Είναι αρκετά χρόνια που μια θεία από το χωριό έμεινε χήρα… και τότε εδήλωσε στα παιδιά της: δώκετε τα ρούχα μου, εγώ πια πενθώ, χαρίστε τα, μοιράστε τα, εγώ πια από δω κι εμπρός μόνο μαύρα θα βάζω…
Τα χρόνια περάσανε, εγέρασε η θεία πολύ και μια μέρα εγύρισε κι είπε στην κόρη της: εγώ πια ξεπένθισα… φέρτε μου τα ρούχα μου, θα τα βγάλω τα μαύρα… Ποιά, ρούχα, ρε μάνα; Τις ρόμπες μου τις χρωματιστές… Εσύ, δε μας είπες να τα δώκουμε, δεν έχεις ρούχα..
Έχω ρούχα, έλεγε, η άμια κι επέμενε… Πάει η μάνα, το ‘χασε το μυαλό της καλά-καλά, εσκέφτηκεν η κόρη… Αλλά σε ένα καλυβάκι μέσα, πίσω από το σπίτι, ανακαλύφθηκαν δυό βαλίτσες που είχαν απάνω τους ένα χαρτάκι κολλημένο: Ρούχα – Ελένης – Ξεπενθιστικά… Γέλασε η κόρη σαν τα’βρε, τα πήγε στη μάνα κι από κείνη τη μέρα, αλλάζει δυό δυό τις χρωματιστές τις ρόμπες και χαίρεται σαν μικρό κορίτσι…
Που πάει να πει, πως άμα θες κι αν είσαι μυαλό ανοικτό κι αν βαρέθηκες το μαύρο στη ζωή σου κι αν έχεις μια μικρή καβάντζα αισιοδοξίας αλλάζεις και ρούχα και ό,τι άλλο σου μαυρίζει τη ψυχή. Αλλάζεις τα πάντα. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.