γράφει η Μαρκέλλα Σπανού
Παραλιακή Βροντάδου, έτος 2005
Σεπτέμβρης μήνας, νωρίς το πρωί, μια βάρκα γεμάτη μετανάστες «ξεβράζεται» στην παραλία ακριβώς απέναντι απ’ το σπίτι μου. Γείτονες και διερχόμενοι προσπαθούν να βοηθήσουν όπως μπορούν. Προσφέρουν γάλα και μπισκότα στα σαστισμένα πιτσιρίκια και λίγα ρούχα σε όσους έχουν βραχεί. Συζητάνε μαζί τους -λίγα αγγλικά, λίγη παντομίμα- και τους ξεπροβοδίζουν μέχρι το αυτοκίνητο του Λιμενικού.
Παραλιακή Βροντάδου, έτος 2015
Ένα πρωί του Ιούνη, μια άλλη βάρκα φθάνει στην ίδια παραλία. 10 χρόνια και πολλές κυβερνήσεις μετά τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ή μάλλον έχει. Αυτή τη φορά όλα έγιναν αστραπιαία. Με συνοπτικές διαδικασίες οι άνθρωποι του Λιμενικού επιβίβασαν τους μετανάστες στο αυτοκίνητο και απομακρύνθηκαν βιαστικά. Μπορεί και να ήταν η πέμπτη «καραβιά» εκείνης της ημέρας. Κανένας από τη γειτονιά δεν πλησίασε, κανένας περαστικός δεν σταμάτησε, ένα βλέμμα μόνο, «…α, ήρθαν κι άλλοι…», το δράμα τους μέρος της ρουτίνας μας.
Κι αυτό είναι ίσως που με πειράζει περισσότερο…