του Σιδερή Τσούρου
Από το ΠΑΣΟΚ στο ΚΙΔΗΣΟ, από τη ΔΗΜΑΡ στο ΠΟΤΑΜΙ και στο ΣΥΡΙΖΑ, από τους ΑΝΕΛ στο ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, από τη ΔΡΑΣΗ στο ΠΟΤΑΜΙ και τη ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ και οπουδήποτε αλλού.
Θα μπορούσε να είναι ποδοσφαιρική μεταγγραφική περίοδος οπότε και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Είναι όμως προεκλογική περίοδος. Δεν μιλώ για μεταγραφές τύπου γλάστρας (Πύρρος Δήμας, Νάνα Μούσχουρη, τώρα Δούνια, Παντελίδης), αλλά για μία νοσηρή πρακτική όπου μερίδα πολιτικών έχουν επιδοθεί σε ένα χωρίς προηγούμενο παζάρι, χωρίς καμία ιδεολογική αναφορά ή πολιτική σύγκρουση και προσπαθούν χωρίς ηθικούς φραγμούς να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Παράλληλα απενεχοποιούνται οι πολιτικοί τυχοδιωκτισμοί και η πλαδαρή κοινή γνώμη διαπαιδαγωγείται και αποδέχεται την αποθέωση του καιροσκοπισμού.
Εντάξει, δεν είμαστε αφελείς και κάποιοι δεν είχαμε αυταπάτες. Γνωρίζαμε εδώ και δύο δεκαετίες ότι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν ήταν παρά δύο εκδοχές του σκληρού νεοφιλελευθερισμού. Καταλάβαμε όλα αυτά τα χρόνια ότι η δήθεν αντιπαλότητα των δύο κομματικών σχηματισμών δεν ήταν παρά για τα μάτια του κόσμου. Λειτουργούσε με θρησκευτική προσύλωση προκειμένου να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη εναλλαγή τους στην εξουσία με ό,τι αυτό συνεπάγεται: Τις μίζες και τα «δώρα» στα δημόσια έργα και τα εξοπλιστικά προγράμματα, τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, την κατευθυνόμενη διοχέτευση και ελεγχόμενη εκμετάλλευση των ευρωπαϊκων επιχορηγήσεων και προγραμμάτων.
Παρόλα αυτά, μέχρι τώρα, οι επαϊοντες φρόντιζαν να τηρούνται τα προσχήματα. Οι μετακινήσεις μεταξύ των κομμάτων ήταν πάντα αποσπασματικές και κατ’ εξαίρεση, τύπου Ανδριανόπουλου, Δαμανάκη, Ανδρουλάκη. Μεσολαβούσε συχνά μια μικρή ή μεγαλύτερη περίοδος ιδιώτευσης του ενδιαφερόμενου ή δήθεν περισυλλογής πριν μεταπηδήσει στο «αντίπαλο» στρατόπεδο. Και κάπως έτσι κρατούσαν τα προσχήματα.
Το αλησιβερήσι όμως που εξελίσσεται σε αυτές τις εκλογές δεν έχει προηγούμενο, δεν έχει κανόνες, δεν έχει ηθική υπόσταση ή ιδεολογικό υπόβαθρο. Διέπεται μονάχα από την αγωνία πως θα εξασφαλίσουν την πολιτική και βεβαίως οικονομική –ελέω παχυλής βουλευτικής αποζημίωσης- επιβίωσή τους. Πλήρης απαξίωση της δημοκρατικής και εκλογικής διαδικασίας και αποθέωση του τυχοδιωκτισμού και του ατομικού συμφέροντος.
Η αρχή έγινε από τις προηγούμενες εκλογές και συνεχίστηκε κατά τα παζάρια κατά την εκλογή Πρόεδρου της Δημοκρατίας, με τον Πρωθυπουργό να επαίρεται ότι έχει «μαξιλαράκια», έτσι αποκαλούσε τους βουλευτές που θα εγκατέλειπαν το κόμμα με το οποίο εκλέχθηκαν για να εκλέξουν Πρόεδρο και να παραμείνει ο ίδιος στη νομή της εξουσίας. Τα μαξιλάρια και τα μαξιλαράκια τελικά δεν ήταν αρκετά και έτσι φτάσαμε σε αυτές τις εκλογές, όπου η τακτική «ο σώζων ευαυτώ σωθήτω» είναι ο βασικός κανόνας πολιτικής επιλογής και συμπεριφοράς για κάποιους βουλευτές.
Και οι ιδεολογίες; Έστω ένας βασικός πολιτικός προσανατολισμός; Πως γίνεται τόσο εύκολα, τόσο απλοποιημένα να μετακινείσαι από έναν κομματικό μηχανισμό σε έναν άλλο που συχνά μέχρι χθες τον απέρριπτες;
Και όμως γίνεται! Πρόκειται για μια συμπεριφορά που θα ήταν επιπόλαιο να χαρακτηρίζαμε τυχαία. Είναι η κατάληξη μίας αλληλουχίας πρακτικών, εξευτελισμού των θεσμών της Δημοκρατίας, του αστικού κοινοβουλευτισμού, της Δικαιοσύνης. Από το λαϊκισμό της δεκαετίας του ’80, στην απολιτίκ γενιά του ’90, όπου η στάση «εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική» θεωρείτο από φυσιολογική έως trendy, στην αποθέωση του lifestyle της νέας χιλιετίας, όπως αναπαράγεται μέχρι σήμερα από αριστερο-νεοφιλελεύθερες φυλλάδες τύπου Athens Voice και Lifo.
Έτσι θεωρείται φυσιολογικό να τρέχεις σε «δράσεις» και να φυτεύεις πευκάκια, αλλά να μην αναρωτιέσαι ποιοί είναι οι καταπατητές και οι εμπρηστές, ούτε ποιοί εκποιούν το δημόσιο φυσικό πλούτο της χώρας.
Θεωρείται φυσιολογικότατο -ίσως οι συμμετέχοντες να το αντιλαμβάνονται και ως ακτιβισμό- να βάφεις σκαλοπάτια πολυχρωμα ή να ντύνεις κορμούς δέντρων με πουλόβερ, αλλά να μην αντιλαμβάνεσαι ποιοί ευθύνονται για την επιδεινούμενη υποβάθμιση και καταστροφή του αστικού περιβάλλοντος, ούτε να αναζητάς ευθύνες από αυτούς που σε κυβερνούν σε τοπικό ή κεντρικό επίπεδο.
Θεωρείται φυσιολογικό, ίσως και άξιου επιβράβευσης να βγαίνει ο Δήμαρχος της πόλης με πλακάτ «όχι στη βία», αλλά να καταπίνει τη γλώσσα του, αν δεν σιγοντάρει κιόλας –στο όνομα των εμπόρων, των νοικοκυραίων και της τάξης- τα ΜΑΤ όταν ρίχνουν χημικά σε συνταξιούχους.
Συμπτωματολογία και περιπτωσιολογία μιας κοινωνίας σε βαθύτατη κρίση, κινούμενη παράλληλα αλλά και ανεξάρτητα από την οικονομική κατάρρευση, και βέβαια πολύ πιο επικίνδυνη, αφού αφορά τον εκφυλισμό των πυλώνων της Δημοκρατίας, την ουσιαστική κοινωνική αλληλλεγγυη, τη συμμετοχή των πολιτών σε αυτά που τους αφορούν.
Και φτάσαμε στο σήμερα, όπου οι «συνειδητοποιημενοι» πολιτικοί έχουν εξευτελίσει τις έννοιες των ιδεολογιών, της αξιοπρέπειας της πολιτικής διαδικασίας, της σαφήνειας της πολιτικής εναλλακτικής πρότασης. Πρόκειται για έναν σταθερό και ολοφάνερο εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας, που απλώνεται πολυ ευρύτερα από τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής και αφορά όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας και του κρατικού μορφώματος που γνωρίζουμε ως Ελληνική Δημοκρατία.
Τεράστιες οι ευθύνες των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων αλλά και των πολιτικών κομμάτων που όχι μόνο δεν αντέδρασαν, αλλά και υπέθαλψαν ή επιβράβευσαν αυτές τις πρακτικές. Ακόμη πιο τεράστια η ευθύνη της κυβέρνησης που θα έρθει, πολύ περισσότερο αφού θα είναι μία κυβέρνηση με κυρίαρχη την Αριστερά. Για να χτυπηθεί ο φασισμός, εκτός από κατασταλτική νομοθεσία, απαιτείται παιδεία, αξιοκρατία, διαφάνεια και βέβαια εξασφάλιση από το κράτος της στοιχειώδους οικονομικής ευημερίας του κάθε πολίτη. Αυτά είναι τα αναχώματα στο φασισμό. Ο πόλεμος ενάντια στο φασισμό δεν θα έχει σύντομο τέλος και εφόσον η ελληνική πολιτεία αποφασίσει συνειδητά να ασκήσει μία οργανωμένη πολιτική εκδημοκρατισμού των θεσμών και της κοινωνίας, τα αποτελέσματα θα φανούν, ίσως, μετά από μια γενιά Ελλήνων και Ελληνίδων.