του Νίκου Μίτση
Πριν λίγο καιρό ολοκληρώθηκε στο Δημοτικό Κήπο της Χίου, το 4ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, που πραγματοποιήθηκε, χάρη στην ευαισθησία και την ανθρωπιστική διάθεση κάποιων ανθρώπων, απέναντι στο φαινόμενο του ρατσισμού. Eνός φαινομένου, που δυστυχώς παρουσιάζεται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της εισροής σημαντικού αριθμού οικονομικών και πολιτικών προσφύγων. Αλλά και με αφορμή την παγκόσμια ημέρα προσφύγων που καθιερώθηκε για πρώτη φορά με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 4 Δεκεμβρίου του 2000, για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την υπογραφή της «Συνθήκης για το καθεστώς των προσφύγων», ανακάλεσα στη μνήμη μου, τα χρόνια που έζησα στο προσφυγικό συνοικισμό του Βαρβασιού.
Σ΄αυτή τη γειτονιά, το «νέο συνοικισμό», είδα το φως της ζωής και μεγάλωσα, έχοντας την τύχη να τελειώσω το Ε΄ Δημοτικό Σχολείο δεχόμενος, τα νάματα της γνώσης από σπουδαίους δασκάλους της εποχής.
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922, που οδήγησε στον αφανισμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, αποτελεί ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Τότε, έφτασαν στις ελληνικές ακτές ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες, το ¼ περίπου του πληθυσμού της χώρας.
Είχε προηγηθεί ο πρώτος διωγμός από το 1914 μέχρι και το 1920. Στη Χίο μόνο κατέφθασαν το Μάϊο και τον Ιούνιο του 1914 τριάντα εξι χιλιάδες πρόσφυγες από την απέναντι χερσόνησο της Ερυθραίας και άμεσα στήνονται οι πρώτες σκηνές και δημιουργούνται προσφυγικοί καταυλισμοί στη Δασκαλόπετρα και το Κοντάρι. Το 1918, με τη λήξη του πολέμου και την ανάθεση της Αρμοστείας της Σμύρνης στην Ελλάδα, οι περισσότεροι ενθαρρύνθηκαν και επέστρεψαν στην πατρίδα τους, για να υποστούν τη νέα ανεπανόρθωτη καταστροφή του 1922.
Ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του και καταστράφηκε ολοσχερώς ένας πανάρχαιος ελληνικός πολιτισμός, που γεννήθηκε και μεγαλούργησε πάνω σ΄αυτή τη γη για τέσσερις χιλιετίες.
Από τις 15 του Σεπτέμβρη του 1922, ημέρα με την ημέρα, η Χίος αλλάζει όψη. Παντός είδους πλεούμενα αποβιβάζουν διαρκώς πρόσφυγες. Κατά το μήνα Νοέμβριο, που άρχισε από το κράτος η πολιτογράφησή τους, στη Χίο διαμένουν ήδη 38.000 πρόσφυγες στεγασμένοι σε παράγκες που κατασκεύαζαν με κάθε είδος υλικό. Το ελληνικό κράτος καθυστερεί για μερικά χρόνια και αδιαφορεί για την οριστική τους στέγαση μέχρι και τον Ιανουάριο του 1925, όπου στήνεται στο Βαρβάσι το πρώτο παράπηγμα.
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί στην Ελλάδα, με το γνωστό «τυποποιημένο μοντέλο», χαρακτηρισμένοι μάλιστα ως «υποβαθμισμένοι» από τον κοινωνικό περίγυρο, αποτελούσαν στην πραγματικότητα ένα νέο ξεκίνημα μιας ζωής που έπρεπε να στηθεί μέσα στο χρόνο και το χώρο.
Η εγκατάσταση πια των άστεγων οικογενειών στον πρώτο προσφυγικό συνοικισμό του Βαρβασιού, από την δεξιά όχθη του ποταμού Παρθένη και δυτικά μέχρι τα όρια της Ευρετής, γίνεται στο τέλος του 1926. Κι΄αμέσως μετά απαλλοτριώνεται, στην ίδια περιοχή και νότια, άλλη μία έκταση δύο περίπου στρεμμάτων, για την ανέγερση ενός ακόμη νέου συνοικισμού, που θα συμπληρώσει τoν ήδη υπάρχοντα, με επίκεντρο και σημείο αναφοράς των κατοίκων την εκκλησία του προστάτη τους, του Αγίου Χαραλάμπη.
Κτίστηκε τότε ο ναός, από τους ίδιους, το 1927, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και με πενιχρότατα μέσα. Το 1928 ανακυρήχθηκε σε επίσημη ενορία της Μητρόπολης Χίου. Το 1965 κατεδαφίζεται ο παλαιός και το 1967 θεμελιώνεται και ανεγείρεται (από τον εργολάβο Γιώργη Μαυράκη με αρχιτέκτονα μηχανικό τον Λεων. Μυλωνάδη) ο καινούργιος ναός, ο σημερινός.
Ο αρχικός πυρήνας των κατοίκων σχηματίστηκε στην αρχή από πρόσφυγες του Τσεσμέ, των Αλατσάτων, της Κάτω Παναγιάς, του Ρεϊζδερέ και λίγων από τη Σμύρνη και τα περίχωρά της. Και το 1930 μεταφέρεται και το 5ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης από τη Μπέλλα Βίστα στο Βαρβάσι. Το πρώτο ονομαζόταν Προσφυγικό Σχολείο του Αγιασμένου, στεγαζόταν σ΄ένα οίκημα κοντά στην Παναγιά τη Φάρκαινα και λειτουργούσε σαν διθέσιο.
Σε αντίθεση με τη γύρω περιοχή ξεπρόβαλλαν εκεί σιγά σιγά τα χαμηλά σπίτια με τα κόκκινα κεραμίδια στις σκεπές και τους τοίχους βαμμένους σε απαλούς τόνους γαλάζιου, σκούρας ώχρας, πράσινου και γκρί. Οι δρόμοι χωματένιοι, ήταν οι αλάνες μας που παίζαμε. Πάντα όμως καθαροί και τα όρια των σπιτιών φρεσκοασβεστωμένα. Θυμάμαι κάθε σκόλη και γιορτή να μοσχομυρίζει η γειτονιά πάστρα και ασβέστη.
Οι τόποι αυτοί επανακατοίκησης των προσφύγων αποπνέουν όλο το πνεύμα και την ιδέα για την κατάκτηση αυτής της νέας σχέσης με το χώρο που κουβαλάει μνήμες και ιστορία. Οι Ίωνες πρόσφυγες, παρά τις δύσκολες συνθήκες και τις αντίξοες περιστάσεις, κατάφεραν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να ριζώσουν και να ορθοποδήσουν, έχοντες πείσμα και μεράκι με κυρίαρχο όπλο τη Μνήμη – και η χρήση της Μνήμης τους βοηθούσε να οργανώσουν τις άμυνές τους. Η συχνή υπενθύμιση, της άλλοτε προνομιακής τους θέσης στην απέναντι πατρίδα, τους στήριξε στις νέες συνθήκες ζωής.
Την ίδια εποχή παγιώθηκαν και αναπτύχθηκαν παρόμοιοι συνοικισμοί και σε άλλες περιοχής του νησιού με την ίδια ζωντάνια και νοικοκυροσύνη.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ, η μελέτη της κοινωνικής ζωής σ΄αυτούς τους τόπους έχει μεγάλο ενδιαφέρον και θα μπορούσε να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε με ποιους τρόπους αντιμετωπίζουν οι ξεριζωμένοι άνθρωποι, οι σημερινοί «πρόσφυγες», τις προκλήσεις της επιβίωσης, την ανέχεια, την κοινωνική και προσωπική αναστάτωση μαζί και το ζήτημα της ταυτότητας.