γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Συνήθισα να τους βλέπω σε απογευματινές ώρες, περπατώντας κατά μήκος της ακτογραμμής. Ένα οριζόντιο σημάδι, τις μέρες της μπουνάτσας, με οκτώ φιγούρες να κινούνται ρυθμικά, και η βάρκα να φεύγει με ορμή σχίζοντας τα νερά. Φαινόταν τα κουπιά να σηκώνονται ελάχιστα και να πέφτουν και πάλι με δύναμη. Κάποιες φορές στεκόμουν να τους χαζέψω. Δεν ήταν οκτώ τελικά. Ήταν εννιά. Κρυμμένη στο βάθος της λέμβου, η μικροσκοπική φιγούρα του πηδαλιούχου. Αυτόν δεν τον έβλεπες, αλλά τον άκουγες τις μέρες που ο αέρας έφερνε τη φωνή του στην ακτή. Ήταν αυτή η φωνή που έδινε το ρυθμό, που ενθάρρυνε και εμψύχωνε. Που έφτανε στο κρεσέντο της, λίγο πριν τη νοητή γραμμή του τερματισμού. Λίγο πριν πέσουν τα κουπιά στο πλάι και γείρουν πίσω τα σώματα αποκαμωμένα.
Το τέλος της βόλτας ήταν περίπου στη γλίστρα από όπου έβγαζαν τη λέμβο στην ακτή. Με τον καιρό γνωριστήκαμε. Τους έμαθα με τα ονόματά τους. Κι έμαθα πολλά για το επίπονο και πανάρχαιο άθλημά τους. Όπως για παράδειγμα ότι η οκτάκωπος είναι η πιο γρήγορη κωπηλατική λέμβος. Ή ότι οι πιο δυνατοί σωματικά έμπαιναν στις μεσαίες θέσεις των κουπιών και οι πιο ικανοί τεχνικά στην πρώτη και στην τελευταία θέση. Αλλά πάνω απ’ όλα για τον ρόλο κλειδί του πηδαλιούχου. Για πάρα πολλούς λόγους αλλά κυρίως γιατί ήταν ο μόνος που έβλεπε μπροστά. Στον τερματισμό και στις άλλες λέμβους. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν την πλάτη γυρισμένη στην πλώρη του σκάφους.
Μου έκανε εντύπωση η συνύπαρξη των σχεδόν δίμετρων κωπηλατών, με τον μικροκαμωμένο κοντούλη πηδαλιούχο. Μιλάμε μάλιστα όχι για απλή συνύπαρξη αλλά για στενή συνεργασία, αλληλεξάρτηση, κοινή προσπάθεια. Αυτοί που έμοιαζαν τόσο διαφορετικοί στην όψη, τόσο αταίριαστοι φαινομενικά, λειτουργούσαν τόσο άψογα, όσο καταλάβαινα, μέσα στο νερό την ώρα του αγώνα. Πόσο σημαντικό είναι στ’ αλήθεια μέσα σε μια συλλογικότητα να έχει βρει ο καθένας το ρόλο του, παρά τις διαφορές, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας τους. Όπως απαντούσε χαμογελαστά στα πειράγματα των υπολοίπων ο κοντούλης πηδαλιούχος κλείνοντάς μου το μάτι «Άσε τους να λένε, αυτοί είναι τα μπράτσα, εγώ είμαι το μυαλό».