατούν για να μην χαθούν.
Γεννήθηκε το εικοσιοκτώ στον Άγιο Γιώργη.
«Πότε ήρτες στην Καλαμωτή;» «Πριν το πενήντα, το σαρανταεφτά; στο στρατό πέρασα καλά, παρουσιάστηκα στο Ηράκλειο, ήμουνε σε λόχο ανεπιθυμήτων, με πήγαν στη Μακρόνησο, αλλά ήμουν στο σιδηρουργείο, πέρναγα καλά, δεν ήθελα να φύγω. Εικοσιεφτά μήνες είκαμα φαντάρος. Μετά επήγα στην Αθήνα.»
Του δίνω τα τσιγάρα που του έφερα.
«Σ’αφήνουν να καπνίζεις;» «Ε μπάνε στο διάολο, ήταν ένας άλλος δίπλα, συνέχεια κοιμούντανε, ε μ’αφήνανε να καπνίζω στο δωμάτιο, τον επήανε πάνω, σε πέντε μέρες πέθανε.» Κοιτάζω το χαρτί του νοσοκομείου: «Συνίστατε η αποφυγή του καπνίσματος». «Με πήανε στα ταμπάκικα (στο νοσοκομείο) ήταν πολύ ωραία, ζέστη στο δωμάτιο, καλό φαγητό, κόσμος, νοσοκόμες, εδώ μας έχουν σαν παιδάκια, σα να μην είμαστε αθρώποι, έναν παντικό καλύτερα τον έχουν».
Μπαίνει κάποιος, αφήνει ένα μισογεμάτο κουτί φοινίκια, «Κράτησε τα, εγώ έχω ζάχαρο». Δεν πολυκαταλαβαίνει τι είναι, τρώει όμως ένα. «Ήρτενε κι ο πως το λένε, ο περιφερειάρχης τα Χριστούγεννα. Πε του παπά να μου στείλει ένα απ’ αυτά τα βιβλιαράκια, τα ημερολόγια και να μου ανάψει ένα κερί στην Αγιά Παρασκευή, γιατί θαρώ πως πολύ με βοήθησε».
«Κλείσε την πόρτα».
Πήγα πάλι αρχές Γενάρη. Ήταν πάλι ξαπλωμένος, μου έλεγε πάνω κάτω τα ίδια. Καθώς έφευγα μου είπε: “Να παντρευτείς, ακούς, να παντρευτείς, εγώ αν είχα παντρευτεί, ε θάμουν τώρα μοναχός εδωνά”.
«να κλείσω;» «κλείσε καλά».
Τελευταία φορά πήγα το Μάρτη.
«Για δε το καναρίνι έχει κεχρί να του βάλεις, αν έχει άσ’το, δε το νερό.»
Η κουβέντα πήγε στην Παλιά Ποταμιά.
«Στην Ποταμιά, έχεις πάει κι κάτω; α βλέπει δέκα λεφτά τη μέρα ο ήλιος… έχω πάει, έχω μείνει ένα βράδυ, άθρωπο εν είδα. Ήμουνε στην Κέραμο και λέω δε περνώ αφτή Σπαρτούντα. Μέδε μια γυναίκα, μούδωκε κάτι κουτάλια, κάτι διάφορα να της τα κάμω μπρίκια, τις είπα ότι θέλω έξι φράγκα, ας το πούμε έτσι. Ε της τάφτιαξα, δε μούδωκε όσα της είπα, παρά μούδωκε τέσσερα κι αυτή ήτανε παπαδιά· ε λέω άμα είναι έτσι η παπαδιά φαντάσου πως θάνε οι άλλες κι ήφυγα. Είχα μαζί μου ρούχα, μου χε δώκει η Μαρουλιώ μια κουρελού, κατήβηκα στη Ποταμιά, άθρωπο εν είδα, ξάπλωσα σε μια άκρη. Το πρωί σα ξύπνησα είδα ένα γέρο, τον ερώτησα πως α κόψω δρόμο για τη Βολισσό και μου πε να κατήβω την ποταμιά κι α με βγάλει.»
Του υποσχέθηκα ότι θα ξαναπάω, δεν πήγα.
Καλό ταξίδι Σίμο.
Συζήτηση2 Σχόλια
Ωραίο αρθρο Γιάννη!
Είμαι η Αργυρώ απο την Καλαμωτή πηγαίναμε μαζί σχολείο.
Εχω να έρθω στη Χίο πολλά χρόνια.
Θα με βρείς στο ΑΡΓΥΡΩ ΝΕΡΑΝΤΖΟΥ στο facebook.
Μια απο τις πιο δυνατες και ξεκαθαρες παιδικες μου αναμνησεις, εσβησε… Ειμαι σιγουρος οτι τωρα θα ειναι χαρουμενος διπλα στους φιλους του που ειχε καιρο να δει…
Μπραβο Γιαννη για το αρθρο.