Άλλη μια ιστορία πρόσφυγα που ενδιάμεσος σταθμός του ταξιδιού της προς τη Δύση ήταν η Χίος
Η 27χρονη Ραουάν ανήκει στη θρησκευτική μεινότητα των Αλεβιτών που κυβερνά τη Συρία και κατάγεται από μια εύπορη οικογένεια: ο πατέρας της είναι πολιτικός μηχανικός, όπως και ο αδελφός της, η μητέρα της καθηγήτρια γαλλικών, η αδελφή της σκηνοθέτης, η ίδια φαρμακοποιός. Είχαν μια άνετη ζωή μέχρι που ξεκίνησε ο πόλεμος και πολλοί Αλεβίτες βρέθηκαν στο στόχαστρο των εξτρεμιστών. «Αυτό που ζούμε είναι μια εξέγερση κατευθυνόμενη από τη θρησκεία που μας έφερε μόνο τρομοκράτες και το Ισλαμικό Κράτος. Δεν έχεις δικαίωμα να έχεις άλλη πίστη ούτε βέβαια άλλη γνώμη παρά μόνο αν συμφωνείς μαζί τους, αλλιώς μπαίνεις σε μαύρη λίστα και σε σκοτώνουν. Αυτό δεν είναι ελευθερία. Πριν κανείς δεν σε ρωτούσε τη θρησκεία σου. Τώρα όλοι ρωτούν «είσαι Μουσουλμάνα ή Χριστιανή; Σουνίτισσα ή Σιιτίσα; Και από την απάντηση μπορεί να εξαρτηθεί η ζωή σου».
«Με παρενοχλούσαν συνέχεια επειδή είμαι Αλεβίτισσα, δεν φοράω μαντίλα, βάφομαι και δεν φοβόμουν να εκφράζω την αντίθεσή μου στη μισαλλοδοξία τους»
Η Ραουάν έμενε στα περίχωρα της Δαμασκού αλλά σπούδαζε σε Πανεπιστήμιο της Ντεράα, προπύργιο της εξέγερσης, και ζούσε κάτω από συστηματική απειλή. «Με παρενοχλούσαν συνέχεια επειδή είμαι Αλεβίτισσα, δεν φοράω μαντίλα, βάφομαι και δεν φοβόμουν να εκφράζω την αντίθεσή μου στη μισαλλοδοξία τους». Η οικογένειά της την εκλιπαρούσε να φύγει φοβούμενη μην την σκοτώσουν αλλά η Ραουάν αρνιόταν. Μόλις πήρε το πτυχίο της, την έπεισαν να πάει στον Λίβανο να επισκεφθεί την αδελφή της που δούλευε εκεί. Φτάνοντας της πήραν το διαβατήριο για να μην μπορέσει να επιστρέψει. Έμεινε για δύο χρόνια και επέστρεψε πριν δέκα περίπου μήνες στη Συρία. «Μένουμε στα περίχωρα της Δαμασκού και ήμασταν περικυκλωμένοι από τους αντάρτες. Από την Ντούμα άρχισαν να επιτίθενται προς την πλευρά μας, το σπίτι μας χτυπήθηκε, ευτυχώς δεν καταστράφηκε ολοσχερώς. Γάζωσαν με σφαίρες έναν θείο μου και τα τρία του παιδιά. Η γυναίκα του σώθηκε γιατί το μωρό τους, που κρατούσε αγκαλιά, λειτούργησε σαν ασπίδα. Το βρέφος τής έσωσε τη ζωή αλλά εκείνη έχασε τα λογικά της. Δεν υπάρχει πια έλεος στην πατρίδα μας. Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι εξτρεμιστές είχαν αναρτήσει στα κοινωνικά τους δίκτυα φωτογραφίες μου από τον λογαριασμό μου στο Facebook, κάποιες με τον αρραβωνιαστικό μου να πίνουμε ένα ποτό και να φορώ μίνι. Με αποκαλούσαν «πόρνη Αλεβίτισσα», καλούσαν τους φανατικούς να με σκοτώσουν αφού πρώτα με βιάσουν».
Η Ραουάν δεν μπορούσε πλέον να μείνει και οι γονείς της πήραν μια σκληρή απόφαση: η μητέρα της, η Φατάτ, θα έφευγε μαζί της και ο πατέρας της θα έμενε πίσω. Θεωρούσε ήττα να τον διώξουν οι εξτρεμιστές από την πατρίδα του, αλλά δεν ήθελε η κόρη του να κάνει το επικίνδυνο ταξίδι μόνη της. «Προσπαθήσαμε να φύγουμε νόμιμα ζητώντας βίζα, αλλά κανείς δεν μας έδωσε. Σε όποια πρεσβεία κι αν πάμε μας κλείνουν τις πόρτες. Βοηθούν στον πόλεμο αλλά δεν βοηθούν τους ανθρώπους που πληρώνουν τις συνέπειές του. Αναγκαστήκαμε να περάσουμε στον Λίβανο και από εκεί στην Τουρκία. Από την Αλικαρνασσό ξεκινήσαμε μεσάνυχτα ένα τρομακτικό ταξίδι με ένα μικρό ταχύπλοο όπου ήμασταν στοιβαγμένοι 25 Σύροι πρόσφυγες. Ήταν αρχές Νοεμβρίου, έβρεχε και είχε καταιγίδα, το σκάφος είχε γεμίσει νερά και μόλις πλησιάσαμε κάτι βράχια, ο διακινητής μας φώναζε να πηδήξουμε, κι όσους δίσταζαν τους πέταγε στην θάλασσα, ακόμη και μια έγκυο κοπέλα. Η μητέρα μου χτύπησε άσχημα τα πόδια της, κόντεψε να πνιγεί. Μας άφησε σε ένα ξερονήσι, όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι ούτε σπίτια, μόνο μια μικρή εκκλησία. Έβρεχε όλο το βράδυ και μόνο το πρωί φάνηκαν κάποιοι φαντάροι που μας βοήθησαν και μας μετέφεραν στην Χίο. Μετά από δύο ημέρες στο κρατητήριο μας άφησαν».
«Το μόνο που έχω από την παλιά μου ζωή είναι ένα βραχιόλι που έφερα από την Χαρίσα…Δεν το αποχωρίζομαι, λένε ότι φέρνει καλή τύχη… Αλλά νιώθω πως η τύχη μας εγκατέλειψε.».
Ήρθαν στην Αθήνα, νοίκιασαν με άλλους Σύρους πρόσφυγες ένα διαμέρισμα: ένα δωμάτιο, ένα σαλόνι, οκτώ άνθρωποι να κοιμούνται σε στρώματα πληρώνοντας 1.000 ευρώ το μήνα. «Το μόνο που έχω από την παλιά μου ζωή είναι ένα βραχιόλι που έφερα από την Χαρίσα, από την Κυρία του Λιβάνου, το ναό με το τεράστιο άγαλμα της Παναγιάς. Δεν το αποχωρίζομαι, λένε ότι φέρνει καλή τύχη… Αλλά νιώθω πως η τύχη μας εγκατέλειψε. Δεν μπορούμε να μείνουμε εγκλωβισμένες στην Ελλάδα. Τελειώνουν τα χρήματά μας και περισσεύει ο φόβος να διασχίσουμε τα σύνορα μόνες, αλλά μόνο έτσι θα έχουμε μια πιθανότητα να ζήσουμε ξανά με αξιοπρέπεια».
Η τύχη τελικά δεν τις εγκατέλειψε. Πριν από έναν μήνα έφτασαν στη Σουηδία όπου βρίσκεται ο αδελφός της Ραουάν. Και η Φατάτ περιμένει με αδημονία να μπορέσει να σμίξει ξανά με τον άντρα της με τη διαδικασία της οικογενειακής επανένωσης.