γράφει η Ερμιόνη Φρεζούλη
Το Σάββατο 18 Απριλίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Δράσης ενάντια στην Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (γνωστή ως TTIP, Transatlantic Trade and Investment Partnership), αλλά και άλλες αντίστοιχου τύπου συμφωνίες (CETA με τον Καναδά).
Τι είναι όμως η ΤΤΙP; Όπως αναφέρει ο Τζον Χίλαρυ (Εκτελεστικός Διευθυντής της οργάνωσης War on Want) στη συνοπτική αλλά περιεκτική έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, πρόκειται για «μία εφ’ όλης της ύλης συνθήκη ελεύθερων συναλλαγών και επενδύσεων η οποία αποτελεί αυτή τη στιγμή αντικείμενο διαπραγματεύσεων –κεκλεισμένων των θυρών – μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ».
Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια ακόμα διακρατική συμφωνία, αλλά για πολλά περισσότερα. Όπως αναφέρει «Κατά παραδοχή και των δύο πλευρών, πρωταρχικός στόχος του TTIP δεν είναι η τόνωση του εμπορίου μέσω της κατάργησης των δασμών ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, μιας και αυτοί είναι ήδη στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα. Πρωταρχικός στόχος, όπως κι οι ίδιες αναγνωρίζουν, είναι η άρση των ρυθμιστικών «φραγμών» που περιορίζουν τα δυνητικά κέρδη των υπερεθνικών επιχειρήσεων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Εντούτοις, οι εν λόγω «φραγμοί» είναι στην πραγματικότητα ορισμένα από τα πολυτιμότερα κοινωνικά μας πρότυπα και ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς περιβαλλοντικούς κανόνες, όπως τα εργασιακά δικαιώματα, οι κανόνες για την ασφάλεια των τροφίμων (μεταξύ αυτών και οι περιορισμοί για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς), οι κανονισμοί για τη χρήση των τοξικών χημικών ουσιών, οι νόμοι για την προστασία των ψηφιακών προσωπικών δεδομένων, ακόμη και οι νέες ασφαλιστικές δικλίδες που επιβλήθηκαν στον τραπεζικό τομέα για να αποτραπεί μια επανάληψη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008».
Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια επίθεση που έχουν ενορχηστρώσει οι πολυεθνικές ενάντια στις κοινωνίες και σε αυτή τους την προσπάθεια συνεπικουρούνται από τα κράτη και τους αξιωματούχους της ΕΕ. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης συμφωνίας είναι ότι όλες οι διαπραγματεύσεις γίνονται με απόλυτη μυστικότητα και ελάχιστες πληροφορίες έχουν γίνει γνωστές στους πολίτες.
Για να καταλάβουμε όμως το μέγεθος της απορρύθμισης που θα φέρει αυτή η συμφωνία αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: αν η Ελλάδα αποφασίσει ότι δεν θέλει να καλλιεργούνται μεταλλαγμένα στην επικράτεια της, μπορεί να βρεθεί κατηγορούμενη στα δικαστήρια για διαφυγόντα κέρδη από τις πολυεθνικές εταιρίες του κλάδου. Τα διαιτητικά δικαστήρια, όπως ονομάζονται, δεν αποτελούνται από δικαστικούς λειτουργούς, αλλά από δικηγόρους του εταιρικού δικαίου, οι οποίοι διορίζονται ανάλογα με την περίπτωση. Άρα στην πραγματικότητα πρόκειται για δικαστήρια-παρωδία, και έτσι έχουν λειτουργήσει μέχρι σήμερα, υπερασπιζόμενα τα συμφέροντα των εταιριών. Και το σημαντικότερο: οι πολυεθνικές εταιρίες εξισώνονται με τα κράτη και τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και μπορούν να προσβάλλουν πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται στα κοινοβούλια.
Στην Ελλάδα το θέμα έχει περάσει στα ψηλά. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει σημαντική κινητοποίηση. Η αυτοοργανωμένη Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών έχει ξεκινήσει συλλογή υπογραφών σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί το θέμα και να πιεστεί η ΕΕ και τα κράτη μέλη να σταματήσουν τις διαπραγματεύσεις.