της Στέλλας Τσιροπινά
Μέσα στα σχέδιά της είναι να γράψει
κάποτε
ένα ποίημα
με λόγια άλλων.
Να το ζεσταίνει ο ήλιος του απογεύματος
και οι φωνές που θα ’χει μέσα του
να ηχούν γνωστές κι αγαπημένες:
«έχω μια καρδιά και δυο αχίλλειες πτέρνες…»,
«να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω…»,
«τράβα μια λέξη απ’ τη νύχτα…»,
«και πώς παρέλυσα και πώς δειλίασα…».
Μετά, σαν άνθος του γιαλού
να το ανασταίνει,
να το νταντεύει με πολλών λεπτών σιγή,
όχι σπανίως να το κοινωνεί
με τα άγια και τ’ απόκρυφα
κι άλλων,
πολλών πολλών άγραφων ποιημάτων.
Πολλές φορές το έχει προσπαθήσει.
Άλλοτε σπάει τα δόντια της,
δαγκώνοντας τα βότσαλά του τα ζαχαρωμένα,
άλλοτε το αναζητά πίσω απ’ τα τείχη του,
άλλοτε παρασύρεται απ’ το ρεύμα σαν γιαλόξυλο
(κι αυτό κι αυτή).
Κι όμως ποτέ δεν παραιτείται
– τουλάχιστον
απ’ το να το φαντάζεται:
είναι μια δρυς βασιλική το ποίημα αυτό
και δίπλα του λάκκοι μικροί
με βρόχινο νερό.
Εκεί
-κι αυτό δεν το φαντάζεται απλώς-
όσοι είν’ τρελοί από έρωτα
τρέχουν και ξεδιψούν προσώρας.