Τις σουφραζέτες δε νομίζω πως τις ήξερενε και το «Δεύτερο Φύλο» της Σιμόν ντε Μποβουάρ αποκλείεται να το ’χενε διεβάσει… Σάμπως ήμαθενε γράμματα αφού την ήβαζενε ο παπάς – δάσκαλος να πηαίνει να μαζεύει ξύλα και εγιές και να κάμει με το κορσεδάκι προικιά για τα παιδιά του…
Κοιτώ τις φωτογραφίες της και χαμογελώ… και λέω πως ετούτη η γυναίκα δεν είχενε ποτέ στο μυαλό της πως κάθε 8 του Μάρτη γιορτάζουνε οι γυναίκες… Αν κι εγεννήθηκε γύρω στα 1910, εν ήξερε και εν ήμαθε ποτέ πως κάποιες γυναίκες στον κόσμο εκάμανε επανάσταση για ίσα δικαιώματα με τους άντρες, για πιο καλές συνθήκες δουγιάς… Και θαρρώ πως άμα κάποιος της το ’λεγε θα του αποκρινότανε: ίντα ’ναι ευτά τα πράμματα; Όμως ήδωκενε στον πρωτογόνατο της τ’ όνομα του κυρού της το 1929 και στην πρώτη της θυγατέρα τ’ όνομα της μάνας της…
Και μπορεί ετούτα να μη μετρούνε, όμως το καμαράκι της ήτανε πάντα γεμάτο από γειτόνισσες, τσοπάνηδες, γιατρουδάκια και δασκάλους, από κομμουνιστές και θρησκευάμενους.. Ένα μαγκάλι στην ποδιά της, να χαρχαλεύει με τη μασιά τα καρβουνάκια και γύρω κόσμος, την πυρήνα την έσιαχνε μονάχια της…
Η χαρά της ήτανε η γη και ο δρόμος… Να βάζει κήπους, σαν τον κύρη της τον Καδή και να το φχαριστιέται, να μαζεύει εγιές μέχρι να νυχτώνει και να κατηβαίνει με το φανάρι απ’ τα βουνά…
… Να τηνε παρακαλάς: έλα, καλέ, έλα στον Πειραία, έλα με τον πάππου να περάσομε μαζί τις σκόλες… «ε μα που θ’ αφήκω τις όρνιθες;» Τα τελευταία της 20 χρόνια είχενε να κατήβει στη Χώρα… ‘Ητανε τούτη η μανή που εκείνα τα χρόνια, που όλοι σε παιδεύανε, δε σε μάλλωνε για το είπεν ο θεός και σου ’λεγενε:
κόρη μου, μη σκας για τίποτα.. Σε κάθιζενε στο γάδαρο και σε πήαινε σ’ όλα τα πανηγύρια από βραδύς ..Σε κοίμιζενε κάτω από δέντρα και μέσα στα ξωκκλήσια… και το πρωί μάνι-μάνι ετοίμαζενε τις γριές τηγανήτες…
Το καφεδάκι της το ’πινε με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο… έλεγε: στην υγειά σας και με μια ρουφηξιά, ζεματιστό το κατέβαζε… Ήτρωγε τις καφτερές τις πιπεριές ήκλαιγενε από την καϊλα αλλά έλεγε μ’ αρέσει.. Εγήτευε πληγές κι ήταν για όλους απίκου…
Με τον πάππου εν ηξέρω ίντα σχέση είχανε, όμως θυμάμαι το παράπονο του: βρε Βιτώργια όλο φασολάκια και κρομμυδοζούμια… ε κάμεις και καμιά πίτσα… κι όταν εγελούσε σειότανε ολόκληρη…
Συζήτηση1 σχόλιο
Thank you for this authentic piece. In many ways it describes the resourceful and resilient women I remember growing up in Kardamyla, Chios.