Δυο νέα βιβλία από το Χιώτη Λογοτέχνη Γεώργη Διλμπόη και τις εκδόσεις «Αλφα Πι»
Ο άνεμος της παλληκαριάς
I.S.B.N. 978-618-5117-15-3, Σελίδες 128
«Χιλιάδες χρόνια τέτοια ώρα, το ηλιοβασίλεμα, κι άλλες χιλιάδες χρόνια στους καιρούς που θα’ρθουν, στον όμορφο τόπο θα ρίχνει μαγείας ωραιότητα. Όμως ποτέ, μέσα στο όραμα τούτο, δεν θ’ ακουστεί θρήνος βαθύτερος και πόνος πιο πλατύστερνος δεν θα υψωθεί, όσος τώρα τις δυο ακρογιαλιές φραγγελώνει. Μυριάδες οι άνθρωποι ξεσπιτώθηκαν, σκορπίστηκαν όπου μπορούσαν κυνηγημένοι ν’ απαγγιάσουν…
… Ο πατέρας στην Χίο. Δυο παιδιά στην Μυτιλήνη. Το μεγάλο στην Γαλλία. Η Μάνα στην Πύλο, ριγμένη, χαμένη.
… Ο πατέρας αιχμάλωτος, τα παιδιά – δυο μικρά αγοράκια – δουλάκια σε μια Τούρκα, η Μάνα δεν θα τα ξαναδεί. Η μεγάλη κόρη στο πηγάδι και η Μάνα τρελή.
… Σώθηκε ο πατέρας. Κουράστηκε να ρωτά για τους αγαπημένους. Κατεβαίνει στην ακρογιαλιά κι ώρες παραλογιάζει, να βλέπει τα κύματα, να βυθομετρά την θάλασσα. Τί απ’ όλα στην γη να μοιάζει της ψυχής του;
Αμέτρητες οι ψυχές, αμέτρητες, που χάθηκαν.
Ποιός θα θρηνήσει τ’ άδικο. Τις υπέροχες ψυχές των μεγαλόκαρδων αυτών ανθρώπων, ποιός λόγος θα βρεθεί να τις γλυκάνει.
Ως τα σήμερα και πόσα χρόνια ακόμη «οι αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού» θα ξεσκεπάζουν ένα δράμα και θα’ναι το μόνο μνημόσυνο στην αγαπημένη τους μνήμη.
…Ασημιώ Τ… αναζητεί την αδελφήν της Μαριγούλα το γένος…. Κατά την Μικρασιατική καταστροφή εσώθησαν υπό αγνώστου και μετέβησαν εις Μυτιλήνην. Μίαν νύκτα η Μαριγούλα εχάθη. Διεδόθη ότι, μητέρα απολέσασσα τα τέκνα της, την έκλεψε και ήλθε εις Αθήνας. Την αναζητεί η αδελφή της Ασημιώ Τ… το γένος… κτλ. …
Ο Αντώνιος Α… αναζητεί την μητέραν του Ρηνιώ. Η Ρηνιώ Α… απώλεσε τας φρένας και μετεκομίσθη εις Κρατικόν Φρενοκομείον των Αθηνών, τον Μάρτιον του 1923. Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη της. Το νοσοκομείον πιστοποιεί την θεραπείαν της. Παρακαλούνται όσοι γνωρίζουν περί αυτής, να ειδοποιήσουν τον υιόν της μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Ω αγαπημένη πατρίδα… ω τρισαγαπημένε λαέ.
Οι άνθρωποι σου δοκιμάστηκαν κι άγιασαν.»
(Από το επιμύθιο)
«Ο Ἀρσένιος»
I.S.B.N. 978-618-5117-11-5, Σελίδες 248
«— Ὁ λόγος γιά τούς ἁπλοῦς ἀνθρώπους. Ὄχι γιά τούς Μοναχούς. Αὐτοί “χωροῦσι”. Διαμάντι στό μέτωπο ἡ παρθενία. Ἀμίαντος καί ἀγαθοποιός ὁ βίος. Βίος προσευχῆς «ὑπέρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων». Ὅσα εἶπα, Γέροντα, σκοπός μου νά εἰπῶ, πώς ὅμοια καί στό δῶρο τοῦ Θεοῦ, τό ἡγεμονικόν: Ἐπειδή ἀδυνατοῦμε νά προσφέρουμε τήν ἀξιοπρέπεια, πού ἴσως δέν ἔχομε – ἴσως γιατί τήν χάσαμε καί στεκόμαστε ἀνάξιοι νά τήν χαρίσουμε – ἀνακαλύψαμε τόν πιό ἀνάξιο τρόπο, θέλοντας νά δαμάσουμε τόν Ὑποτακτικό μας. Μέ χλευασμούς, εἰρωνεῖες, ἐξαθλίωση, ὑποδούλωση, ἐξαχρείωση, πιστεύοντας εὔανδρα, πώς ἔτσι ὁδηγοῦμε τόν Μοναχό στήν ἀπάρνηση τοῦ ἡγεμονικοῦ. Ἀπάτη, Γέροντα. Ἄν ἀποφύγει τήν ὑποκρισία, πού βέβαια θά τοῦ πρόσφερνε κάποια κίβδηλη ἄνεση, ὁπωσδήποτε τώρα, θά μετατραπεῖ σ’ ἕνα ἄβουλο, ἀχρείαστο, ἄπνοο πλάσμα, πανέτοιμο σέ κάθε ὑποταγή, ἀκόμη καί στόν ἀντίδικο. Κάποιος Ὑποτακτικός ἔλεγε καί ξαναέλεγε μυστικά καί φανερά: «Ἐγώ εἶμαι τό σκουλήκι τό ψόφιο, τό πατημένο». Τό δυστυχισμένο, τό καταδυστυχισμένο πλάσμα. Ὅμως, ὁ Γέροντάς του τόν καμάρωνε.
Κατάπιε μέ τό σάλιο καί τήν φωνή. Δυό τρεῖς στιγμές γαλήνης καί εἶπε:
— Ἄν δέν χαίρεσαι τήν ὕπαρξή σου «ὑπέρ ἧς Χριστός ἀπέθανε», τότε τί στό καλό ἐπιδιώκεις; Ἡ ζωή τῆς ἀποταγῆς, πανηγύρι. Ἡ ἀφιέρωση στόν Θεό τόλμημα καί καύχημα. Χαρά καί ἀγαλλίαση. Ὅλα τά ἀφιερώματα, ὅλα εἶναι πάντιμα καί πολύτιμα. Τό τιποτένιο καί τό σκάρτο, ὡς ἀφιέρωμα, ἀπορρίπτεται. Αὐτό πού ἀφιερώνουμε στόν Θεό, πανάκριβο καί πάντιμο δῶρο, τόν ἑαυτό μας. Ὅποιοι κι ἄν εἴμαστε. Καί οἱ Γεροντάδες, ἅμα δέν θένε νά κολαστοῦν, ἄς μήν τό ξεχνᾶνε.»
(Από το επιμύθιο)