του Στέλιου Κραουνάκη
«Αν έχεις βιώσει μία στιγμή δέους ή ελευθερίας πάνω στο ποδήλατο, αν έχεις αισθανθεί την ελπίδα να ξαναγεννιέται ενώ ανεβαίνεις στην κορυφή ενός λόφου με ιδρωμένο από την προσπάθεια μέτωπο, αν ποτέ, έστω και μία φορά, έκανες ποδήλατο με την καρδιά σου να τραγουδάει κι ένωσες σαν κοινός θνητός που αγγίζει τους θεούς, τότε μας ενώνει κάτι μεγαλειώδες. Τα δίνουμε όλα για το ποδήλατο.»
Έτσι συστήνει το βιβλίο του ο Ρόμπερτ Πεν, δεινός ποδηλάτης πόλης, κούρσας, βουνού που έχει γυρίσει αρκετές χώρες στον κόσμο ποδηλατώντας. Συγγραφέας, αρθρογράφος σε διεθνείς εφημερίδες, με καριέρα τηλεοπτικού παρουσιαστή έγραψε αυτό το βιβλίο που έχει γίνει μπεστ σέλλερ και έχει μεταφραστεί σε 24 γλώσσες, περιγράφοντας τα ταξίδια του σε διάφορα μέρη του κόσμου για να συλλέξει – αγοράσει τα εξαρτήματα από γνωστές ποδηλατικές εταιρείες ανταλλακτικών που επιλέγει για να φτιάξει το ποδήλατο που ονειρεύεται και είναι φτιαγμένο ακριβώς στα μέτρα του.
Διαβάζοντας το βιβλίο παράλληλα μαθαίνουμε αρκετά χρήσιμα πράγματα για την εξέλιξη του ποδηλάτου, πληροφορίες που παρέχονται σε συνδυασμό με την κύρια ιδέα. Έχοντας ψάξει καλά τις πηγές του ο Penn μας δίνει μία αρκετά κατατοπιστική εικόνα για την εντυπωσιακή είσοδο του ποδηλάτου στην καθημερινή ζωή στις αρχές του 19ου αιώνα. Παρουσιάζει τα στάδια που μεσολάβησαν από την πρώτη προσπάθεια να αντικαταστήσουν το άλογο με ένα ξύλινο σκελετό και δύο ρόδες, χωρίς πετάλια, που κινούνταν με την ώθηση από τα πόδια των ανθρώπων που την χρησιμοποιούσαν (είχε και όνομα αυτή η πρώτη μορφή ποδηλάτου που εφευρέθηκε το 1817, η Draisine). Μας εισάγει στα ποδήλατα με τις πολύ μεγάλες μπροστινές ρόδες, τα velocipede που ξεκίνησαν το 1860 και τα οποία ζύγιζαν κοντά στα 34 κιλά. Στην αρχή ήταν τόσο δύσχρηστα που ο συγγραφέας Μαρκ Τουέιν έγραψε «Πάρτε ένα ποδήλατο. Αν επιβιώσετε δεν θα το μετανιώσετε»
Μιλάει για την απελευθέρωση που έφερε στην εργατική τάξη η χρήση του ποδηλάτου δίνοντας την ευκαιρία σε όλους για εύκολη και ανέξοδη μετακίνηση. Περιγράφει τα λαϊκά θεάματα στα ποδηλατοδρόμια και τους μαραθώνιους αγώνες των εικοσιτεσσάρων ωρών, τις εταιρείες που ξεκίνησαν σαν ποδηλατικές κι έγινα πανίσχυρες στη συνέχεια όπως Dunlop, Michelin, Bianchi, Peugeot, Opel, Morris, Rover, Humber αλλά και την παρακμή που έφερε σε όλα αυτά το αυτοκίνητο που επικράτησε και ανέκοψε κάθετα τη χρήση του ποδηλάτου. Δείχνει την πορεία για το πως φτάσαμε στα σημερινά αγωνιστικά ποδήλατα των 6,5 κιλών μέσα από την επανάσταση που έφεραν τεχνικές καινοτομίες στο ποδήλατο όπως τα ντεραγιέρ, η μεσαία τριβή, τα φουσκωτά λάστιχα, η εξέλιξη των σκελετών από σίδερο σε τιτάνιο και ανθρακόνημα με ιστορικές αναφορές και εκτενής αναδρομές.
Το βιβλίο είναι καλογραμμένο και διαβάζεται σε ένα απόγευμα αρκεί να έχεις τον ενθουσιασμό του ποδηλάτη από πριν και ασχολείσαι με τέτοιου είδους ζητήματα. Αν δεν σε ενδιαφέρουν νομίζω ότι δύσκολα θα σε κρατήσει.
Το ποδήλατο έχει γίνει διεθνώς πολύ της μόδας και μέρος της πολιτικής ορθότητας (must) και είναι ένα πεδίο που ψάχνει τους καταναλωτές, τα μοντέλα του, τα πρότυπα του. Φτάνει κανείς να δει τα οικονομικά δεδομένα για να καταλάβει ότι πρόκειτε για μία πολύ σοβαρή βιομηχανία η οποία επεκτείνεται συνεχώς. Η προσέγγιση του βιβλίου που θέτει τον συγγραφέα σαν τον υπέρτατο ποιοτικό καταναλωτή προωθεί όλη αυτή την κουλτούρα που ψάχνει να βρει την ιστορία της και τις αναφορές τις. Οι ποδηλατικές κοινότητες στο εξωτερικό κυρίως αλλά και στο εσωτερικό διψάνε για τέτοιου είδους βιβλία και αυτό φαίνεται από την εκδοτική επιτυχία του πολυμεταφρασμένου βιβλίου. Ο συγγραφέας, έχοντας γυρίσει όλο τον κόσμο ποδηλατώντας, έχει τα εχέγγυα για ένα τέτοιο εγχείρημα και η θητεία του σαν δημοσιογράφος του δίνει την δυνατότητα να το κάνει καλά και να προωθεί την απόλαυση της ποδηλασίας, με το αζημίωτο.
Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί στο εσωτερικό αλλά κυρίως στο εξωτερικό, μία παράλληλη αγορά με ποδήλατα φτιαγμένα από ανταλλακτικά, με υλικά από χρησιμοποιημένα ποδήλατα, σίδερο κυρίως. Η γενική κατεύθυνση είναι ότι δεν χρειάζεται να ξοδέψεις μία περιουσία για να έχεις ένα καλό ποδήλατο ειδικά αν δεν τρέχεις σε αγώνες. Ο φίλος μου ο Γιάννης έφτιαξε μόνος του ένα τέτοιο με τελικό κόστος 100 ευρώ με ένα πεταμένο σκελετό 30 ετών. Ελπίζω να επανέλθω σύντομα με περισσότερες πληροφορίες για το “κάντο μόνος σου”.
Υ.Γ Το βιβλίο έχει γυριστεί και σε ωριαίο ντοκιμαντέρ από το BBC.